Πούρα και media

Σήμερα θέλω να σας διηγηθώ μερικές ιστορίες δημοσιογραφικού ή μάλλον ενημερωτικού περιεχομένου. Το θέλω εδώ και καιρό, αλλά πάντα κάποιο γεγονός με προλαβαίνει.
Ξέρετε, εμένα δεν με ενδιαφέρουν καθόλου τα κόμματα. ΟΛΑ τα κόμματα. Με ενδιαφέρει η πολιτική, αλλά όχι τα κόμματα, έστω και μερικοί από σας δεν με πιστεύετε.
Από τότε που μπήκα στο καράβι της δημοσιογραφίας, ειδικά στα πρώτα χρόνια μου, προσπαθούσαν να με κάνουν πολιτικό συντάκτη. Όμως από τότε δεν ήθελα, για τον απλούστατο λόγο ότι ήθελα πάντα οι λέξεις στα κείμενά μου να ’ναι ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ… Και άμα γράφεις για πολιτική οι λέξεις είναι ΔΙΚΕΣ ΤΟΥΣ.
Αποκλειόταν λοιπόν.
Έφαγα πολλές μούντζες από φίλους μου… Εγώ όμως κάθε βράδυ πήγαινα στον καθρέφτη και έδινα συγχαρητήρια στον εαυτό μου. Είμαι τρομερός υποστηρικτής της άποψης ότι οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν (δουλειά εννοώ) αυτό που τους ευχαριστεί. Μπορεί να ακούγεται σαν πολυτέλεια –ειδικά στους καιρούς μας– αλλά το πιστεύω ακράδαντα. Πιο ακράδαντα δεν γίνεται.
Αν μπορούσα μάλιστα να μιλήσω στις καρδιές σας, το προτείνω ως μοναδική λύση για να ξεφύγουμε από την κρίση στην οποία είμαστε μπλεγμένοι. Κάντε δουλειά σας αυτό που αγαπάτε. Μην κάνετε πίσω, έτσι κι αλλιώς ψιλοχαμένοι είμαστε…
Οι περισσότεροι από σας είστε μικροί και είτε δεν είχατε γεννηθεί είτε δεν θυμάστε, αλλά όλα ξεκίνησαν από αυτό που τότε λεγόταν «ελεύθερη ραδιοφωνία». Τον Μάιο του 1987… Με άλλα λόγια: ΑΘΗΝΑ 9,84 FM STEREO. Είχα τη μεγάλη τύχη να βρίσκομαι εκεί. Μπροστά σε ένα μικρόφωνο. Μας άκουγε ΟΛΗ η Ελλάδα. Ήμουν τόσο υπερήφανος. Είχαμε αλλάξει το μονοπώλιο της κρατικής ραδιοφωνίας.
Είμασταν μια καινούργια γενιά δημοσιογράφων, οι οποίοι αυθόρμητα κάναμε εντελώς καινούργια πράγματα.
Βρέθηκα ύστερα από κανένα τετράμηνο να κάνω το μεσημεριανό μαγκαζίνο μαζί με την Μπήλιω Τσουκαλά. Εκεί αντιπάθησα για πρώτη φορά τους πολιτικούς. Η αλήθεια είναι ότι δεν μου προκάλεσαν δυσάρεστα συναισθήματα οι ίδιοι οι πολιτικοί, αλλά η αυλή τους· το κομματο-σκυλολόι που κουβαλούσαν μαζί τους καθε μεσημέρι που έρχονταν ως καλεσμένοι.
Δεν υπήρξα ποτέ στη ζωή μου εβερτικός, αλλά ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει τον Μιλτιάδη Έβερτ, ο οποίος άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες της ελευθεροτυπίας. Δεν κοίταξε ποτέ αν αυτός που εργαζόταν εκεί ήταν δεξιός, αριστερός, κεντρώος ή οτιδήποτε άλλο. Το τι σάτιρα κάναμε στον ίδιο δεν περιγράφεται και ούτε μια φορά δεν αντέδρασε. Ούτε μία όμως… Μέχρι που έφυγε από δήμαρχος και πριν προλάβουμε να το καταλάβουμε, ο αντικαταστάτης τους, ο Νίκος Γιατράκος (που μετά δεν ξανακουσε κανείς γι’ αυτόν) δήλωσε:
-Μπατάρουμε αριστερά!
Το «όνειρο» είχε κρατήσει σχεδόν έναν χρόνο. Με τη δήλωση Γιατράκου άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Είχαν στο μεταξύ εκπέμψει κι άλλοι ιδωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι οποίοι βέβαια πλήρωναν αδρά. Στον 9,84 παίρναμε μισθό-χαρτζιλίκι. Πολλοί δημοσιογράφοι είχαν ήδη φύγει με μεταγραφή και οι υπόλοιποι άδραξαν την ευκαιρία και τους ακολούθησαν.
Τον Νοέμβριο του 1989 άνοιξαν και τα πρώτα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια, τα οποία βασικά στελεχώθηκαν από τους ανθρώπους του 9,84, που είχαν ήδη μεταγγραφεί.
Παρέμεινα στον ραδιοφωνικό σταθμό μέχρι το 1990, κάνοντας απογευματινή καθημερινή μουσική εκπομπή. Μετά έφυγα κι εγώ για τον ΑΝΤ1, όπου δούλεψα στην παραγωγή και ομολογουμένως έμαθα αρκετά πράγματα. Ήταν πολύ σκληρή δουλειά, αλλά και χρησιμότατη.
Μέχρι τον 9,84 η ελληνική δημοσιογραφία φυσικά και υπερέβαλλε, αλλά η υπερβολή σταματούσε στα ρεπορτάζ. Μετά τον 9,84 και βασικά στην τηλεόραση, η υπερβολή μεταφέρθηκε και στα πρόσωπα, στην εικόνα τους δηλαδή. Εκεί χάθηκε η μπάλα.
Καθυστέρησα να πάω στα κανάλια μόνο μερικούς μήνες.
Όταν έφτασα εκεί δεν πίστευα στα μάτια μου.
Δύο πράγματα μου πρωτόκαναν εντύπωση:
Τα πούρα και τα μανικετόκουμπα.
Το επόμενο που με άφησε άναυδο ήταν ο λόχος των «βοηθών» και η... ξερολίαση για ένα αντικείμενο (τηλεόραση) που δεν είχαν(-με) ιδέα πώς λειτουργούσε.
Ακολούθησαν τα πανάκριβα αυτοκίνητα, τα οποία άλλαζαν σαν τα πουκάμισα που τους έδιναν αφειδώς τα καταστήματα ρούχων. Ήρθαν οι θεογκόμενες, που δεν τις είχαν δει ούτε στο όνειρό τους και σταδιακά η τρομακτική άνεση που απέκτησαν με τους πολιτικούς.
Η εξουσία τούς κατάπινε σαν καραμέλες. Ήρθε και η AGB (οι μετρήσεις δηλαδή) και τους αποτελείωσε. Ο φόβος ότι ένα νούμερο μπορούσε να τους αφαιρέσει όλα όσα τόσο εύκολα κέρδισαν, τους έκανε αδίστακτους.
Ήμουν εκεί και τους έβλεπα κάθε μέρα.
Ταξίδεψα σε ΟΛΑ τα ιδιωτικά κανάλια.
Δεν πίστευα στα μάτια μου.
Απλά παιδιά –τους περισσότερους τους γνώριζα και πριν από τον 9,84– που ξεκινήσαμε μαζί από (συχγωρέστε μου τη λέξη) κάβλα για τη δημοσιογραφία και με όνειρα να αλλάξουμε αυτά που δεν μας άρεσαν, τους έβλεπα να μεταλλάσσονται σε λύκους…
Τους άκουγα επί χρόνια να δηλώνουν:
-Εμένα ποτέ κανείς δεν μου υπαγόρεψε τι να λέω…
Μου ’ρχόταν να κάνω εμετό στα μούτρα τους. Ακόμα μου ’ρχεται, αλλά πλέον ελέγχω τις αναταράξεις στο στομάχι μου.
Σας διαβεβαιώνω ότι δεν έχω τίποτα κατά των πούρων, των ακριβών αυτοκινήτων, των ψεύτικων (μα δεν το καταλάβαιναν;) ερώτων, των εξοχικών ή των παχυλών μισθών. Ένας αστός του κερατά είμαι… Όμως όλα αυτά θέλουν τον χρόνο τους. Πρέπει να έρχονται βαθμιαία, ως επιβράβευση των προσπαθειών. Στην προκειμένη περίπτωση ήρθαν αστραπιαία, από τη μια μέρα στην άλλη…
Τα αποτελέσματα τα τρώτε στην μάπα εδώ και δυο δεκαετίες καθημερινά μέσα στο ίδιο σας το σαλόνι, ή την κρεββατοκάμαρα… όπου τέλος πάντων έχετε την συσκευή της τηλεόρασης.
Τους είδα να είναι αυταρχικοί αφέντες στους υφισταμένους τους και ταυτόχρονα γλοιώδη υποκείμενα μπροστά στους καναλάρχες. Χωρίς καμία ντροπή. Λες και ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
Έχω να σας πω ιστορίες που θα νομίζετε ότι τις γέννησε το μυαλό μου, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να σας πω ονόματα. Όσοι με διαβάζετε (ελπίζω να) ξέρετε ότι δεν κωλώνω. Όμως εδώ πρόκειται για το παρελθόν και θα πρέπει να το αποδείξω. Δεν έχω ούτε τη διάθεση ούτε τον χρόνο (που είναι η μεγάλη μου περιουσία) , αλλά πολύ περισσότερο δεν μου επιτρέπεται (κατά πρώτο λόγο ηθικά) να εμπλέξω το gazzetta σε μια τέτοια ιστορία. Αν και δεν φαντάζεστε πόσο με τρώνε τα ακροδάκτυλά μου πάνω στο keyboard.
Το χειρότερο όλων είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια δημιούργησαν έναν στρατό επιγόνων. Παιδιά που μπήκαν στην τηλεόραση στα είκοσί τους, σήμερα στα σαράντα τους είναι απολύτως βέβαια ότι υπηρετούν σωστά την ενημέρωση, την τέχνη, την ψυχαγωγία.
Το να κάνεις κάτι και να γνωρίζεις ότι έχεις λάθος είναι κακό, αλλά δεν είναι το τέλος του κόσμου, επειδή πάντα υπάρχει η πιθανότητα να διορθώσεις. Αν όμως είσαι απόλυτα σίγουρος ότι κάνεις το σωστό, τότε είναι εξαιρετικά επικίνδυνο.
Δεν φαντάζομαι να φαντάζεστε ότι στους μεγαλοδημοσιογράφους και πολιτικούς, τους περνά από το μυαλό ότι αυτοί εκεί έξω (όλοι εσείς δηλαδή) έχουν δίκιο που δυσανασχετούν. Είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ βέβαιοι ότι έχετε εντελώς άδικο και υπερβάλλετε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό που έγινε στην παρέλαση στη Θεσσαλονίκη.
Δεν μπορώ λοιπόν να σας πω ονόματα, μπορώ όμως να σας πω μερικές χαρακτηριστικές ιστορίες.
Οι γονείς μου ήταν ταξιδιάρηδες. Ο πατέρας μου μάζευε όλο τον χρόνο χρήματα για να πάει ένα δεκαήμερο ταξίδι με τη μάνα μου (με το αυτοκίνητο) στο εξωτερικό. Όσο ήμουν μικρός με παίρνανε μαζί. Είχα λοιπόν την απίστευτη τύχη και πολυτέλεια να έχω ταξιδέψει αρκετά. Λατρεύω τα ταξίδια.
Πριν από μερικά χρόνια λοιπόν έβαλα ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ έναν σημερινό τηλε-superstar στο αεροπλάνο και πήγαμε στη Ρώμη. Τρόμαξε τόσο πολύ που όταν έβγαινε βόλτα μόνος του, έκανε συνεχώς τον γύρο του τετραγώνου που ήταν το ξενοδοχείο.
Του τηλεφώνησα στο κινητό έπειτα από ένα τρίμηνο.
-Τι έγινε ρε, πού είσαι;
-Ε, πού να ’μαι τέτοια εποχή;
-Ε, πού είσαι;
-Ε, πού να ’μαι, ρε μαλάκα τέτοια εποχή;; Φυ-σι-κά στη Ρώμη... Για ψώνια.
-…
-Έχεις πάει ποτέ στη Ρώμη;
-Θα σε ξαναπάρω σε πέντε λεπτά, του είπα, γιατί μου είναι δύσκολο να μιλάω στο τηλέφωνο και ταυτόχρονα να κτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο.
Κάποτε είχα ένα Fiat Puntο 1.100 κ.ε. Παρκάριζα έξω από ένα κανάλι γιατί είχα ραντεβού για δουλειά. Ένας που στον 9,84 μου έδειχνε τρέμοντας κάθε βράδυ αυτά που είχε γράψει για να του πω αν είχε κάνει καμιά πατάτα, από φόβο μην τον στείλουν από κει που ’ρθε και στο μεταξύ είχε γίνει ένας από τους τέσσερις-πέντε βασιλιάδες της πρωινής τηλεοπτικής ζώνης, με πλησίασε και μου είπε:
-Ωραίο αυτοκινητάκι...
Χάρηκα γιατί το ’χα πάρει πρόσφατα.
-Ναι, μια χαρά είναι.
-Τωρα που το βλέπω, σκέφτομαι να πάρω κι εγώ ένα ίδιο για όταν πηγαίνω στο… χωριό.
Μέσα μου κάτι ούρλιαξε: «άντε γαμήσου!»… Το συγκράτησα γιατί χρειαζόμουν τη δουλειά.
-Βγαίνει και σε περισσότερα κυβικά, γιατί εκνευρίζομαι να οδηγώ αυτοκίνητα χωρίς ιπποδύναμη.
-ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ!
Έβαλα μπρος και έφυγα.
Τον κοίταζα από τον καθρέφτη που ’χε μείνει αποσβολωμένος και ζουμιά ηδονής γέμιζαν το είναι μου.
Ένας άλλος με τον οποίο είχαμε φάει μαζί στη κυριολεξία ψωμί κι αλάτι (πηγαίναμε επί χρόνια στα κουτουκάκια για φασολάδα και ρετσινούλα) έγινε διευθυντής ειδήσεων σε μεγάλο κανάλι. Ένα βράδι βγήκαμε να φάμε αυτός η γυναίκα του (υπέροχη κοπέλα) και εγώ. Πήγαμε σε ένα ακριβό εστιατόριο στο Κολωνάκι…
Ζητησε τη λίστα των κρασιών.
Αφού τη μελέτησε προσεκτικά φωναξε τον σερβιτόρο και του ζήτησε κάποιο γαλλικό. Τον έπρηξε αν ήταν της τάδε χρονιάς ή της άλλης και αφού του έβγαλε επιδεικτικά ένα λογύδριο ότι τελικά θα προτιμήσει κάποιο άλλο, αφού η χρονιά (που διέθετε το μαγαζί) δεν ήταν η καλύτερη.
Προσωπικά δεν ξέρω από κρασιά, οπότε μάλλον το διασκέδαζα, μέχρι που κάποια στιγμή έκανε μια κίνηση στη γυναίκα του. Δεν κατάλαβα. Καταλάβε όμως εκείνη… Κι έβγαλε από την τσάντα της κάτι που έμοιαζε με στραταρχική ράβδο.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι θα μας παίξει κάτι σε φλογέρα.
Λάθος σκέψη.
Την ξεβίδωσε και από μέσα έβγαλε μια πουράκλα που μπροστά της τα πούρα του Μάκη Ψωμιάδη έμοιαν με σιγαρίλος.
Η στραταρχική ράβδος ήταν υγραντική θήκη για… πούρα.
Αυτή τη φορά κάτι ούρλιαζε από τα γέλια μέσα μου.
Θυμόμουν που στρίβαμε τσγαράκια στο κουτούκι μόλις δυο-τρία χρόνια. Δεν είπα τίποτα για να μην τον προσβάλω μπροστά στη γυναίκα του. Όταν όμως ήρθε το φαγητό, άρχισε –ω, του θαύματος–να κάνει αυστηρά μαθήματα σαβουάρ βιβρ στην κοπέλα, η οποία βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς ακουγαν το «ιδιαίτερο μάθημα» όλοι στα τριγύρω τραπέζα.
Τότε κάτι θύμωσε μέσα μου· κάτι σκοτείνιασε μέσα μου καθώς θυμόμουν τη λαδόκολλα πάνω στην οποία τρώγαμε τη φασολάδα ή τα κεφτεδάκια μας και ονειρευόμασταν το μέλλον μας.
Του έστησα παγίδα.
-Μου περνάς (!!!) το ψωμί παρακαλώ;
Και επειδή πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετα το χούι, άπλωσε τη χερούκλα του, άρπαξε μια φέτα και μου την έδωσε.
Το τι του είπα για το σαβουάρ βιβρ δυσκολεύομαι να σας το μεταφέρω… Χαχαχαχα, δεν μου το επιτρέπει η αγωγή μου βλέπετε.
Όρεξη να ’χετε να σας λέω ιστορίες... Έχω όμως μια τελευταία που με έκανε να υποσχεθώ στον εαυτό μου ότι τέλος με δαύτους.
Όταν η γυναίκα μου ηταν έγκυος στην κόρη μας, ένας συνάδελφός μου (τηλε-στάρ) ήθελε να φτιάξει ένα portal. Eίχα μερικά χρόνια να τον δω. Tον είχα βοηθήσει όταν ήμουν διευθυντής σε ένα περιοδικό και εκείνος ήταν άνεργος και με μεγάλη ανάγκη να ζήσει την οικογένειά του. Μάλιστα μου ’χε στείλει ένα σημείωμα, «ότι δεν θα το ξεχάσει ποτέ στη ζωή του».
Με φώναξε λοιπόν ως άνθρωπο του internet, καθώς εκείνος δεν είχε ιδέα για το αντικείμενο. Πήγα. Κάθισα απέναντί του στη γραφειάρα και ομολογώ ότι ήταν πολύ ευγενικός. Θυμήθηκε το τότε και πως δεν το’ χε ξεχάσει ποτέ…
Με προσέλαβε με σχετικά καλό μισθό. Στη κουβέντα τού είπα ότι η γυναίκα μου ήταν έγκυος και περιμέναμε το πρώτο μας παιδί. Ο ίδιος είναι πατέρας και άρχισε με πάθος να μου μιλά για το πόσο σημαντικό πράγμα είναι τα παιδιά κ.λπ.
-Να φέρεις αύριο τη γυναίκα σου αφενός να τη γνωρίσω και αφετέρου να της πω και εκείνης για το μωράκι.
Έτσι κι έγινε.
Μας κράτησε τουλάχιστον μισή ώρα στο γραφείο του και μας μίλαγε αποκλειστικά για τα παιδιά. Μας έδειξε φωτογραφίες των δικών του, μας επεσήμανε τις δυσκολίες (βασικά τις οικονομικές), τις χαρές, μας γέμισε συμβουλές.
Συγκινήθηκα… Και όσο κι αν φαίνεται περίεργο μας ξανάδε μερικές φορές για το ίδιο ακριβώς θέμα.
Η γυναίκα μου, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τη δημοσιογραφία, δεν τον συμπαθούσε βλέποντάς τον στην τηλεόραση. Άλλαξε όμως γνώμη.
Με την κοιλιά τούρλα έλεγε σε όλους –που συνέχιζαν να μην τον συμπαθούν– ότι έκαναν λάθος κι ότι τον αδικούν.
Πρόλαβα να γράψω ένα μόνο άρθρο. Η λογίστριά του μου τηλεφώνησε να μου πει ότι της είχε δώσει εντολή να περικόψει τα χρήματα που είχαμε κανονίσει στο 1/3.
Ήταν η μοναδική μου δουλειά.
Φυσικά αρνήθηκα και της είπα να του μεταφέρει ότι είναι μεγάλος τρόμπας. Του τηλεφώνησα να του το πω και του ίδιου, αλλά δεν σήκωσε ποτέ το τηλέφωνο.
Η κόρη μου γεννήθηκε σε δημόσιο νοσοκομείο, στο Αρεταίειο.
Όλα πήγαν κατ’ ευχήν και δεν έχουμε κανένα απολύτως παράπονο. Αντιθέτως. Τα συστήνω τα δημόσια μαιευτήρια.
Δεν με πείραξε αυτό… Με πείραξε ότι μας παραμύθιαζε. Με πείραξε που με τόση ευκολία (πουστιά είναι η σωστή λέξη) μας άδειασε.
Εκείνη την ημέρα που μου τηλεφώνησε η λογίστρια τέλειωσε και το επί σχεδόν 30 χρόνια παράλληλο ταξίδι μου μαζί τους στη δημοσιογραφία.
Καλή εβδομάδα.
Μάνος Αντώναρος
ΥΓ1. Το άρθρο αυτό αποφάσισα να το γράψω όταν διάβασα τα δεκάδες comment σας στο προηγούμενο άρθρο μου για τα όσα συνέβησαν στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη. Ίσως να βοήθησα να καταλάβετε καλύτερα (ερμηνεύσετε) μερικά.
ΥΓ2. Το έγραψα και ως απάντηση στον «Δημητράκη από Βάθη» που μου σχολίασε:
«Μπράβο σου, άξιος δημοσιογράφος και δυστυχώς γι' αυτό δεν θα δουλέψεις ποτέ στην τηλεόραση».
ΥΓ3. Και επειδή όταν δημοσιεύεται ένα καινούργιο άρθρο «σκεπάζει» το προηγούμενο, έδωσα και μια απάντηση (πάλι στο προηγούμενο άρθρο) που όφειλα στον αναγνώστη μου «Κουνηά Αλέξανδρος» . Αν δεν το’ κανα, το σημερινό άρθρο μου θα είχε χάσει την αξία του. Ήταν εύκολο να το «κρύψω», αλλά δεν έχω κοιμηθεί και τώρα που θα πάω για ύπνο, θέλω να ’ναι δροσερό το μαξιλάρι μου.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.