Τζάμπα πασατέμπος!

Μάνος Αντώναρος Μάνος Αντώναρος
Τζάμπα πασατέμπος!

bet365

Με τον μοναδικό του τρόπο ο Μάνος Αντώναρος γράφει στο blog του στο gazzetta.gr μια ιστορία από τα παλιά που αξίζει μέχρι... την τελευταία της λέξη!

Μπήκα στο gazzetta και διάβασα πώς η Τύχη χαμογέλασε πλατειά στον Ντέιβιντ Γκάσκελ, παλαίμαχο τερματοφύλακα της Μάντσεστερ Γιουνάϊτεντ. Eτσι θυμήθηκα μια ιστορία:
Το άρθρο που ακολουθεί είναι ηθικοπλαστικού χαρακτήρα και σας ορκίζομαι ότι δεν γράφω ούτε μια λέξη ψέμματα.
Σας προετοιμάζω. αν και αυτό είναι δημοσιογραφικά λάθος. γιατί έτσι ψιλοχάνεται το σπασπένς. αλλά αφού το κείμενο έχει σασπένς, δεν είναι έτσι κι αλλιώς δημοσιογραφικό.
Θα μπορούσα λοιπόν στα 15 μου να'χα βγει ΠΟΛΥ ΠΛΟΥΣΙΟΣ από το γήπεδο της Λεωφόρου, αλλά τελικά δεν βγήκα. όχι γιατί δεν μπορούσα.αλλά γιατί δεν ήθελα.


Βλακεία;
Δεν νομίζω.
Βλακεία λέμε;
Μπορεί!
Επιμένω: Βλακεία;
Εεεεε, δεν ξέρω. εσείς θα μου πείτε. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι αν η ιστορία που ακολουθεί, δεν είχε συμβεί με τον τρόπο που θα σας τη διηγηθώ. απλώς ΔΕΝ ΘΑ σήμερα κανένα ενδιαφέρον.
Προς τον εαυτό μου: Κόψε μωρέ μαλάκα μου, τις πολυλογίες και μπες στο ψητό!
ΟΚ! (με μισή καρδιά γιατί έχω και άλλα προκατακτρικά να σας γράψω)


Είμαι λοιπόν 15 ετών (1972) και έχω πάει με τον μεγάλο μου ξάδελφο τον Οδυσσέα (που είναι ΤΡΕΛΛΟΣ βάζελος) στον Παναθηναϊκό να δούμε Κυριακάτικο ματσάκι: ΠΑΟ-Πιερικός.
Ο ξαδελφός μου, 5 χρόνια μεγαλύτερος μου, κι εγώ έχουμε ξεκινήσει από την Καλλιθέα, εχουμε στην τσέπη μας χρήματα για τα εισιτήρια του ηλεκτρικού (πηγαινε-έλα Καλλιθέα-Βικτώρια).χρήματα για εισιτήρια του ματς (που δεν θυμάμαι πόσο κάνουν) και 5-6 δραχμές για καμμιά πορτοκαλάδα, σάντουιτς ..
Ανεβαίνουμε ποδαράτοι την Λεωφόρο Αλεξάνδρας και βρίσκουμε θέσεις ψηλά στη Θύρα 13. Είναι χειμώνας βαρειά και καθόμαστε σε φελιζόλ στις παγωμένες κερκίδες του γηπέδου.


Περιμένουμε να βγουν οι ομάδες, να κάνουν ζέσταμα. Εγώ εκείνη την εποχή καπνίζω τσιμπούκι με καπνό. Εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη μαγκιά. Μόνο που το σκέφτομαι γελάω. Ετσι όμως ήταν. Γελοίο, αλλά αληθινό (όπως τα περισσότερα γελοία πράγματα). Κάθομαι λοιπόν και γεμίζω την πίπα. Δίπλα μου, μπρος μου, πίσω μου όρθιοι οι φίλαθλοι. Δεν έχω καθόλου οπτικό πεδίο. Την έχετε τη σκηνή; ΟΚ!
Εκεί λοιπόν που έχω το πεκατάκι με τον καπνό στα γόνατα και προσπαθώ να τον στουμπώσω, έρχεται με δύναμη από ψηλά μια μπλέ πλαστική σακούλα (σαν αυτές των σουπερμάρκετ) πάνω μου και κάνει καπνούς, πίπες και σύνεργα σύγχριστα.

 


Ενστικτωδώς πιάνω τη σακούλα. Είναι σχετικά βαρειά και πολύ σφικτά πακεταρισμένη. Αμέσως βλέπω (καθώς είναι ημιδιαφανής) ότι είναι τίγκα στα χιλιάρικα. (εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πεντοχίλιαρα)
Χωρίς δεύτερη σκέψη κάθομαι πάνω της.
Κοιτάζω τριγύρω.πάνω.κάτω. τίποτα. Δεν μπορώ να καταλάβω από πού ήρθε η σακούλα. Δεν ξέρω αν είμαι στο γήπεδο ή στο φεγγάρι. Είναι αυτό που λένε: πήρε φωτιά ο κώλος μου!


Σε λίγα λεπτά -που μου φάνηκαν- αιωνιότητα ο διαιτητής σφυρίζει την έναρξη. Οι γύρω μου κάθονται στις θέσεις τους. ο οπτικός μου ορίζοντας ανοίγει. Πάλι τίποτα. Δεν μπορώ να καταλάβω.
Το ματς εξελίσσεται. Για τους άλλους. όχι για μένα. Φυσικά το μυαλό μου είναι στη σακκούλα. Προσεκτικά -αν και δεν χρειαζόταν- τη σκίζω με το δακτυλό μου και βγάζω .δεσμίδες με χιλιάρικα. Από την αφή καταλαβαίνω ότι είναι δεμένες με σπάγκο. Αρχίζω και τις τοποθετώ στις κάλτσες, στις τσέπες του μπουφάν μου. παντού.


Μπήκαν γκολ;
Δεν μπήκαν γκολ;
Δεν είχα ιδέα.
Ψάχνω με το βλέμμα μου.


Φαντασθείτε πού καθομαι. Ψηλά-ψηλα στη «Θύρα 13». Ολο το πέταλο πιάτο μπροστά μου. Ολοι κάθονται. Ολοι. Ολοι. εκτός από έναν. Έναν παπού που πουλάει πασατέμπο, και που ήταν γνωστός στο γήπεδο του Παναθηναϊκού ως «Μαρινέλας», επειδή τριγυρνώντας στις κερκίδες με το τσουβάλακι του στην αγκαλιά, τραγουδούσε συνεχώς επιτυχίες της Μαρινέλας. Φυσικά η ματιά μου καρφώθηκε σε εκείνον.
Εχει πάει μπροστά-μπροστά στο κενό μεταξύ φιλάθλων και κάγκελων, έχει αφήσει το τσουβαλάκι με τον πασατέμπο κάτω. και έχει τραβήξει όσο πιο μπροστά γίνεται το λάστιχο του παντελονιού του (φορούσε ένα σαν αυτά που φοράνε οι τουρίστες στα νησιά) και κοιτάζει με απελπισία μέσα.


Κανείς δεν του δίνει σημασία.
Μόνο εγώ.
Χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω είμαι σίγουρος ότι απ' αυτόν έπεσαν τα χρήματα. Ο «Μαρινέλας» κάνει σαν τρελλός.
Εγώ- μην ξχνάτε. παιδί ήμουν- είμαι σε μια τρομερά δύσκολη θέση. Ελπίζω να καταλαβαίνετε. Είναι δικά του; Είναι δικά μου τώρα; Δεν είναι δικά του. είναι δικά μου. όχι δικά του είναι.
Γυρνάω στον ξαδελφό μου..
-Ρε συ να σου πώ κάτι;


-Παρατα με.
Οι δεσμίδες καίνε όλο μου το σώμα.
Ονειρεύομαι ότι θα αγοράσω μια μηχανή. ότι θα κερνάω τους φίλους μου σουβλάκια μέχρι να σκάσουν.ότι δεν θα ξαναπάω σχολείο.
Και ο παππούς;
Θα τα δωσω.
Σιγά μην τα δώσω!
Ο «Μαρινέλας» σκανάρει την κερκίδα.
Δεν τον προσέχει κανείς.
Μόνο εγώ! Στα 15 μου! Με όλες κι όλες 5-6 ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ δραχμές στην τσέπη. Και μερικές άλλες χιλιάδες (αγνοώ πόσες) . που όμως ΔΕΝ ΞΕΡΩ αν είναι δικές μου.


Μόνο εγώ τον προσέχω.στον αγωνιώδη χορό του.
Μας χωρίζουν όμως μερικές χιλιάδες άνθρωποι.
Ο Δομάζος συναρπάζει τα πλήθη. Είναι η πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου που δεν τον βλέπω.
Ο διαιτητής σφυρίζει ημίχρονο.


Ολοι σηκώνονται.
Το οπτικό μου πεδίο ξαναμικραίνει. Το τοπίο αλλάζει. Ο «Μαρινέλας» έχει φυσικά εξαφανισθεί.
Κάθομαι ξανά και σκέφτομαι πώς αν μέχρι το τέλος του ημιχρόνου με κάποιον τρόπο δεν μπορέσω να του επιστρέψω τα χρήματα, αυτά θα είναι δικά μου.
Ας μην ξεχνάμε ότι δεν είμαι και 100% σίγουρος ότι είναι δικά του.
Γιατί να'ναι δικά του;


Μπααααα.δεν είναι δικά του.
Ο ξάδελφος μου μου λέει για το παιγνίδι. τον ακούω υπνωτισμένος. Ποιο παιγνίδι; Γιατί δεν του το λέω; Μα επειδή δεν θέλω πια.
Το ματς ξαναρχίζει. Ολοι κάθονται. ξανά το ίδιο σκηνικό. μόνο που ο «Μαρινέλας», δεν είναι πια στη βάση του πέταλου.
Σας μιλάω για μεγάλη ανακούφιση.ή να λέμε αλήθειες ή να μη λέμε.


Ψιλοβγάζω μια δεσμίδα από την κάλτσα για να βεβαιωθώ ότι δεν ονειρεύομαι.
Δεν ονειρεύομαι.
Και 2.000 δρχ. να'ταν (που σίγουρα ηταν πολύ περισσότερες) για τα δικά μου κυβικά εκείνης της εποχής που'χα 15 δρχ. χατζηλίκι τη βδομάδα.ήμουν πλούσιος.
Ωραία! Ωρα να αφιερωθώ στο Δομάζο και την παρέα του.


Στρέφω το βλέμμα προς το ( ο Θεός να το κάνει) χορτάρι. Δεν ξέρω τι γνώμη έχετε για το Θεό, αλλά έγω έχω μία: Εχει απίστευτο χιούμορ.
Μπροστά μου, δυο σκαλοπάτια πιο κάτω ελαφρώς πιο δεξιά, προς την οδό Τσόχα δλδ. κάθεται .. ο Μαρινέλας.
Μέσα σε μια ολόκληρη κερκίδα 4-5.000 ανθρώπων (ε;) ήρθε και κάθισε μπροστά μου.
Μέσα μου ένα περίεργο μηχανάκι άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς:
-Φωναξέ τον!
-Φωναξέ τον!
-ΦΩΝΑΞΕ ΤΟΝ!


Δεν ξέρω αν φωναξα εγώ η το «μηχανάκι»:
-Πασατέμπος!
-Σκάσε ρε μαλάκα! μου λέει ατάκα ο ξάδελφος που μέσα του ρέει πράσινο αίμα.
-Πασατέμπος!
-Σκασε!
(εγώ όμως έχω ανακαλύψει το μετέπειτα σύνθημα: Τίποτα-τίποτα-δεν με σταματά!)
-ΠΑΣΑΤΕΜΠΟΣ!
Οι γύρω μου δυσανασχετούν. Δεν είναι ώρα για πασατέμπο.
Το χειρότερο είναι ότι δεν αντιδρά ο «Μαρινέλας». Η τύχη του του χαμογελά και εκείνος έχει κλειστα τα μάτια.
Η τύχη του όμως εκείνη την ημέρα λέγεται «Μάνος»:


-ΠΑ-ΣΑ-ΤΕ-ΜΠΟΣ!
Επιτέλους γυρνά. Το πρόσωπό του έχει χρώμα πρασινογκρί. είναι ο πιο γέρος άνθρωπος που΄χω δει ποτέ στη ζωή μου. Κρατά σφικτά στην αγκαλιά του το τσουβαλάκι με τον πασατέμπο.
-Τι είναι ρε αγόρι; με ρωτα ξεψυχισμένα-θυμωμένα-αδιάφορα.
Παίρνω μια ανάσα μέχρι τους αστραγάλους.


-Εχασες τίποτα;
-Θα σκάσεις ρε μαλάκα; επιμένει ο ξάδελφος.
Η ελπίδα δίνει κάτι σαν χρώμα στο πρόσωπο του παππού.
-Ναι, κάτι χρήματα!
Βάζω το χέρι στην κάλτσα και βγάζω την δεσμίδα με τον σπάγκο.
-Αυτά;
Ο «Μαρινέλας» ήταν ένας λιπόσαρκος ηλικιωμένος άνθρωπος. Ημουν μικρός τότε και όλοι μου φάνταζαν μεγάλοι. σήμερα που τον φέρνω στη μνήμη μου, λέω ότι θαταν 70-75.


Δεν έχω δει άνθρωπο από τότε να κινείται πιο γρήγορα. Χωρίς ΚΑΜΜΙΑ υπερβολή, πατάει στο γόνατο του ακριβώς από πίσω του, στον ωμο του μπροστινού μου και χώνεται αναμεσα σε μένα και τον ξεδελφό μου. Δεν ακουμπάει τα χρήματα. Δίπλα μου κάθεται ένα λάστιχο. όχι ανθρωπος. Ένα λάστιχο που κρατά σφικτά ένα τσουβαλάκι πασατέμπο.
Τα χέρια μου κινούνται γρήγορα. από παντού βγαίνουν δεσμίδες με χιλιάρικα, πεντακοσάρικα και τα ακουμπάω πάνω στον πασατέμπο. Ο άνθρωπος-λάστιχο κλαίει.


Όταν τελειώνω. αρπάζει μια δεσμίδα. χωρίς να δει ποιαν. και μου την δίνει.
Α-πο-κλεί-ε-ται! Α-πο-κλεί-ε-ται! Α-πο-κλεί-ε-ται! Α-πο-κλεί-ε-ται!


Η επόμενη κίνηση του ήταν να με θάψει κάτω από πασατέμπο. Όταν γυρισα σπίτι έβγαζα σπόρους και από το βρακί μου, όπως οι γαμπροί μετα τον Ησαϊα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο που μου είπε:
- Αγόρι μου, είναι οι κόποι όλης της ζωής μου.... Αν τα έχανα θα πήγαινα να κρεμαστώ στο πλυσταριό!
Με πιστεύετε, δεν με πιστεύετε.μου είναι αδιάφορο. Όλα έγιναν όπως σας τα έγραψα.


Δεν νομίζω ότι είμαι ηθικός άνθρωπος με τη στενή έννοια του όρου. Ούτε όταν παρελαύνουν οι τίμιοι είμαι σημαιοφόρος. Δεν είμαι καν σίγουρος τι θα έκανα σήμερα, αν μου ξανατύχαινε. Ειλικρινά δεν έχω ιδέα. Όμως αυτή την ιστορία την κινούσε κάτι απόμοσμο.
Α, τελικά τα χρήματα ήταν.625.000 δρχ.

Σκεφθείτε ότι εκείνη την εποχή μια Mercedes έκανε 90.000-100.000 δρχ. Και εγώ ήμουν μόνο 15 ετών. Μου εξηγησε ότι τη σακούλα με τα χρήματα τα κουβαλούσε πάντα μαζί του και τα΄χε δεμένα γύρω από τη μέση του μέσα από το παντελόνι. Προφανώς καθώς περνούσε από μπροστά μου την ώρα που εγώ γεμιζα την πίπα με καπνό, του έπεσε.

Ως έμπειρος μικροπωλητής γηπέδων κινιόταν γρήγορα αναμεσα στον κόσμο. Το καταλαβε λίγο αργότερα. αλλά δεν ήξερε πού και πότε του έπεσαν. Τι να κάνει; Να τα αναζητήσει από τα μεγάφωνα; Αστεία πράγματα. Εψαχνε λοιπόν με τα μάτια μπας και δει πουθενά τη μπλε σακούλα, την οποία έγω είχα εξαφανίσει, αφού κάθισα πάνω της.


Πώς είχε τόσα πολλά χρήματα;
Δεν ξέρω και ομολογουμένως ούτε που με απασχόλησε.
Τον «Μαρινέλα» τον ξανασυνάντησα κανέναν χρόνο μετά. αυτή τη φορά στη Θύρα 10. Γέμιζε ένα φλυτζανάκι του καφέ με τον πασατέμπο του και τον πουλούσε προς μία δραχμή..
Πέρασε από μπροστά μου πάλι δυο σκαλοπάτια πιο κάτω. Το ματς δεν είχε αρχίσει. Τραγούδαγε:
«Σταλιά-σταλιά κι αχόρταγα
τα πίνω τα φιλιά σου,
Πα-σα-τέομποοοοος!

κουρνιάζω σαν αδύνατο πουλί στην αγκαλιά σου.»

Του φωνάζω:
-Πασατέμπος!
Βυθίζει το φλυτζανάκι στο τσουβαλάκι.
Απλώνω την χούφτα.
Μου τη γεμίζει.
Δεν κάνω καμμιά κίνηση να του δωσω τη δραχμή.
-Τι έγινε ρε αγόρι;
-Δεν έχει δραχμή.
-Ελα ρε αγόρι και έχουμε και δουλειές.
-Δεν με θυμάσαι;
-Όχι, δεν σε θυμάμαι!
-Πέρισυ στη «13» είχες χάσει κάτι;
Το πρόσωπο του αστράφτει.


Σαν να διακτινήστηκε βρέθηκε δίπλα μου και με ξαναθάβει στον πασατέμπο. Χα! Η ζωή είναι τελικά ωραία.
Τον ξανασυνάντησα για τελευταία φορά μετα από χρόνια να βολτάρει στην Ομόνοια. Του μίλησα. ήταν όμως πολύ-πολύ μεγάλος. δεν με θυμόταν. δεν θυμόταν τίποτα.. Κάτω από το πουκάμισο του κάτι φούσκωνε. Τον κτύπησα φιλικά στην πλάτη κι έφυγα.
Δεν πιστεύω στη μεταφυσική.


Πιστεύω απλώς ότι όταν χαμογελάς στη ζωή τότε σου χαμογελά και εκείνη.
Αν μου επιτρέπετε, σας συμβουλεύω να το θυμάστε!

Σημείωση: Το σκίτσο είναι του φίλου μου και σπουδαίου γελοιογράφου Αντώνη Κυριαζή http://www.ankyr.blogspot.com/ Το'φτιαξε με αγάπη για σας, το gazzeta και μένα. Thnxxxxx

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Μάνος Αντώναρος
Μάνος Αντώναρος

Ο Μάνος Αντώναρος γεννήθηκε στην Αθήνα και το πρώτο που θυμάται από τη δημοσιογραφία, ήταν όταν τον έπαιρνε από το χέρι ο πατέρας του (ο γελοιογράφος Αρχέλαος) και τον πήγαινε στα παλιά γραφεία της «Αθλητικής Ηχούς» για να παραδώσει τα σκίτσα του. Εκεί ο πιτσιρικάς Μάνος έβλεπε με ορθάνοικτα μάτια μερικά από τα ιερά τέρατα της (αθλητικής) δημοσιογραφίας να εργάζονται πυρετωδώς ακριβώς μπροστά στις λινοτυπικές μηχανές. Φυσικά του΄κανε εντύπωση και φυσικά ήθελε να γίνει ένας απ' αυτούς. Ετσι γύρω στα 20 του πήγε και είδε (μόνος του) τον μακαρίτη Κλεομένη Γεωργαλά και του είπε ότι ήθελε να δουλέψει στην «Ηχώ». Και εκείνος προφανώς θέλοντας να του κάνει πλάκα τον ρώτησε:

-Και τι θες να κάνεις;

-Να γράφω κάθε μέρα τη γνώμη μου!

Και -ω του θαύματος- ο Γεωργαλάς του απάντησε:

-ΟΚ! Αρχίζεις από σήμερα το απόγευμα.

Ετσι και έγινε. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ο Μάνος Αντώναρος έγραφε καθημερινά τη γνώμη του στην πίσω σελίδα της κραταιάς εφημερίδας.

Αργότερα δούλεψε σε πολιτικές εφημερίδες επί πολλά χρόνια, σε ραδιόφωνα και κανάλια. Κάθε φορά που εργαζόταν σε εφημερίδες έψαχνε την ευκαιρία να γράφει πού και πού στις αθλητικές σελίδες. Oι συνάδελφοι του αθλητικοί ρεπόρτερ πάντα του άνοιγαν την καλά φυλασσόμενη πόρτα τους.

Είναι ένας από τους πρώτους blogger στην Ελλάδα και υποστηρίζει φανατικά ότι το internet δεν είναι media, αλλά community.

Εδώ και δυο χρόνια εγκατέλειψε (από άποψη) τη μάχιμη δημοσιογραφία και αφιερώθηκε μαζί με τη γυναίκα του στο blog της www.eimaimama.gr

Τον τελευταίο διάστημα ανεβάζει post του στο gazzetta.

Hταν καιρός -όπως λέει ο ίδιος- να ξανανιώσει την χαρά της ελεύθερης και δημιουργικής δημοσιογραφίας.