Έχω και κότερο, πάμε ένα συμβόλαιο;

Βασίλης Σκουντής Βασίλης Σκουντής
Έχω και κότερο, πάμε ένα συμβόλαιο;

bet365

Ο Βασίλης Σκουντής αφήνει για λίγο την Εθνική ομάδα και το Ευρωμπάσκετ της Λιθουανίας και γράφει στο gazzetta.gr για τις μεταγραφές τύπου Μαγκέτι που έγιναν στο παρελθόν.

Ένεκα του σημερινού ρεπό της Εθνικής, ο Βασίλης Σκουντής κάνει ένα διάλειμμα από το Ευρωμπάσκετ και ανατρέχει στην κωμωδία «Κορίτσια για φίλημα»: εκεί που ο Κώστας Βουτσάς (ενώ είναι ο Κώστας Καλιακούδας και δεν έχει μία) συστήνεται ως γιος του εφοπλιστή Ράμογλου και κομπάζει με την ατάκα «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;». Την επίκαιρη σχέση του κότερου με το μπάσκετ θα τη συνειδητοποιήσετε μόλις διαβάσετε το κείμενο που ακολουθεί.

Θέλω να ελπίζω ότι ο Κόρεϊ Μαγκέτι δεν θα επαναλάβει εκείνη την εξόχως αυτοσαρκαστική ατάκα που ξεστομίζει ο Καραγκιόζης: το «θα φάμε, θα πιούμε (επίσης θα δούμε την πόλη) και νηστικοί θα κοιμηθούμε»!

Το ελπίζω όπως το ελπίζουν και οι (κρεμάμενοι από το στόμα του φόργουορντ/γκαρντ των Μπόμπκατς, με τους οποίους έχει διετές συμβόλαιο 21 εκατομμυρίων δολαρίων!) οπαδοί του ΠΑΟΚ. Ελόγου τους έχουν μακράν, αλλά και πικράν πείραν από τέτοιες υποθέσεις, αν και πάντοτε υπάρχουν και οι εξαιρέσεις για να επιβεβαιώνουν τους κανόνες. Εξαιρέσεις τύπου Λέβινγκστον!

Παρεμπιπτόντως ο Κλιφ ήταν από τα πιο συμπαθητικά παλικάρια που περπάτησαν στη λαμπερή πασαρέλα του ελληνικού μπάσκετ, αλλά έπεσε στην περίπτωση. Δεν εννοώ τόσο τον χαμένο ημιτελικό του φάιναλ φορ με την Μπενετόν Τρεβίζο και τον επιγενόμενο αποκλεισμό του ΠΑΟΚ από τον Ολυμπιακό στην ημιτελική σειρά των πλέι οφς της Α1, όσο την ανώμαλη προσγείωση του ιδίου σε μια διαφορετική (από τη συνηθισμένη του) πραγματικότητα: συνειδητοποίησε ο δόλιος πόσο λάθος έκαναν εκείνοι οι οποίοι λανσάρισαν το διαφημιστικό σλόγκαν ότι –και καλά– η Coca Cola πάει με όλα!

Μπορεί το αναψυκτικό να πηγαίνει με όλα τα άλλα, αλλά δεν πήγαινε με τον ιδιοτροπία του Ίβκοβιτς, που μόλις τον είδε τον Λέβινγκστον να το παραγγέλνει για το γεύμα στη διάρκεια μιας αποστολής, τον κατσάδιασε δημοσίως και του απέδειξε ότι «εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε». Οξύνθηκαν κιόλας οι σχέσεις τους, επειδή ο Κλιφ πήγε στην Ουάσιγκτον για να παραστεί στην τελετή βράβευσης των (πρωταθλητών του ΝΒΑ) Μπουλς από τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους και έγινε η κέντα!

Παρ’ όλα αυτά ο Λέβιγκστον ήλθε, έμεινε, έπαιξε και έφυγε κανονικά, σε αντίθεση με δύο συμπατριώτες του, οι οποίοι πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Αλλά και μεταξύ αυτών επίσης υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά, διότι ο μεν Τέρι Μιλς υπέγραψε συμβόλαιο και συμμετείχε στην προετοιμασία και στα φιλικά ματς, ενώ ο Ράντι Γουάιτ (αποδείχτηκε ότι) ήλθε μονάχα για να κάνει... κονσομασιόν και δεν έστειλε ούτε γράμμα!

Αναφέρομαι επίτηδες στα γράμματα, διότι το προσωνύμιο του Γουάιτ ήταν «Μailman II», καθ’ έλξιν του αυθεντικού «ταχυδρόμου» (Καρλ Μαλόουν) τον οποίο διαδέχθηκε στην πανεπιστημιακή ομάδα του Λουιζιάνα Tεκ. Το 1989 ο Γουάιτ αποφοίτησε με μέσο όρο 21,2 πόντους και 10,5 ριμπάουντ και επιλέχθηκε στο Νο 8 του ντραφτ του ΝΒΑ από τους Ντάλας Μάβερικς, αλλά δεν έμεινε ικανοποιημένος από την οικονομική προσφορά και άρχισε τα... κορδελάκια για να τους εκβιάσει. Βρέθηκε, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη, όπου ο ΠΑΟΚ του πρόσφερε και του πουλιού το γάλα, αλλά φευ: εντέλει οι Μάβερικς ενέδωσαν και η κυοφορούμενη συμφωνία με τον τον «Δικέφαλο του Βορρά» αποδείχθηκε ανεμογκάστρι!

Ποια ήταν η συνέχεια εκείνης της ιστορίας; Ο Γουάιτ έπαιξε στο Ντάλας επί πέντε σεζόν (με μέσο όρο 7,4 πόντους και 4,9 ριμπάουντ), αλλά το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον! Αμέσως μετά την αποχώρησή του από το ΝΒΑ ήλθε στην Ελλάδα και έπαιξε ένα ματς στο Περιστέρι (1994-95),ενώ επέστρεψε τη σεζόν 1998-99 για 15 αγώνες με τον Άρη (1998-99). Στο μεσοδιάστημα αγωνίσθηκε επίσης στη Ρέτζιο Καλάμπρια, στη Χουβεντούδ Μπανταλόνα, στη Μακάμπι Τελ Αβίβ και στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας.

Εκείνη την περίοδο (1989-90) ο ΠΑΟΚ βολεύθηκε με ένα άλλο κολεγιόπαιδο, τον σεμνό, ταπεινό και έξοχο αμυντικό Άντονι Kουκ, που μόλις είχε αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο της Αριζόνας και επιλέχθηκε στο Νο 24 του ντραφτ από τους Φίνιξ Σανς. Με τον Κουκ και τον Φασούλα να μετατρέπουν τη ρακέτα σε... ναρκοπέδιο, ο ΠΑΟΚ έφτασε στους «4» του Κυπέλλου Κυπελλούχων, όπου αποκλείστηκε από την Κνορ Μπολόνια, στην οποία αγωνιζόταν τότε ο περιβόητος «Sugar» Ρέι Ρίτσαρντσον.

Το επόμενο καλοκαίρι ο ΠΑΟΚ επεδίωξε και πάλι το «colpo grosso» και αυτή τη φορά στάθηκε πιο τυχερός: πρωταθλητής του NCAA την προηγούμενη σεζόν με το Μίσιγκαν και Νο 16 στο ντραφτ του 1990 (από τους Μπακς) ο Αμερικανός πάουερ φόργουορντ Τέρι Μιλς έφτασε στη Θεσσαλονίκη μετά βαΐων και κλάδων. Σε αντίθεση με τον Γουάιτ, ο επίσης επονομαζόμενος «Sugar» και «Three Mills» (λόγω της ικανότητάς του στα σουτ τριών πόντων) υπέγραψε συμβόλαιο, έπαιξε σε ένα φιλικό ματς με τη Μακάμπι στο Τελ Αβίβ και ακολούθησε την αποστολή στην Ισπανία για ένα τουρνουά προετοιμασίας που ωστόσο απέβη μοιραίο!

Στην Ισπανία ο Μιλς τσακώθηκε με τον Κώστα Πολίτη και επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου τον περίμενε συμβόλαιο με τους Ντένβερ Νάγκετς. Όσο για τον ΠΑΟΚ, έφερε στη θέση του τον Ίρβινγκ Τόμας, ο οποίος στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον Κεν Μπάρλοου. Η ειρωνεία της τύχης και σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι ούτε ο Πολίτης, ο οποίος έθεσε βέτο για τον Μιλς στον πρόεδρο Νίκο Βεζυρτζή, έμεινε στον πάγκο: αποχώρησε προτού καν αρχίσει το πρωτάθλημα! Τον διαδέχθηκε ο Ντράγκαν Σάκοτα, ο οποίος οδήγησε τον ΠΑΟΚ στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων στη Γενεύη και του Κυπέλλου Ελλάδος.

Ο ΠΑΟΚ υπήρξε ο πρώτος διδάξας σε τέτοιες δελεαστικές προσκλήσεις κλήσεις Αμερικανών παικτών και ελπίζει ότι ο Μαγκέτι δεν θα βαδίσει στα χνάρια του Γουάιτ· άλλωστε πρόκειται για... δομικώς διαφορετικές περιπτώσεις! Δεν είναι όμως η μόνη ελληνική ομάδα η οποία φάνηκε διατεθειμένη να προσφέρει γην και ύδωρ είτε σε πολύφερνους κολεγιακούς παίκτες ή σε παίκτες του ΝΒΑ, αλλά δεν της έκατσαν!

Τρία χρόνια μετά το ναυάγιο της υπόθεσης του «Mailman II» με τον ΠΑΟΚ, στο ίδιο τριπάκι μπήκε και ο Ολυμπιακός με τον Τομ Γκουγκλιότα. Ο προικισμένος λευκός πάουερ φόργουορντ μόλις είχε αποφοιτήσει από το Νορθ Καρολάινα Στέιτ (στο οποίο, επίσης με προπονητή τον Τζιμ Βαλβάνο θήτευσε την περίοδο 1985-86 και ο Παναγιώτης Φασούλας) και επιλέχθηκε στο Νο 6 του ντραφτ από τους Ουάσινγκτον Μπούλετς. Ο Ολυμπιακός τον έφερε incognito στην Αθήνα, ο Σαλονίκης τον πήγε κρουαζιέρα με το πολυτελές κότερο του Κόκκαλη, αλλά ο Γκουγκλιότα προτίμησε την ασφάλεια του ΝΒΑ, όπου έπαιξε έως το 2005 με μέσο όρο 13 πόντους, 7,3 ριμπάουντ και 2,8 ασίστ. Ο Ολυμπιακός είχε ήδη στο ρόστερ του από την προηγούμενη σεζόν τον (πρώτο σκόρερ του πρωταθλήματος) Ζάρκο Πάσπαλι και αντί του Γκουγκλιότα ο Ιωαννίδης επέλεξε τον Ροντ Χίγκινς, ο οποίος όμως δεν προσαρμόσθηκε και αντικαταστάθηκε νωρίς από τον Γουόλτερ Μπέρι.

Το καλοκαίρι του 1996 ο Παναθηναϊκός έφερε τον (ύψους 2,13μ.) Κέβιν Ντάκγουορθ, ο οποίος μετά τη σπουδαία καριέρα του στο Πόρτλαντ και τη συμμετοχή του σε δύο All Star Games έπαιξε μία σεζόν στο Μιλγουόκι, αλλά βρισκόταν πλέον σε φθίνουσα πορεία. Αν και ανέκαθεν είχε παραπανίσια κιλά, στην Αθήνα εμφανίστηκε ακόμη πιο... ξεχειλωμένος και απογοήτευσε τον Μάλκοβιτς· μάλιστα λέγεται ότι μόλις είδε τα πάχη του (αλλά όχι και τα κάλλη του) ο Παύλος Γιαννακόπουλος, αναφώνησε κατάπληκτος; «Βρε παιδιά, αυτός έχει τέτοια στήθια, που πρέπει να φοράει σουτιέν»!

Ο Παναθηναϊκός κάλυψε τη θέση του σέντερ με τον (πρωταθλητή του ΝΒΑ) Τζον Σάλεϊ, ο οποίος επιστρέφοντας από την Ουάσιγκτον (όπως και ο Λέβινγκστον για την τελετή βράβευσης των Μπουλς από τον Μπιλ Κλίντον) προσγειώθηκε με ελικόπτερο στο ΟΑΚΑ, για να προλάβει τον αγώνα Κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ, στον οποίο ωστόσο δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε δευτερόλεπτο. Ο Σάλεϊ έφυγε μεσούσης της σεζόν και αντικαταστάθηκε από τον Νιγηριανό Τζούλιους Νουόσου. Ο Ντάκγουορθ επέστρεψε στο ΝΒΑ και αγωνίστηκε στους Κλίπερς, ως παίκτης των οποίων αποσύρθηκε το καλοκαίρι του 1997. Επτά χρόνια αργότερα, στις 25 Αυγούστου του 2004, βρέθηκε νεκρός από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου του Λίνκολν Σίτι, όπου συμμετείχε σε ένα καμπ το οποίο διοργάνωναν οι Μάβερικς. Ήταν μόνο 44 ετών.

Βεβαίως ο συχωρεμένος ο Ντάκγουορθ δεν ανήκει στην κατηγορία του Μαγκέτι και του Γκουγκλιότα, αλλά η υπόθεσή του είναι σχετική με αυτό το χρονικό, η επόμενη πράξη του οποίου γράφτηκε τέτοιες μέρες πριν από τέσσερα χρόνια. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 2007 οι αδελφοί Αγγελόπουλοι, διαπιστώνοντας ότι η υπόθεση του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους (που τελικώς προτίμησε τον Παναθηναϊκό) έβαινε προς ναυάγιο, έφεραν με άκρα μυστικότητα στην Αθήνα τον Τσάρλι Μπελ, ο οποίος προερχόταν από καταπληκτική σεζόν με τους Μπακς. Ο (γεννημένος το 1979 και παρών σε τρία συνεχή φάιναλ φορ του ΝCAA) Αμερικανός γκαρντ είχε μέσο όρο 13,5 πόντους, 3 ριμπάουντ και 3,8 ασίστ, αλλά δελεάστηκε από την ηγεμονική προσφορά του Ολυμπιακού και ήλθε στην Αθήνα για μια... αυτοψία, θορυβημένος κιόλας από τις μεγάλες πυρκαγιές που έπλητταν εκείνες τις μέρες την Ελλάδα.

Αν και ο Μπελ ήταν εξοικειωμένος με το μπάσκετ και τη ζωή στην Ευρώπη, λόγω της τετράχρονης θητείας του στην Ιταλία (Μπενετόν Τρεβίζο, Βίρτους Μπολόνια, Μάμπο Λιβόρνο) και στην Ισπανία (Λέτσε Ρίο Μπρεογάν), εντούτοις είπε «όχι» στον Ολυμπιακό. Ο λόγος; Cherchez la femme! Η σύζυγός του, Κένια, πρώην «Miss Μichigan» ήταν από την πρώτη στιγμή απρόθυμη, ο Μπελ επέστρεψε στους Μπακς (μέχρι το 2010, οπότε μετακόμισε στο Γκόλντεν Στέιτ) και ο Ολυμπιακός βολεύτηκε με τον Λιν Γκριρ, για τον οποίο ο Γκέρσον έβαζε στοίχημα ότι «θα αποδειχτεί δύο φορές καλύτερος από τον Σάρας».

Ο Πίνι έφυγε τον Φεβρουάριο και αντικαταστάθηκε από τον Παναγιώτη Γιαννάκη, επί των ημερών οποίου (το καλοκαίρι του 2008) ο Ολυμπιακός έσπασε το ρόδι! Μετά τις αποτυχημένες απόπειρες με τον Γκουγκλιότα και τον Μπελ, αυτή τη φορά οι κρουαζιέρες στο Αιγαίο, τα κόκκινα χαλιά, τα άσπρα άλογα και οι αραβικές νύχτες είχαν αποτέλεσμα και ο Τζος Τσίλντρες έβαλε την υπογραφή του στο ακριβότερο συμβόλαιο στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

Στον επόμενο τόνο, η υπογραφή μπορεί να είναι του Μαγκέτι, απλώς σε σχέση με την τζίφρα του Τσίλντρες, η δική του μοιάζει πολύ φτηνή!

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σκουντής
Βασίλης Σκουντής

H φήμη ότι βγήκε από την κοιλιά της μάνας του κρατώντας ένα στυλό κι ένα χαρτί ελέγχεται ως εντελώς αναληθής. Αντιθέτως είναι περίπου… αληθής η φήμη ότι στην πρώτη έκθεση του στο δημοτικό έβαλε τίτλο, υπότιτλο, φωτογραφία, λεζάντα και έδωσε χαρακτηρισμό γραμματοσειράς!
Τα νομικά βιβλία του Σάκουλα ενέμειναν απλώς στο ράφι, αλλά στις… σακούλες. Ο προορισμός υπήρξε μοιραίος και αναπόδραστος. Μετά από 32 χρόνια και με τα μαλλιά του να έχουν από ετών προτιμήσει την ταπείνωση από το θάνατο, ο Βασίλης Σκουντής ταλαιπωρεί τους γύρω του και τον εαυτό του, επιμένοντας να γράφει, άλλωστε είναι το μόνο που έμαθε να κάνει (πιστεύει καλά, αλλά κι αυτό παίζεται!) στη ζωή του. Αν και ενίοτε παρασπονδεί, εν τούτοις στις φλέβες του τρέχει πάντοτε πορτοκαλί αίμα, θεωρεί τον εαυτό του απόγονο του Homo Βasketikus και (περπατώντας στην πέμπτη δεκαετία της ενασχόλησης του με τη δημοσιογραφία) γουστάρει που ακόμη δεν βαρέθηκε να κάνει το χόμπι του!

ΥΓ: Αν μετά από τόσα χρόνια δεν τον βαρεθήκατε, εκτός από το gazzetta.gr μπορείτε να τον υποφέρετε ακόμη καθημερινά στο Goal News και στον Sentra FM 103.3