Η αλλαγή στο... πράσινο DNA!
* «Ημίθεοι» μετά το 1-1 στη Δανία (θα ήταν… «θεοί» αν δεν είχαν ισοφαριστεί στο 90’…), «άχρηστοι» μετά το 3-4 στην Αθήνα. This is Greece και… this is football in Greece. Και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Νότο.
* Κι’ όμως. Ούτε το ένα ισχύει, ούτε το άλλο. Ούτε υπερπαίκτης είναι ο Λέτο να περνά όποιον γουστάρει όποτε γουστάρει, ούτε «τσιγκολελέτα» να μην σηκώνει κεφάλι από το γρασίδι και να παίζει «λετόσφαιρο» που γράφει και ένας φίλος…
* Ούτε «Εσιέν» είναι ο Σιμάο που κάλυπτε τα πάντα και «κατάπινε» τους πάντες στη Δανία, ούτε ένας μυώδης μαραθωνοδρόμος που υποδύεται τον επαγγελματία αμυντικό μέσο και δεν ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται, όπως στο ΟΑΚΑ.
* Ούτε «Λάμπαρντ» είναι ο Κατσουράνης, για να πιέζει, να κλέβει, να κάνει τάκλιν και ασίστ ταυτόχρονα, να βγαίνει και ως «κρυφός» επιθετικός όπως στη Δανία, ούτε ένας άχρωμος χαφ με πάμπολλα λάθη στις πάσες, θολωμένο μυαλό και αδυναμία να συντονίσει στοιχειωδώς αμυντικά την ομάδα του, όπως στο ΟΑΚΑ.
* Ολοι οι παίκτες έχουν τα καλά και τα κακά τους. Μα σ΄αυτόν τον Παναθηναϊκό, ο μέσος όρος ποιότητας είναι πλέον σαφώς μικρότερος από τον περυσινό και τον προπέρσινο, ειδικά όταν απουσιάζουν οι νέοι χαφ για τα μαρκαρίσματα και την κυκλοφορία της μπάλας (Ζεκά, Βιτόλο) και ο Κουίνσι που μπορεί να δώσει περισσότερες επιλογές μεσοεπιθετικά.
* Γιατί, λοιπόν, ο Παναθηναϊκός είχε δύο διαφορετικά πρόσωπα στα δύο ματς; Γιατί όλοι οι παίκτες πλην του Νίνη παρουσίασαν το καλό πρόσωπό τους στη Δανία και το κακό στο ΟΑΚΑ;
* Ο πρώτος λόγος είναι ότι στο πρώτο ματς ο Παναθηναϊκός εμφάνισε εκτός από το πρώτο δεκάλεπτο ένα σύνολο συμπαγές, που εφάρμοσε σε μεγάλο βαθμό τις εντολές του Φερέιρα, είχε 100% αυτοσυγκέντρωση σε κάθε φάση, σε κάθε λεπτομέρεια και ήξερε τι ζητούσε από το ματς. Στη ρεβάνς η ομάδα δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί ούτε το 0-1, ούτε το 2-1, ούτε το 2-2. Δεν ήταν ΟΜΑΔΑ.
* Και προχθές φάνηκε τόσο μα τόσο πολύ η απουσία (όχι του ποδοσφαιριστή, αλλά της προσωπικότητας και της ποδοσφαιρικής σοφίας) του Ζιλμπέρτο Σίλβα. Όπως και η ταχυδύναμη του Σισέ, βεβαίως, ο οποίος με αυτή την αστεία άμυνα της Οντένσε, θα είχε τουλάχιστον 6-7 ευκαιρίες να σκοράρει (εδώ είχε 3 ο ανέτοιμος και αργός Τοτσέ…).
* Με τα δάκρυα για τις αποχωρήσεις, ωστόσο, δουλειά δεν γίνεται. Δουλειά γίνεται με τη… δουλειά. Και ο Παναθηναϊκός στη ρεβάνς δεν είχε τα τρεξίματα του πρώτου παιχνιδιού. Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος. Ο τρίτος είναι πιο… σύνθετος και χρειάζεται πολλή κουβέντα και ανάλυση. Έγκειται στην αλλαγή του DNA μιας ομάδας η οποία μέχρι το 2008 και περισσότερο το 2009 (πριν από την απόκτηση των Σισέ, Λέτο, Κατσουράνη) είχε μάθει για 3-4 γενιές να στηρίζεται περισσότερο στην αμυντική λειτουργία της. Αυτό δεν την βοηθούσε στο πρωτάθλημα, αλλά την καθιστούσε αποτελεσματική στην Ευρώπη, όπου «καθάριζε» εύκολα ή δύσκολα τους περισσότερους ισοδύναμους ή ισάξιους αντιπάλους και πλησίαζε συχνά – πυκνά στις εκπλήξεις εναντίον ανώτερων ομάδων.
* Αυτό άλλαξε σταδιακά από το 2008 με τον Τεν Κάτε, ο οποίος έδωσε βάρος (σωστά) στην κατοχή, την κυκλοφορία, την κυριαρχία, τις πλαγιοκοπήσεις, τις κάθετες, το γκολ. Εδωσε βάρος σε ένα επιθετικό στυλ παιχνιδιού, το οποίο είχε κοστίσει ακριβά στο πρωτάθλημα, διότι δεν ήταν εύκολη η ισορροπία στο μεταβατικό στάδιο.
* Αυτό το στυλ παιχνιδιού, το οποίο υποστηρίχθηκε ως έναν βαθμό σωστά από αρκετούς παίκτες, έφερε τελικά την επόμενη σεζόν στον Παναθηναϊκό το νταμπλ. Ηταν τότε η ομάδα με τις περισσότερες ευκαιρίες, τις περισσότερες τελικές προσπάθειες (ακόμη και στα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ όπου δεν είχε νικήσει), με τα περισσότερα γκολ (σπάνιο για τον Παναθηναϊκό από την εποχή του αείμνηστου Γιάννη Κυράστα), με το πιο θεαματικό ποδόσφαιρο (σχετικό είναι αυτό βέβαια, σε ένα υποτιμημένο ούτως ή άλλως πρωτάθλημα).
* Μα, με αυτό στυλ παιχνιδιού, στην Ευρώπη δεν μπορεί να προχωρήσει μια ελληνική ομάδα. Θα την βοηθήσει με αντιπάλους τις «Ντιναμό Τιφλίδας» στους πρώτους γύρους. Όχι όμως όταν τα πράγματα σκουραίνουν. Ακόμη και ο αποκλεισμός της Ρόμα αν θυμάστε, στηρίχθηκε σε ένα «run ‘ n ‘ gun» τύπο παιχνιδιού, όπου οι Ιταλοί έπεσαν θύματα της υπεροψίας τους, έφαγαν το μοναδικό γκολ του Σιμάο στην Ευρώπη, το μοναδικό γκολ του Λάζαρου στην Ευρώπη, το μοναδικό γκολ του Νίνη στην Ευρώπη και ταπεινώθηκαν από τον τρελαμένο για το Μουντιάλ τότε Τζιμπρίλ Σισέ, ο οποίο ήξερε πολύ καλά ότι αν κάποια στιγμή χωρίσουν οι δρόμοι του με τον Παναθηναϊκό, θα πρέπει να έχει στο C.V. του και δυο - τρία καλά ευρωπαϊκά ματς (και τελικά πήρε μεταγραφή από αυτά τα 3 «ευρωπαϊκά» γκολ και όχι από τα περίπου 60 «ελληνικά» γκολ!)
* Οι πάμπολλες αποτυχίες εντός έδρας στην Ευρώπη (ακόμη και επί Τεν Κάτε μόνο την Ανόρθωση νίκησε στο ΟΑΚΑ, αλλά έκανε «διπλά» σε Βρέμη, Μιλάνο και δικαιούταν να νικήσει την Βιγιαρεάλ στην Ισπανία!) είναι προϊόν αυτής της ποδοσφαιρικής μετάλλαξης, αλλά και της αδυναμίας των προπονητών να μεταδώσουν στους παίκτες τον τρόπο με τον οποίο στα εντός έδρας ευρωπαϊκά παιχνίδια εναντίον ομάδων επιπέδου «Οντένσε» μέχρι και «Ατλέτικο Μαδρίτης» (όχι Μπάρτσα και Ιντερ) θα μπορούν να παίζουν με «ελεγχόμενες επιθέσεις», όπως το αποκαλούν στην προπονητική. Επίθεση με «ασφάλειες». Εκτός έδρας, η ελληνική ομάδα είναι «αποενοχοποιημένη». Αμα λάχει, παίζει και φουλ «ταμπούρι» με αντεπιθέσεις, δεν θα της καταλογίσει κανείς τίποτα αν πάρει το αποτέλεσμα. Εντός έδρας, μπροστά στο κοινό της; «Πρέπει» να δείξει κάτι δημιουργικά…
* Για να συμβεί αυτό που περιγράψαμε παραπάνω, το σύνολο πρέπει να είναι βασικά καλοδουλεμένο, με υψηλό βαθμό στην ένταση και στο ρυθμό του αγώνα (που δεν είναι σε στυλ… Σούπερ Λίγκας) και με παίκτες που θα μπορούν να το υπηρετήσουν. Είτε με το μυαλό, είτε με την καρδιά, είτε με το σώμα, είτε με την ικανότητα, είτε με όλα ή κάποια από αυτά τα τέσσερα βασικά στοιχεία ενός ποδοσφαιριστή.
* Ισως όλα αυτά να φαίνονται αλαμπουρνέζικα σε κάποιους και δεν τους αδικώ διότι δυστυχώς και εμείς και τα ΜΜΕ φέρουν τεράστια ευθύνη για το πώς «διαπαιδαγώγησαν» και ανέθρεψαν ποδοσφαιρικά το κοινό τους τα τελευταία 20 χρόνια. Πρόκειται για την προσπάθεια μιας διαφορετικής προσέγγισης, πέρα από κραυγές ενθουσιασμού και κατάρας. Διότι μιλάμε για μια σταθερή ποδοσφαιρική συμπεριφορά πλέον στο Τριφύλλι (την οποία έχει πληρώσει και ο Ολυμπιακός στο παρελθόν με πολλές βαριές ήττες και αναπάντεχους αποκλεισμούς), η οποία δύσκολα θα αλλάξει. Όπως δύσκολα θα αλλάξει και η νοοτροπία ορισμένων στην ομάδα που τοποθετούν σε υψηλότερη βαθμίδα την κατάκτηση ενός πρωταθλήματος ή ενός κυπέλλου συγκριτικά με μια αξιόλογη πορεία στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
* Αλλά πλέον είναι σαφές ότι οι φίλοι όλων των «μεγάλων», ειδικά του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, εξιτάρονται και γουστάρουν πολύ περισσότερο νίκες, επιτυχίες, προσπάθεια, ιδρώτα, προκρίσεις, αγωνίες, πανηγύρια και λύπες στα «ευρωπαϊκά» ματς, παρά στην Λίγκα. Ξέρουν όλοι ότι εκεί είναι ο «καθρέφτης» των πραγματικών δυνατοτήτων και του αληθινού διαμετρήματος της ομάδας τους. Ισως το ίδιο να ισχύει και για τους ΑΕΚτσήδες και τους ΠΑΟΚτσήδες, που τόσο τους έχει λείψει ένας τίτλος. Οι φίλοι του Αρη γεύτηκαν πέρυσι την αυθεντική οπαδική ηδονή, ένιωσαν την υπεηρηφάνεια που μπορεί να αισθανθεί ένας οπαδός με την ομάδα του, ακόμη και την καλώς ή κακώς εννοούμενη ζήλια από τους οπαδούς των άλλων ομάδων. Διότι, όπως και να το κάνουμε, η Ευρώπη έχει άλλη γλύκα! Για όλους. Και αυτό στον Παναθηναϊκό μάλλον το έχουν ξεχάσει κάποιοι…
Υ.Γ.: Για έναν παίκτη ήταν κρίμα αυτό που συνέβη στο ΟΑΚΑ. Για τον Νίνη που είχε ακούσει (μαζί με τον Τζόρβα) τα μύρια όσα μετά το 1-1 στη Δανία. Για τον Νίνη που δεν έβαλε κάτω το κεφάλι, αλλά πάλεψε από το 1’ ως το 93’ για την πρόκριση.
Που ντρίμπλαρε, πάσαρε, σούταρε, σέντραρε, πήρε πάνω του τα στημένα (έχει βελτιωθεί στην εκτέλεση κόρνερ και από τις δύο πλευρές), δεν έπεφτε στις κόντρες όπως ο Σαριέγκι, ο Σπυρόπουλος και ο Βύντρα (που μου φαίνεται ότι από πέρυσι έχει υπερβολική αυτοπεποίθηση, νιώθει… iron-man και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους της κάμψης του, ειδικά στην αμυντική λειτουργία του, το γράφω γιατί ο Φερέιρα και ο ίδιος ο Βύντρα δικαιούνται να περιμένουν περισσότερα από τον παίκτη).
Για τον Νίνη που δεν τα είχε χαμένα όπως ο Σιμάο. Που δεν «κρυβόταν», όπως ο Κλέιτον, αλλά ζητούσε συνεχώς μπάλα, αγωνιζόμενος σε τρεις διαφορετικές θέσεις κατά τη διάρκεια του ίδιου ματς. Που δεν τα έχασε μετά τη χαμένη ευκαιρία του, ούτε… κατέρρευσε μετά το 2-2. Που δεν «έσκασε» όπως ο Κατσουράνης. Που δεν επιδόθηκε σε ρεσιτάλ ατομιστίας, όπως έκανε στο β΄ ημίχρονο ο Λέτο. Σπάνια γράφω τόσα καλά για την απόδοση ενός παίκτη σε ένα ματς.
Αλλά σπανίως είναι τόσο μεγάλη η διαφορά απόδοσης στο ίδιο 90λεπτο μεταξύ ενός ποδοσφαιριστή και όλων των συμπαικτών του. Στα δικά μου μάτια, παρά τον αποκλεισμό, το προχθεσινό παιχνίδι του Σωτήρη ήταν το καλύτερο μετά την πρώτη του σεζόν στην ομάδα. Καλύτερο ακόμη και από το αξέχαστο στη Ρώμη! Αλλά, είπαμε, η διάρκεια έχει σημασία…
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.