ΠΑΣ, ΠΑΣ Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου!
Πιτσιρικάδες τότε, ο Δεμπασκαλάς, ο Φώτης, εγώ και ο Πατούσας, μαθητές –μπορεί και του δημοτικού– αλλά σε διακοπές, καθόμασταν στην πλατεία, κάτω από τον πλάτανο, στα... εξωτερικά σύνορα του καφενέ του Μπάφα που στα επόμενα χρόνια έγινε το στέκι όλων μας και το επαγγελματικό «κεραμίδι» πάνω από την κεφάλα του Δεμπασκαλά. Καλοκαίρι ήταν, απόγεμα κι έβρεχε. Χρόνια αργότερα, σε ένα ταξίδι στα Γιάννενα, όταν ανήμερα της Αγιαπαρασκευής στις 26 Ιουλίου έπιασε μια μπόρα ξαφνική και γίναμε λούτσα στο γλέντι μιας βάφτισης (γεια σου, ρε Βιβή), άκουσα κι ένα σχετικό ηπειρώτικο ρητό από τον μπαρμπα-Θωμά: «Να ξέρεις, στις πέντε η ώρα στα Γιάννενα βρέχει»!
Έβρεχε! Κάτω από τον πλάτανο όχι. Ύστερα από λίγο, ούτε κι από πάνω του. Ρουφάγαμε με το καλαμάκι τις πορτοκαλάδες –κόκκινες, με ανθρακικό εγώ κι ο Φώτης, μπλε παιδικές οι άλλοι δύο– που είχε προμηθευτεί ο Δεμπασκαλάς από τον καφενέ. Από τότε τον συμπαθούσε ο Μπάφας κι όλο και κάτι γλείφαμε κι εμείς κοντά του. Η εμφάνιση του Μαστρομανέλου τέτοια ώρα στον καφενέ ήταν ασυνήθιστη. Αν άρχιζε να πίνει από το απόγεμα, το βράδυ δεν θα σηκωνότανε ούτε με βίντσι.
Δεν ήρθε να πιει...
Ήρθε κατά το μέρος μας. «Σύρετε στα σπίτια σας να πείτε πως θα σας πάω να δείτε τον ΠΑΣ. Έχουν προπόνηση στα Ραβένια όπως έμαθα. Σε δέκα λεπτά φεύγουμε. Είπα».
Αφού είπε αυτός, το είπαμε κι εμείς στα σπίτια μας, όλοι, εκτός από τον Φώτη που δεν το είπε και το βράδυ που γυρίσαμε τον περιέλαβε ο πατέρας του, ο Σαυρογιώργης και του έκανε τον πισινό μπλε με τη ζωστήρα, αφού πρώτα τον απείλησε «θα σ’ αρπάξω και θα τις αρπάξεις» κατά την προσφιλή του συνήθεια.
Στο μεταξύ, είχαμε πάει να δούμε την προπόνηση στο πλαίσιο της προετοιμασίας του ΠΑΣ, σε μια άπλα όσο έπιανε το μάτι. Γύρω από τον Αλέφαντο και τους παίκτες του Άγιαξ είχε συγκεντρωθεί λαός. Μεταξύ τους και αρκετοί επίδοξοι ποδοσφαιριστές από τα γύρω χωριά, αποφασισμένοι να προτείνουν δίτερμα ΠΑΣ Γιάννινα-Μικτή Πέρα Βρέχει.
Και πρότειναν...
Έβαλαν μπροστά τον πιο αποφασισμένο, έναν πιθαμογόνατο Αντρέα, ζήτησαν «να παίξουμε» και το φιλικό «έκλεισε» με συνοπτικές διαδικασίες, σύμφωνα με τον απαρέγκλιτο προγραμματισμό που ακολουθούσε από τότε ο κόουτς. Από τη μία Κοντογιωργάκης, Γκλασμάνης και... Άγιαξ κι από την άλλη κάτι αγριεμένοι πιτσιρικάδες, με πιο αγριεμένο εκείνον τον Αντρέα, που όσο μπόι τού έλειπε, άλλα τόσα κουράγια είχε κι ακόμα περισσότερη μπάλα ήξερε. Στο ημίχρονο το ματς ήταν 2-2 κι ο Αλέφαντος άρχισε να γουστάρει τα πιτσιρίκια. Τόσο που βάλθηκε να τους δίνει οδηγίες, σε ένα μοναδικό φαινόμενο προπονητή που κατάφερνε να κοουτσάρει ταυτόχρονα δύο ομάδες και να χτυπιέται για τα λάθη όλων των παικτών!
Κατά τη διάρκεια του αγώνα όλοι είχαμε σκαλώσει σ’ αυτόν τον Αντρέα, που όπως μας πληροφόρησε ο Μαστρομανέλος μετά το σχετικό… ρεπορτάζ στα πέριξ, λεγόταν «Μπονόβας, αλλά πού να παίξει αυτός που του λείπουνε δυο μέτρα για να γίνει ένα κι εβδομήντα;»!
Έλα ντε...
Μετά τον αγώνα και τον Αντρέα, σκαλώσαμε στο τελικό σκορ. «Πόσο ήρθε τελικά;» ρώτησε ο Φώτης, που είχε τόση σχέση με την μπάλα που αν του ’λεγες «42-16», θα ξαναρώταγε «ποιοι κέρδισαν;». Ο Πατούσας είπε «κερδίσαμε 4-2», αλλά εγώ δεν ήμουν σίγουρος αν κερδίσαμε ή αν χάσαμε, γιατί δεν ήξερα με ποιους ήμασταν. Με τον ΠΑΣ που ήταν ο Άγιαξ της Ηπείρου ή με τους κοντοχωριανούς, που κι αυτοί με τον ΠΑΣ ήταν;
Τη λύση την έδωσε ο Μαστρομανέλος: «Ισοπαλία». Ο Πατούσας αντέδρασε: «Μα αφού βάλαμε τέσσερα κι ο ΠΑΣ δύο». Ο Μαστρομανέλος είχε πάντα την τελευταία κουβέντα με αδιάσειστα επιχειρήματα: «Ισοπαλία. Είπα»!
Ε, αφού είπε, ισοπαλία...
Ισοπαλία δεν είχαμε στο θέμα του Κοντογιωργάκη, ο οποίος αποτέλεσε το κεντρικό πρόσωπο της συζήτησης όταν το αγροτικό του Μαστρομανέλου μας ξεφόρτωσε εκεί που μας είχε φορτώσει: έξω από τον καφενέ του Μπάφα. Ο Φώτης απουσίαζε, γιατί μόλις ο Μαστρομανέλος έσβησε τη μηχανή, εμφανίστηκε ο Σαυρογιώργης, με τη ζωστήρα στο ένα χέρι και με το άλλο χέρι στο πανταλόνι για να μην του πέσει.
«Πώς είναι το μικρό του όνομα;» ρώτησα για τον Κοντογιωργάκη, ίσως και για ν’ αλλάξω θέμα βλέποντας τον Φώτη να αποχωρεί με το κεφάλι γερμένο και το αυτί του ανάμεσα στα χοντροδάχτυλα του πατέρα του, που τώρα βάσταγε με το ένα χέρι το γιο του και με το άλλο και τη ζωστήρα και το πανταλόνι. «Ριγκάνης», απάντησε ο Πατούσας, που μάζευε κάτι χαρτάκια από τσίχλες και γράφανε πάνω «Ριγκάνι Κοντογιωργάκης» κι από δίπλα είχανε τη φωτογραφία του σταρ του ΠΑΣ με τη μουστάκα.
«Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς. «Ξέρεις πολλούς Ριγκάνηδες;» Ο Μαστρομανέλος, για λόγους που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, προσπάθησε να τα κουκουλώσει, λες και ήταν ντροπή να είναι κανείς Αργεντινός (κάτι που βέβαια μάθαμε αρκετό καιρό μετά, όταν έτσι κι αλλιώς είχαμε λατρέψει τον Κοντογιωργάκη και τα μουστάκια του).
«Ριγκάνης, Ριγκάνης. Είναι από τα χωριά της Μουργκάνας». Εγώ μόνο έναν ήξερα από εκεί. Τον καφετζή, τον Μπάφα. Αναρωτήθηκα «ο Μπάφας Λάμπρος από τη Λαμπρή, αλλά ο Κοντογιωργάκης Ριγκάνης από τη ρίγανη;» και ξεδίπλωσα το δημοσιογραφικό μου δαιμόνιο: «Θα ρωτήσω τον Μπάφα αν έχουν Ριγκάνηδες στο χωριό του». Ο Μαστρομανέλος με αποθάρρυνε, με ακόμα ένα από τα ακλόνητα επιχειρήματά του: «Εσύ να αφήσεις ήσυχο τον Μπάφα και να μην τα σκαλίζεις όλα γιατί βρομάνε. Ριγκάνης, από τη Μουργκάνα. Είπα».
Ε, αφού είπε, δεν σκάλισα...
Τότε έδωσε τη λύση ο Δεμπασκαλάς, που έφερε μέσα από τον καφενέ κάτι άλλα χαρτάκια με ποδοσφαιριστές, όχι από τσίχλες, αλλά από ένα άλμπουμ με αυτοκόλλητα. «Δεν πάτε καλά. Άκου Ριγκάνης. Εδώ το λέει σωστά. Εδουάρδος Κοντογιωργάκης»!
Τώρα μάλιστα. Ριγκάνηδες μπορεί και να μην είχε στη Μουργκάνα, αλλά από Εδουάρδους βρόμαγε ο τόπος.
Γι’ αυτό δεν ήθελε ο Μαστρομανέλος να τα σκαλίσω!
Μέχρι να σταματήσω να σκαλίζω παλιές ιστορίες, εγώ ο Μίλτος να ’μαι καλά...
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.