Ένας σκαντζόχοιρος με καράφλα!
Αυτή τη φορά το πατζούρι χτύπησε πρωί κι όχι αξημέρωτα. Είχα ξυπνήσει, αλλά δεν είχα ανοίξει από αντίδραση. Την είχα ακούσει τη βροχή και δεν ήθελα να τη δω. Μια βδομάδα έβρεχε, μας είχε σπάσει τα νεύρα. Έπινα ένα μαυροκαφέ, σηκώθηκα, "έσκασα" λίγο το παραθυρόφυλλο και πριν προλάβω να ανοίξω το πατζούρι, άκουσα μια προτροπή: «Έλα στον καφενέ». Πριν ανοίξω ήμουν σίγουρος πως ήταν ο τρελο-Φώτης.
Δεν ήταν...
Αναγνώρισα τη φωνή του Παππού, του ευρυμέτωπου φίλου που είχε ενταχθεί στην παρέα τελευταίος και πριν λίγους μήνες είχε περάσει στη Νομική, μετακομίζοντας στην Αθήνα. Πριν προλάβω να ανοίξω καλά καλά το παράθυρο, τον είδα ασκεπή μέσα στη βροχή, να πλατσουρίζει στον κατήφορο προς τον καφενέ του Μπάφα. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω τι έγινε και γιατί γύρισε. Από τότε που είχε φύγει, στα τέλη Αυγούστου, μόνο μια φορά ξαναγύρισε, τα Χριστούγεννα κι αυτό για δυο - τρεις μέρες, να δει τους δικούς του, να τον δούμε εμείς και να του πει ο Φώτης πως «η καράφλα σου έφτασε στα γόνατα». Τον περιμέναμε να ξαναρθεί για Πάσχα, αλλά μας πρόλαβε εκείνο το Σάββατο το πρωί, καταμεσής της Σαρακοστής.
Τα Χριστούγεννα μας είχε ζαλίσει τα συμπράγκαλα με την Έλλη, μια φοιτήτρια Φιλοσοφικής από την Ιεράπετρα, που ήταν «ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί». Λογικό...
Δεν του είχε συμβεί και τίποτα στα χρόνια που τον ξέραμε...
«Φιλοσοφική, ε; Δασκάλα σαν να λέμε. Δεν πιστεύω να κουβαλάει ταγάρι και να έχει τρίχες στις μασχάλες η κυρά μασχάλα...», του είπε ο Φώτης, αλλά ο Παππούς δεν απάντησε στην πρόκληση και κράτησε τις μασχάλες της Έλλης κι ότι ήταν μπροστά, πίσω, πάνω και κάτω από δαύτες, για τον εαυτό του. Αγαπούσε...
«Την άλλη φορά, θα τη φέρω να σας τη γνωρίσω», είπε τότε, αλλά ο Δεμπασκαλάς τον έκοψε: «Μην τη φέρεις, γιατί θα την αρραβωνιαστεί ο Φώτης».
Δεν την έφερε...
Μετά από λίγο καιρό, σε μια τηλεφωνική συνομιλία, κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά με την Έλλη. Σαν να τον είχανε ζώσει τα φίδια τον Παππού. «Έχει βγάλει το καπίστρι, Μίλτο. Κοντεύει να τον κόψει τον άλυσο. Αλλά θα τη μαζέψω εγώ. Αλλιώς, να μη με λένε Παναγιώτη».
Δεν τον λέγανε...
Τον λέγανε, δηλαδή, αλλά δεν τον λέγαμε εμείς, που τον φωνάζαμε Παππού, επειδή η καράφλα του όλο και ανηφόριζε («απλώς έχω χαμηλά μάτια», έλεγε ο ίδιος). Τον βρήκα στον καφενέ, βρεγμένο ως το κόκαλο (άκου σχετικό τραγούδι στο βίντεο παρακάτω), στριμωγμένο σ΄ ένα γωνιακό τραπέζι, μακριά απ΄ όλους κι από τον ίδιο του τον εαυτό. Πριν καθίσω, έβαλε φωνή στον Δεμπασκαλά: «Κονιάκ»!
«Στις 10 το πρωί; Δεν πας καλά», είπε ο Δεμπασκαλάς και ήταν προφανές. Δεν πήγαινε καλά ο Παππούς. Κάτι τον τρύγαγε. «Κάν΄τα δύο», είπα, πριν ξανακουστεί το ρεφρέν του Δεμπασκαλά: «Κι εσύ δεν πας καλά».
Ούτε κι αυτός πήγαινε, όμως, γιατί τα έφερε...
Πριν μεσημεριάσει, κοντεύαμε να γίνουμε και οι δυο κολυμπηθρόξυλα και τι έγινε ακόμα δεν είχα μάθει. «Τι έγινε;», ρώτησε κι ο Φώτης όταν εμφανίστηκε μαζί με τον Πέτρο της Κουφής, με τον οποίο υποτίθεται ότι δούλευε στην οικοδομή εκείνο το διάστημα. Οι δυο μαζί, αν μέχρι τις 12 το μεσημέρι είχαν καρφώσει συνολικά τέσσερις τάβλες, ένιωθαν σαν να είχαν ζήσει το μεροκάματο του τρόμου. «Κονιάκ, πλευριτώσαμε», είπε ο Πέτρος και πήγε κατά το τζάκι, ενώ ο Φώτης ήρθε προς το μέρος μας για κουτσομπολιό.
«Γύρισα χθες βράδυ σπίτι της, από κάτι ιδιαίτερα που κάνω για να τα φέρνω βόλτα. Μόλις μπήκα, σαν να μύρισα λιβάνι», είπε τραυλίζοντας ο Παππούς. «Ρε μπας και είναι θρήσκα η Έλλη και θυμιάτιζε;», ρώτησε ο Δεμπασκαλάς που είχε στήσει αυτί.
Δεν ήταν θρήσκα, ούτε …θυμιάτιζε. Τη βρήκε, λέει, γονατιστή να βαστάει τα ζουμπερέκια δυο ξεβράκωτων συμφοιτητών της. Το δωμάτιο ήταν πήχτρα στον καπνό κι οι τρεις τους, αντί να αντιδράσουν στον ερχομό του Παππού, τον κοίταξαν χαζογελώντας αποχαυνωμένοι από τα τσιγαριλίκια. Έκανε μεταβολή κι έφυγε νύχτα, με το τελευταίο Κτελ, να έρθει στους φίλους του, να τα πει και να τα πιει.
Κάτι η εξομολόγηση, κάτι τα κονιάκ, σαν να ξεφόρτωσαν από το βαρύ φορτίο της σοκαριστικής απιστίας τον Παππού, που ξαλάφρωσε τελείως χάρη στον Φώτη: «Καλά, ρε κολλητέ, έπεσες σε τέτοια φάση κι αντί να μείνεις, την κοπάνησες; Ου να μου χαθείς! Τουλάχιστον να μας τη γνωρίσεις, ρε, την Έλλη και να είμαστε όλοι μαζί, μην πάει χαμένο τέτοιο ταλέντο. Καλά θα περάσουμε».
Δεν περάσαμε...
Δεν τη γνωρίσαμε, δεν την είδαμε καν κι ούτε κι ο Παππούς την ξαναείδε, από ό,τι μας είπε. Το άλλο βράδυ, που γύρισε στην Αθήνα, παραφύλαξε πότε θα βγει από το σπίτι της κι όταν εκείνη βγήκε, ξεκλείδωσε με τα κλειδιά που του είχε παραχωρήσει, άνοιξε τα παράθυρα να αεριστεί το διαμέρισμα κι αυτή ήταν η τελευταία προσφορά του στον έρωτά της. Μάζεψε τα βιβλία και τα ρούχα του, άφησε τα κλειδιά στο τραπέζι της κουζίνας κι αφοσιώθηκε στη Νομική, που έκτοτε και για πολύ καιρό έγινε ...ό,τι καλύτερο του είχε συμβεί.
Κι όταν μετά από λίγο καιρό ήρθε στο χωριό για Πάσχα, έριξε στον Φώτη μια βόμβα που τότε δεν τη χώραγε ο νους του: «Κι αν θες να ξέρεις, ούτε στις μασχάλες είχε τρίχες, ούτε πουθενά».
«Άσε, ρε Παππού, τα μούσια. Σου έχει φτάσει η καράφλα στις φτέρνες κι ακόμα παραμύθια μας τσαμπουνάς. Υπάρχουνε, ρε, γυναίκες χωρίς σκαντζόχοιρο;».
Μέχρι ο Φώτης να ξεχάσει την πρώτη φορά που είδε ...σκαντζόχοιρο με καράφλα ως τις φτέρνες, εγώ, ο Μίλτος, νά ΄μαι καλά...
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.