Μία μοιραία μπαλιά...

Μάκης Δρόσος
Μία μοιραία μπαλιά...

bet365

Σε όλα τα αθλήματα υπάρχουν πάντοτε ιστορίες. Ιστορίες ευχάριστες ή δυσάρεστες, ιστορίες με επιτυχίες αλλά και αποτυχίες! Το gazzetta.gr θυμίζει την τραγική κατάληξη ενός Αμερικανού παίκτη του μπέιζμπολ.

Ορισμένες από αυτές είναι τόσο παλιές που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά φιλάθλων, άλλες μάλιστα θεωρούνται τόσο σημαντικές και γιορτάζονται ενώ υπάρχουν και εκείνες οι οποίες είναι θλιβερές και με τραγικές συνέπειες.

Ένα λάθος ενός παίκτη όμως μπορεί να αποβεί μοιραίο τόσο για την καριέρα του, αλλά ακόμα και για την ίδια του την ζωή. Αυτό θα διηγηθούμε στην ιστορία μας, ένα θλιβερό περιστατικό, που οδήγησε στην αυτοκτονία, θα μιλήσουμε για τον παίκτη του μπέιζμπολ (πίτσερ) τον Ντόνι Μουρ, ο οποίος ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την προσωπική του αποτυχία, την χειρότερη στιγμή της καριέρας του.

Ο Μουρ ήταν παίκτης των Καλιφόρνια Έιντζελς το 1986. Ήταν 32 ετών και αγωνιζόταν σαν ριλίφ πίτσερ. Οι Έιντζελς ήταν ο 5ος σταθμός στην επαγγελματική του καριέρα. Ο Ντόνι ήταν μία συμπαθητική φυσιογνωμία, ένας μαύρος αθλητής, ψηλός, επιβλητικός άνδρας με μουστάκι, γιος μιας καμαριέρας και ενός οδηγού φορτηγών. Ένας καλός παίκτης ο οποίος το 1985 έκανε την καλύτερη του χρονιά στην επαγγελματική κατηγορία, όπου είχε 1.92 ERA στα παιχνίδια του, και έδωσε το παρόν στο All-Star game. Την χρονιά του αυτή την εξαργύρωσε με ένα τριετές συμβόλαιο, με αποδοχές τριών εκατομμυρίων δολαρίων. Όπως ήταν λογικό, ένοιωσε δικαίωση, ανακούφιση και έβλεπε την καριέρα του να απογειώνεται. Στο μπέιζμπολ άλλωστε στα 32 σου χρόνια δεν θεώρησε στην δύση της καριέρας σου, αλλά στο καλύτερο σου σημείο, στην περίοδο που έχεις βρει ωριμότητα και μπορείς να έχεις ακόμα μερικά γεμάτα και ποιοτικά χρόνια παιχνιδιού, που ίσως να είναι και τα καλύτερα σου. Ο Μουρ ξόδεψε τότε το ένα τρίτο περίπου των χρημάτων που πήρε από το νέο του συμβόλαιο, για να αγοράσει ένα υπέροχο σπίτι στο Περάλτα Χιλς για να στεγάσει την γυναίκα του και τα τρία του παιδιά. Ήταν ίσως η πιο ευτυχισμένη χρονιά της ζωής του και έδειχνε να έχει την «ιδανική» οικογένεια και ζωή.

Η χρονιά 1986-87, δεν ξεκίνησε πάντως με τις καλύτερες των προϋποθέσεων. Λόγω τραυματισμού έχασε περίπου όλο το πρώτο μήνα της σεζόν. Αρχικά η ιατρική γνωμάτευση έδειχνε ότι δεν είναι κάτι το ανησυχητικό και απλά είχε ένα μυϊκό πρόβλημα. Όμως στην συνέχεια με νέες εξετάσεις διαγνώστηκε ότι ο σύνδεσμός στον αγκώνα του είχε μετακινηθεί και τα κόκαλα του στις ενώσεις του τρίβονταν. Παρόλα αυτά επέστρεψε στο γήπεδο και ξεκίνησε να παίζει, αφού πρώτα είχε ακολουθήσει την φαρμακευτική αγωγή που του είχαν συστήσει οι γιατροί. Στα πρώτα του παιχνίδια, όπως ήταν λογικό, η απόδοση του δεν ήταν η αναμενόμενη και είχε πρόβλημα και δεν ήταν αποδοτικός και αποτελεσματικός στο πιτσάρισμα μου (το πέταγμα στο μπαλάκι προς τον αντίπαλο δηλαδή για όσους δεν είναι μυημένοι στο άθλημα). Όσο περνούσε ο καιρός η απόδοση του δεν βελτιωνόταν και πολύ γρήγορα είχε έντονους πόνους τόσο στον ώμο του όσο και στον αγκώνα του. Μαζί με το ιατρικό επιτελείο της ομάδας, πήρε την απόφαση να συνεχίσει να παίζει και να μην μείνει και πάλι στα πιτς, ακολουθώντας νέα φαρμακευτική αγωγή όμως, που περιλάμβανε ενέσεις κορτιζόνης και άλλα φάρμακα για τις ημικρανίες που είχε.

Παρόλα αυτά μεγάλη βελτίωση δεν είδε, αλλά ο Μουρ δεν εξέφραζε κανένα παράπονο και συνέχιζε να παίζει. Το πρόβλημα του ήταν γνωστό και η απόδοση του συνέχιζε να μην έχει καμία σχέση σε σύγκριση με την περασμένη χρονιά, που του είχε εξασφαλίσει άλλωστε και το μεγάλο συμβόλαιο. Οι οπαδοί της ομάδας ήταν ενθουσιασμένοι μαζί του, αφού παρά τα προβλήματα δεν εγκατέλειπε και συνέχιζε να παίζει, όπως πρόσταζε η δικής τους επιθυμία και φιλοσοφία. Ένας παίκτης ο οποίος παρά τον πόνο συνεχίζει να αγωνίζεται για την ομάδα του, αν κάνει στο διάστημα αυτό μία εξαιρετική εμφάνιση θα είναι για το μέλλον μία ιστορία που θα μνημονεύουν και θα διηγούνται με περηφάνια και θα δίνει μεγαλύτερη αξία στο επίτευγμα. Ο Μουρ συνέχιζε να παίζει και υπό την πίεση της ομάδας, που δεν μπορούσε να βρει αντικαταστάτη του, αγωνίστηκε σε 21 παιχνίδια σαν βασικός στην κανονική. Η ομάδα της Καλιφόρνια άρχισε να ρολάρει, να κάνει καλά παιχνίδια και νίκες, ήταν ένα μείγμα βετεράνων και νεαρών ταλαντούχων παικτών, που κατέκτησε τον τίτλο της Δυτικής Περιφέρειας της Αμέρικαν Λιγκ.

Οι Έιντζελς έφτασαν μέχρι τους τελικούς για τον τίτλο της Αμέρικαν Λιγκ και βρήκαν μπροστά τους, τους Ρεντ Σοξ. Ήταν το αουτσάιντερ όπως ήταν λογικό κόντρα σε εκείνη της ομάδας της Βοστόνης, που εκείνη την χρονιά είχε στο ρόστερ της παίκτες που ήταν να μπουν στο μέλλον στο Hall-of-Fame, παίκτες all-stars και τον καλύτερο πρωτοεμφανιζόμενο παίκτη της χρονιάς. Οι Ρεντ Σοξ ήταν το φαβορί για τον τίτλο και μία από τις ομάδες με τα καλύτερα ρόστερ όλων των εποχών. Όλα αυτά όμως στην θεωρία. Ήταν ώρα να ξεκινήσουν τα παιχνίδια της σειράς και να κάνουν την θεωρία πράξη μέσα στο γήπεδο που είναι και ο πιο σκληρός κριτής. Στο πρώτο παιχνίδι της σειράς τα πράγματα εξελίχθηκαν φυσιολογικά με την Βοστόνη να παίρνει την νίκη. Στο δεύτερο παιχνίδι όμως στο Φενγουεϊ Παρκ οι Έιντζελς με εκπληκτική εμφάνιση πήραν την νίκη με 8-1. Η ομάδα της Καλιφόρνια έδειξε ότι δεν είναι πυροτέχνημα και με νέα νίκη στο 4ο παιχνίδι πήρε προβάδισμα με 3-1 στην σειρά.

Πλέον όλα ήταν με το μέρος της. Ο καλύτερος πίτσερ των Σοξ δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει πριν από το 7ο παιχνίδι της σειράς, σύμφωνα με τους κανονισμούς που ισχύουν στο μπέιζμπολ, ενώ αντίθετα η ίδια στο 5ο παιχνίδι θα ξεκινούσε με το βαρύ της πυροβολικό στο πίτσινγκ, τον Ουίτ και μάλιστα εντός έδρας. Η Καλιφόρνια ήταν μπροστά στην μεγαλύτερη πρόκληση της 26χρονης ιστορίας της, να κατακτήσει τον τίτλο στην Αμέρικαν Λιγκ για πρώτη φορά όπως και ο προπονητής της, Τζιν Μάουτς, που είχε το παρατσούκλι «Μικρός Στρατηγός», ο οποίος όμως είχε γράψει ήδη ιστορία έχοντας στο ενεργητικό του τις περισσότερες νίκες που είχε ποτέ προπονητής, χωρίς να φτάσει καν σε World Series.

Το απόγευμα εκείνο το παιχνίδι ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς για την Καλιφόρνια και όλα έδειχναν να είναι με το μέρος της προκειμένου να φτάσει στην πολύτιμη και πολυπόθητη νίκη. Η Βοστόνη είχε άγχος, σε μία φάση ο centerfielder Χέντερσον, πήγε να σώσει μία χαμένη μπαλιά, έπιασε προσωρινά την μπάλα, αλλά το χέρι του χτύπησε στον τοίχο του γηπέδου, δεν μπόρεσε να την κρατήσει μέσα στο γάντι του και η Καλιφόρνια σκόραρε ένα διπλό run homer. Ο Ουίτ έκανε εξαιρετική δουλειά στο πίτσινγκ για τους Έιντζελς και η ομάδα του προηγείτο με 5-2. Πέταξε εκτός και τον Ράις από την Βοστόνη και πλέον είχε άλλους δύο παίκτες να πετάξει άουτ. Οι 64,223 φίλαθλοι της Καλιφόρνια που ήταν στις εξέδρες του γηπέδου ένοιωθαν και έβλεπαν ότι το παιχνίδι αυτό δεν μπορούσε να χαθεί. Και οι ίδιοι οι παίκτες των Έιντζελς έβλεπαν ότι αυτό το ματς δεν χανόταν. Μάλιστα ο Ρέντζι Τζάκσον, έβαλε τα γυαλιά του ηλίου στην τσέπη του και πήγε στον προπονητή του Τζιν Μάουτς να τον συγχαρεί για την διαφαινόμενη νίκη τους. Ο Μάουτς του είπε: «Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα…»

Δεν πρόλαβε καλά καλά να τελειώσει την φράση του και στην επόμενη φάση ο Μπέιλορ χτύπησε την curveball μπαλιά του Ουίτ, με αποτέλεσμα η μπάλα να πάει προς τον φράχτη και η Βοστόνη να σκοράρει και να μειώσει σε 5-4. Το γήπεδο πάγωσε και σίγησε, αλλά ο Ουίτς έδειχνε ήρεμος. Συνέχισε να πιτσάρει αποτελεσματικά και πλέον χρειαζόταν να στείλει ένα ακόμα αντίπαλο εκτός. Το κοινό αναθάρρησε τόσο πολύ που συσσωρεύτηκε προς τις άκρες τις κερκίδας και ήταν έτοιμο να μπει μέσα στο γήπεδο. Οι σεκιούριτι του γηπέδου και η αστυνομία αναγκάστηκε να μπει στον αγωνιστικό χώρο για να αποτρέψει την είσοδο του κόσμου σε αυτόν. Προσωρινά οι παίκτες των Ρεντ Σοξ αποσύρθηκαν από το γήπεδο, από την αστυνομία, σε μία γωνιά μέχρι να ηρεμήσουν λίγο τα πνεύματα. Μάλιστα χαρακτηριστικό είναι αυτό που τους είπε ένα από τους αστυνομικούς: «Ελάτε παιδιά, καθίστε ήρεμα σε λίγο θα στηθεί ένα πάρτι εδώ».

Σε εκείνο το σημείο ο προπονητής της Καλιφόρνια πήρε την απόφαση να αποσύρει τον Ουίτς, θεωρώντας ότι έχει κουραστεί και ότι δεν μπορούσε να προσφέρει άλλο σε ένα τόσο κρίσιμο σημείο. Στην θέση του πέρασε τον Λούκας για να πιτσάρει κόντρα στον Τζέντμαν της Βοστόνης, ο οποίος νωρίτερα λίγο είχε λείψει να σκοράρει ένα home run κόντρα στον Ουίτς. Απέναντι στον Λούκας το προηγούμενο βράδυ δεν είχε καταφέρει να χτυπήσει το μπαλάκι και είχε βγει γρήγορα εκτός παιχνιδιού ο Τζέντμαν. Όλοι σκέφτηκαν ότι ήταν πολύ έξυπνη η κίνηση του Μάουτς, ο οποίος μέσα σε όλη την ανακατωσούρα ήταν διορατικός. Όμως ο Λούκας χτύπησε τον παίκτη της Βοστόνης στο μπράτσο με την μπάλα, κάτι που έγινε για πρώτη φορά μετά από 4 ολόκληρα χρόνια, μετά από 400 innings! Η μοίρα έπαιξε σίγουρα ένα περίεργο παιχνίδι στους Έιντζελς την δεδομένη χρονική στιγμή. Ο Λούκας έπρεπε να βγει από το παιχνίδι. Ο Μάουτς έριξε στην μάχη τον Ντόνι Μουρ.

Και αυτή η κίνηση έδειχνε πολύ έξυπνη και επιτυχημένη. Ο Μουρ δεν ήταν μόνο ο καλύτερος closer, αλλά ήταν και δεξιόχειρας, θα έβρισκε μπροστά του τον Χέντερσον ο οποίος επίσης ήταν δεξιόχειρας και είχε έρθει μόνο τον προηγούμενο Σεπτέμβρη στην ομάδα της Βοστόνης και έκτοτε δεν είχε πάει καθόλου καλά απέναντι σε δεξιόχειρες πίτσερ έχοντας μόνο .189 στο batting. Επιπλέον ήταν ο παίκτης που του είχε φύγει η μπάλα μέσα από το γάντι όπως αναφέραμε νωρίτερα, αντιμετώπιζε πρόβλημα τραυματισμού στο πόδι του και είχε βγει εύκολα με strike out στην προηγούμενη εμφάνιση του για χτύπημα την ίδια μέρα.

Ο Μουρ συνέχιζε να έχει δυσκολίες στο παιχνίδι και προβλήματα τραυματισμών. Είχε παίξει στο 3ο παιχνίδι της σειράς όπου κλήθηκε να υπερασπιστεί το προβάδισμα της ομάδας του με 4-1, δεν έκανε καθόλου καλή εμφάνιση όμως και έδωσε τουλάχιστον ένα hit και στους 11 hitters της Βοστόνης που αντιμετώπισε, αλλά η άμυνα της ομάδας του τον έσωσε και οι Έιντζελς κατάφεραν να αποδράσουν με την νίκη με 5-3. Έσφιξε τα δόντια πάντως και ανέβηκε στο λόφο. Ξεκίνησε καλά και είχε δύο strikes απέναντι στον Χέντερσον. Στην τελευταία του μπαλιά αποφάσισε να ρίξει μία straight fastball για να βάλει τέλος στο παιχνίδι. Ο τραυματισμένος του ώμος τον πρόδωσε ωστόσο, η μπαλιά δεν είχε την ταχύτητα του ήθελε, ο Χέντερσον βρήκε την μπάλα και την έστειλε μακριά, η Βοστόνη σκόραρε, έκανε την ανατροπή και πήρε κεφάλι στο σκορ με 6-5. Το γήπεδο δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, οι αστυνομικές δυνάμεις έκαναν και πάλι την εμφάνιση τους στον αγωνιστικό χώρο φοβούμενες εισβολή των θεατών, ο Τζάκσον έβγαλε από την τσέπη του τα γυαλιά του ηλίου του και τα φόρεσε και πάλι.

Το παιχνίδι όμως δεν είχε τελειώσει ακόμα και πολλά από αυτά που έγιναν στην συνέχεια πολύ σύντομα ξεχάστηκαν είναι η αλήθεια. Η Καλιφόρνια αντέδρασε και ισοφάρισε στα μισά του 9ου inning και μάλιστα είχε γεμίσει τις βάσεις με παίκτες της και ήταν έτοιμη και πολύ κοντά στο να σκοράρει και πάλι. Δύο από τους καλύτερους της hitters και οι παίκτες που είχαν σκοράρει τα περισσότερα runs για αυτή, ο Μπόμπι Γκριτς και ο Νταγκ Ντε Σίντσες, θα ήταν αυτοί που θα έκαναν το batting. Ένα δυνατό χτύπημα ή ακόμα και ένα έξυπνο κοντινό θα έδινε την ευκαιρία στην ομάδα τους να σκοράρει και να πάρει την νίκη. Αλλά τίποτα από τα δύο δεν έγινε τελικά. Ο Μουρ πήγε και πάλι στο λόφο για να πιτσάρει. Σαν εξάτμιση όμως από παλιό αμάξι που βγάζει καπνούς και δείχνει ότι δεν έχει κουράγια και δυνάμεις η μηχανή, έδωσε στην Βοστόνη δύο ακόμα hits προς το τέλος του 10ου inning. Ωστόσο η άμυνα της ομάδας του τον έσωσε και πάλι. Του έδωσε μία ακόμα ευκαιρία. Το παιχνίδι πήγε στο 11ο inning, η Βοστόνη είχε και πάλι το προβάδισμα και ο Μουρ είχε και πάλι απέναντι του τον Χέντερσον. Για μία ακόμα φορά δεν άντεξε και η Βοστόνη πήρε τελικά την νίκη.

Η σειρά μεταφέρθηκε στην έδρα της Βοστόνης η οποία κέρδισε και τα δύο παιχνίδια εύκολα, με τους Έιντζελς να είναι απογοητευμένοι και χωρίς ψυχικά αποθέματα, ρίχνοντας άψυχες μπαλιές, βρίσκοντας μόνο αέρα στα χτυπήματα τους και κουτουλώντας κυριολεκτικά στην άμυνα. Το πρώτο ματς οι Ρέντ Σοξ το κέρδισαν με 10-4 και το δεύτερο με 8-1.

Στην Καλιφόρνια στήθηκαν λίγο μετά το τέλος του τελευταίου παιχνιδιού λαϊκά δικαστήρια. Ο κόσμος ήθελε να βρει φταίχτες, να δώσει την αποκλειστική ευθύνη σε κάποιον για την αποτυχία της ομάδας. Ο πιο εύκολος στόχος ήταν ο Μουρ φυσικά. Πολύ γρήγορα από ήρωας και από παίκτης που με αυτοθυσία και παρά τον σοβαρό του τραυματισμό αγωνιζόταν για όλη την χρονιά, έγινε το «μαύρο πρόβατο» ο αποκλειστικός υπεύθυνος για την αποτυχία της ομάδας. Ο ίδιος σίγουρα μετάνιωσε για τις δηλώσεις που είχε κάνει μετά το τέλος της 5ης αναμέτρησης, όπου είχε πάρει όλη την ευθύνη λέγοντας στους ρεπόρτερ: «Ίσως δεν πήρα την σωστή απόφαση που ήθελε να τελειώσω μία και έξω τον Χέντερσον..Αν είχα πράξει διαφορετικά ίσως να πίναμε σαμπάνιες τώρα.».

Το παιχνίδι εκείνο τον στιγμάτισε για το υπόλοιπο της καριέρα τους και της ζωής του. Ούτε και ο ίδιος δεν ήξερε αν είχε πράξει σωστά που είχε πάρει όλο το βάρος της ευθύνης της ήττας πάνω του. Την ίδια μέρα πριν από το παιχνίδι είχε πει στον προπονητή του. «Κάθε φορά που ρίχνω την μπάλα το χέρι μου πονάει τρομερά», αλλά με αυτή την δημοσιοποίηση που έκανε αργότερα είχε σπάσει ένα άγραφο νόμο να μην διαρρέει ποτέ προς τα έξω το τι λέγεται στα αποδυτήρια. Αργότερα προσπάθησε να το μαζέψει γιατί θεωρήθηκε ότι ρίχνει την ευθύνη στον προπονητή του, που ξέροντας το πρόβλημα επέλεξε να τον βάλει μέσα στο παιχνίδι. Ο Μουρ είπε: «Ο τραυματισμός μου δεν ήταν αυτός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόδοση μου, γενικά ήμουν χάλια σε εκείνο το παιχνίδι. Όπως και να έχει κάποιος πρέπει να πάρει την ευθύνη επάνω του, την παίρνω εγώ, όπως πήρα και εκείνη την τελευταία μπαλιά, έχασα το ματς.»

Η ομάδα του, ο προπονητής του, οι συμπαίκτες του δεν τον κάλυψαν. Είχε πάρει όλη την ευθύνη στους ώμους του και δεν υπήρχε λόγος να κατηγορηθεί και άλλος παίκτης, έστω και αν έπρεπε να την μοιραστεί με τους Γκάρι Λούκας ή με τους hitters της ομάδας του που δεν μπόρεσαν να σκοράρουν στην συνέχεια και είχαν επίσης κάκιστη απόδοση αν και είχαν ευκαιρίες για το αντίθετο. Ή ακόμα και με τον προπονητή του ο οποίος έκανε λανθασμένη επιλογή και ανόητη με το να τον ρίξει στην μάχη ξέροντας ότι πονούσε πολύ και δεν ήταν έτοιμος. Κάποιοι έδωσαν την εξήγηση τους, γιατί τον άδειασαν άπαντες.

Ο Μουρ ήταν ο μόνος μαύρος παίκτης σε εκείνη την ομάδα των Έιντζελς. Ήταν ο εύκολος στόχος και οι υπόλοιποι (λευκοί) «συμμάχησαν» σιωπηλά μεταξύ τους και άφησαν να τον «ξεσκίζουν» τα μίντια και οι οπαδοί της πόλης. Τα boo, boo, boo (που είναι χαρακτηριστική αποδοκιμασία του κόσμου στην Αμερική) ήταν μόνιμο φαινόμενο πλέον στις κερκίδες στα παιχνίδια που αγωνιζόταν την ερχόμενη σεζόν, δεχόταν καθημερινά σκληρή κριτική, οι τραυματισμοί του ήταν πιο συχνοί και οι πόνοι μεγαλύτεροι. Για τις δύο επόμενες σεζόν ήταν περισσότερο στην λίστα τραυματιών της ομάδας, παρά αγωνιζόταν. Ακόμα και αυτό εξόργισε περισσότερο τον κόσμο, θεωρούσε ότι είχε κάτσει πάνω στο συμβόλαιο του και δεν νοιαζόταν για την ομάδα, παρότι την είχε «ατιμάσει» και καταδικάσει.

Τελικά υποβλήθηκε σε επέμβαση στην σπονδυλική του στήλη, αποφάσισε να μείνει σιωπηλός, να μην κάνει δηλώσεις για την κατάσταση του και για το τι περνάει. Από εκεί που είχε δει δύο χρόνια νωρίτερα την καριέρα του να απογειώνεται, πλέον η τροπή που είχε πάρει ήταν δυσάρεστη και επικίνδυνη. Ούτε στους χειρότερους εφιάλτες δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Στο μεταξύ οι βετεράνοι και οι καλύτεροι παίκτες της ομάδας των Έιντζελς είχαν αρχίσει να αποσύρονται από την ενεργό δράση, δεν καλύφθηκαν τα κενά τους και η αγωνιστική καθίζηση είχε σαν αποτέλεσμα την τελευταία θέση στην ντιβίζιον.

Στην ανοιξιάτικη προετοιμασία της ομάδας, την επόμενη σεζόν το 1988, η Καλιφόρνια τον άφησε ελεύθερο. Πήγε στους Ρόιαλς οι οποίοι όμως δεν τον κράτησαν για πολύ και τον έστειλαν στην δεύτερη ομάδα, την Ομάχα. Αυτό δεν μπορούσε να το αντέξει, δεν ήθελε τέτοιο ξεπεσμό και έτσι σε ηλικία 35 ετών αποφάσισε να κρεμάσει τα γάντια του. Το μεγάλο του όνειρο εξελίχθηκε σε εφιάλτη, το ωραίο του σπίτι βγήκε στο σφυρί, τα έξοδα ήταν πολλά, συμβόλαιο δεν είχε και δεν μπορούσε να καλύψει τις απαιτήσεις του. Επιστροφή στην παλιά ζωή, που δεν του άρεσε καθόλου όμως.

Ο Μουρ φαίνεται ότι πέρα από εκείνη την μπαλιά είχε και άλλους δαίμονες να ξορκίσει. Μάλιστα ήταν τόσοι πολλοί που δεν μπορούσε να τους αντέξει και ένας ακόμα τον γονάτισε. Με την γυναίκα του, Τόνια, ήταν μαζί από το λύκειο, όπου είχαν ερωτευτεί παράφορα, αλλά από ότι φαίνεται δεν παντρεύτηκαν από έρωτα τελικά. Η Τόνια πιέστηκε αρκετά για να τον παντρευτεί. Ο Μουρ ήταν ένας ιδιαίτερα κτητικός και βίαιος σύζυγος. Μάλιστα αποκαλύφθηκε αργότερα, ότι από την αρχή της σχέσης τους, στα 19 τους χρόνια, βιαιοπραγούσε συχνά πάνω της. Την «καλή» αυτή συνήθεια δεν την έκοψε ούτε αργότερα στο γάμο τους, την ζήλευε παράφορα και με το παραμικρό ξεσπούσε, ειδικά όταν έπινε πολύ ουίσκι το μυαλό του θόλωνε ακόμα περισσότερο και δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε. Τις μέρες των παιχνιδιών του 1986 για τους τελικούς με την Βοστόνη, για να μην κοιτάξει ή μιλήσει με άλλο άντρα την κλείδωνε στο σπίτι, σαν να ήταν φυλακισμένη. Το χειρότερο ήταν ότι οι συμπαίκτες του και μερικοί ρεπόρτερ της ομάδας ήξεραν τι συνέβαινε, ή είχαν έστω υποψίες αλλά πιθανότατα κανένας δεν ήθελε να δώσει έκταση και δημοσιότητα σε ένα τέτοιο θέμα για ένα παίκτη που τον χρειάζονταν τόσο πολύ και που είχε ένα μεγάλο συμβόλαιο.

Με το που ο Μουρ αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, η Τόνια προσπάθησε να φύγει από το σπίτι και να τον εγκαταλείψει, αφού ήξερε ότι όντας σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και δεχόμενος μεγάλη πίεση και κριτική και χωρίς να έχει χρήματα, θα γινόταν πιο βίαιος απέναντι της. Έκανε πρωτύτερα μία απέλπιδα προσπάθεια για να σώσει τον γάμο της και να τον προσεγγίσει. Όμως αυτός δεν άκουγε τίποτα. Αντίθετα την κατηγόρησε κιόλας για το κατάντημα του. Εκείνη την μέρα, πραγματικά βγήκε εκτός εαυτού, το μυαλό του θόλωσε και την κυνήγησε μέσα στο σπίτι με την απειλή ενός όπλου. Εκείνη προσπάθησε να ξεφύγει αλλά αυτός την πυροβόλησε, με τα παιδία του να παρακολουθούν, ουρλιάζοντας, την σκηνή. Η σφαίρα την διαπέρασε από τον σβέρκο στα πνευμόνια της και στο στήθος της. Παρόλα αυτά, γεμάτη αίματα και με τις αισθήσεις της κατάφερε να συρθεί μέχρι το γκαράζ και το αμάξι. Ο Μουρ δεν κουνιόταν. Η 17χρονη κόρη της την ακολούθησε, πήρε το αμάξι και την πήγε στα επείγοντα στο πιο κοντινό νοσοκομείο, σε κατάσταση σοκ και η ίδια. Ως εκ θαύματος η Τόνια Μουρ, διέφυγε του κινδύνου του θανάτου. Πάντως χρειάστηκε να περάσουν μήνες για να μπορέσει να αναρρώσει τόσο σωματικά, αλλά κυρίως ψυχολογικά.

Την μέρα του περιστατικού, 20 Ιουλίου του 1989, στην ίδια περιοχή που ήταν το σπίτι των Μουρ επικρατούσε μία τρέλα και ένας αναβρασμός στους δρόμους. Η γνωστή νεαρή και όμορφη ηθοποιός της τηλεόρασης, Ρεμπέκα Σκάεφερ, πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από ένα τρελό κυνηγό με καραμπίνα, έξω από το σπίτι της. Λίγες ώρες αργότερα και ενώ η γυναίκα του χαροπάλευε στο νοσοκομείο, ο Μουρ που ήταν στο σπίτι του με τους δύο του γιους, πήρε ένα 45αρι όπλο που είχε και μπροστά στα μάτια των παιδιών του αυτοκτόνησε.

Μετά την αυτοκτονία συμπαίκτες του έκαναν δηλώσεις. Ο Μπραν Ντόουνινγκ έριξε το φταίξιμο, τόσο για την αυτοκτονία, όσο και για το περιστατικό με την γυναίκα του, στους φιλάθλους και τα μίντια λέγοντας: «Καταστρέψατε την ζωή ενός ανθρώπου, για ένα παιχνίδι και για ένα κακό πιτσάρισμα. Ο τύπος δεν ήταν καθόλου καλά μετά από εκείνο το παιχνίδι.» Ο Μάικ Πίντερ είχε πει από την μεριά του: «Εκείνο το home run που σκόραρε ο Χέντερσον τον σκότωσε. Νομίζω ότι τρελάθηκε, δεν μπορούσε να ζήσει ούτε με τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν σταματούσε να να ρίχνει το φταίξιμο στον ίδιο.».

Το θέμα της αυτοκτονίας έγινε παντού πρωτοσέλιδο. Τίτλοι στις εφημερίδες όπως: «Το παιχνίδι αυτό είναι ζωής ή θανάτου», «Η ζωή ενός παίκτη καταστράφηκε από ένα home run» και «Ντάνι Μουρ, ο άνθρωπος που τον σκότωσε ένα home run» έπαιζαν σε όλες της εφημερίδες σε όλες τις πολιτείες. Η Νιου Γιορκ Ποστ είχε γράψει μεταξύ άλλων: Οπαδοί με μυαλό κατσαρίδας δεν έχαναν ευκαιρία να τον κατηγορούν και να του λένε ότι τα έκανε θάλασσα. Πόσο να αντέξει ένας άνθρωπος;», ενώ η Ουάσιγκτον Ποστ είχε γράψει: Ένα αμερικάνο παιχνίδι με πουριτανικό κοινό και ρίζες, κατάφερε να μετατρέψει την ήττα σε αμαρτία για ένα παίκτη. Πλέον ο κόσμος από εδώ και πέρα πριν φωνάξει και πάλι boo στις κερκίδες και ξεστομίσει κατηγορίες και ύβρεις θα πρέπει να σκέφτεται τι έκανε τον Ντόνι Μουρ.

Οι ιστορίες από επιτυχίες ή αποτυχίες ομάδων έχουν μεγαλύτερη σημασία περισσότερο για τον οπαδό και όσο και να θέλει να πιστεύει ότι έχουν το ίδιο αντίχτυπο και την ίδια σημασία για τους αθλητές, κάνει λάθος. Ο παίκτης οποιουδήποτε αθλήματος δεν θέλει και δεν έχει την πολυτέλεια να σκέφτεται το παρελθόν, είτε τις καλές είτε τις κακές στιγμές. Η δουλειά του σύγχρονου επαγγελματία αθλητή είναι να ξεχνάει με το τελευταίο σφύριγμα ή με το τέλος του χρόνου του ρολογιού, ακόμα και την πιο βαριά ήττα ακόμα και την πιο τραγική εμφάνιση και να σκέφτεται την επόμενη ημέρα και το επόμενο παιχνίδι. Όσο και να μην το χωνεύει και να μην το κατανοεί ο οπαδός-φίλαθλος, ο επαγγελματίας αθλητής δεν αισθάνεται τις δικές του αγωνίες, δεν μπορεί να θρηνεί για τα λάθη του και τις αποτυχίες του.

Ο χειρότερος εφιάλτης ίσως ενός αθλητή είναι να θυμάται ή να του θυμίζουν τα χειρότερα λάθη που έχει κάνει και ειδικά να του τα θυμίζουν δημόσια για το υπόλοιπο της ζωής του, ακόμα και όταν έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Πρέπει να καταλάβουμε ότι στο σύγχρονο αθλητισμό οι ρυθμοί πλέον είναι τόσο γρήγοροι και εξοντωτικοί, όπου οι καταστάσεις μπορεί να αλλάξουν από την μία στιγμή στην άλλη και ένας παίκτης μπορεί μέσα σε μικρό διάστημα από την απόλυτη αποθέωση να βρεθεί στην αντίπερα όχθη, της πλήρης απαξίωσης και περιφρόνησης δηλαδή.

Η αλήθεια είναι ότι οι επαγγελματίες αθλητές βρίσκουν τρόπο, σχεδόν πάντοτε, να ξεπερνούν τις αποτυχίες τους. Συνήθως προχωράνε με την καριέρα τους και την ζωή τους. Ο κόσμος θα πρέπει να καταλάβει ότι η υπερβολή και η πίεση μερικές φορές δεν ωφελεί. Ορισμένοι αθλητές τα καταφέρνουν με μεγαλύτερη ευκολία, άλλοι με περισσότερες δυσκολίες και σε ελάχιστες περιπτώσεις όπως του Μουρ, που ήταν και «προβληματικός» χαρακτήρας δεν την ξεπερνούν ποτέ. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει με το καθένα από εμάς με την δουλειά μας, που εύκολα ή δύσκολα ξεπερνάμε και αφήνουμε πίσω μας αποτυχίες μας και μελανά σημεία στην καριέρα μας. Αλλά στην τελική μιλάμε απλά για σπορ, που απλά πρέπει να τα διασκεδάζουμε.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

 

Τελευταία Νέα