(Κατα)βρεγμένος ως το κόκαλο...

Miltos+
(Κατα)βρεγμένος ως το κόκαλο...

bet365

Αυτή τη φορά σκέφτηκα να μην ξεκινήσω τη ρετρό ιστορία της Τρίτης με τον... καιρό μέσω του κλασικού «έβρεχε», γιατί χρωστάω κάποιες εξηγήσεις. Κάθε φορά που σε αυτές τις ιστορίες εμφανίζεται ο μαντράχαλος ο Κεβόρκ, γράφω μια ολόκληρη αράδα με τα «ονόματά» του λες κι ήταν φυλακόβιος· κι όμως, κάθε φορά πιστεύω πως τελικά δεν έχετε καταλάβει τίποτα. Σάμπως εγώ είχα καταλάβει;

Λοιπόν... έβρεχε (όχι, θα το άφηνα). Καθόμουν με τον Φώτη, τον Δεμπασκαλά και τον Βαγγέλη τον Πατούσα έξω από τον καφενέ του Μπάφα. Ο Δεμπασκαλάς δεν είχε αρχίσει να δουλεύει ακόμα στον καφενέ. Ο Πατούσας δεν είχε αγοράσει ακόμα την αναθεματισμένη τη μηχανή που τον ταξίδεψε μακριά μας. Εγώ δεν είχα αρχίσει ακόμα να κρατάω σημειώσεις. Ο Φώτης δεν είναι κριτήριο. Ό,τι ήταν τότε είναι και τώρα. Έφηβος τότε, αιώνιος έφηβος τώρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σχέση του με τις μ@λ@κίες.

Ήμασταν έφηβοι, λοιπόν, μαθητές Γυμνασίου στις πρώτες μέρες της Πρώτης κι εκεί, αυτό το πρωί του Σαββάτου, βλέποντας τη βροχή από ένα υπόστεγο όπου το καλοκαίρι ο Μπάφας έβγαζε τραπέζια και το χειμώνα ντάνιαζε τα καφάσια με τις μπίρες, είχαμε ανοίξει ένα ασυνήθιστο -για την ηλικία και τα ενδιαφέροντά μας- θέμα συζήτησης. Από το... γραφείο Τύπου της γειτονιάς, τη Δωροθέα τη Ζαβή, είχε διαρρεύσει πως το απόγευμα θα γινόταν στην εκκλησία η βάφτιση ενός νεοαφιχθέντος Αρμένη, του Κεβόρκ, που ήταν εγγονός ενός υπεραιωνόβιου τσαγκάρη, ο οποίος γύρναγε στις γειτονιές φορτωμένος με ένα ζεμπίλι, φώναζε «τσανγκάρε» και τρέχανε οι γυναίκες να του φέρουν τα παπούτσια του σπιτιού να τα σολιάσει. Έβαζε τότε ο «τσανγκάρε» μια χούφτα πρόκες στο στόμα, έκοβε με μια φαλτσέτα όσο δέρμα χρειαζόταν, έπιανε το σφυρί κι άρχιζε την «επιχείρηση» καθισμένος στα σκαλοπάτια του κάθε σπιτιού.

Φυσικά, το θέμα μας δεν ήταν ο «τσανγκάρε», αλλά η βάφτιση του εγγονού του, του Κεβόρκ, ο οποίος είχε πρωτοεμφανιστεί εκείνο τον καιρό στη γειτονιά μας με τη μητέρα του και ήταν ορφανός από πατέρατον φάγανε οι άπιστοι», έλεγε η Δωροθέα η Ζαβή κι επειδή μπροστά στο άλλο νόημα της «απιστίας» γελούσαμε συνωμοτικά, συμπλήρωνε «οι Τούρκοι, βρε κακό χρόνο να ’χετε»).

Εμείς, όταν μας τον εμφάνισαν για συμμαθητή μας στο σχολείο, δεν τον φωνάζαμε Κεβόρκ, τόσο επειδή ήταν περίεργο το όνομά του όσο κι επειδή ήταν περίεργος κι ο ίδιος. Βλέποντας τη μεγάλη μύτη και τα γουρλωτά του μάτια, ο Φώτης δεν ήθελε πολύ να τον βαφτίσει «Μορφονιό» (από την ομώνυμη φιγούρα του Θεάτρου Σκιών), ενώ ο Δεμπασκαλάς αρχικά διαφώνησε σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Δεν πας καλά»!

 

Δεν πήγαινε...

Τελικά, Μορφονιό τον φώναζε μόνο ο Φώτης γιατί έτσι ήθελε, ενώ οι υπόλοιποι τον λέγαμε... Γιάννη, γιατί κι εμείς έτσι θέλαμε, επειδή δεν είχαμε Γιάννη στην παρέα και «παρέα χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει».

Εκείνο το πρωί, λοιπόν, μετά την ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου, ο Φώτης μάς ανακοίνωσε με τη σειρά του πως «το απόγευμα θα βαφτίσουν τον Μορφονιό». Δεν πιστεύαμε στ’ αυτιά μας. Ο Δεμπασκαλάς αρχικά διαφώνησε σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Δεν πας καλά»! Ο Φώτης, όμως, επέμενε και μας πρότεινε «ρωτήστε και τη Δωροθέα τη Ζαβή», γεγονός που μας υποχρέωσε να δεχτούμε την πληροφορία ως αληθινή. Τότε άρχισαν να μπαίνουν τα ερωτηματικά. «Πώς θα τον βαφτίσουνε;». «Πού θα τον βαφτίσουνε;». «Θα τον χωρέσει η κολυμπήθρα;», αναρωτιόμασταν εγώ με τον Πατούσα. «Αν με τόσο μεγάλη μύτη, έχει και τόσο μεγάλο τσουτσούνι, πώς θα ξεγυμνωθεί μπροστά στον παπά και στις γυναίκες;», αναρωτήθηκε ο Φώτης. «Δεν πας καλά», δεν αναρωτήθηκε ο Δεμπασκαλάς.

Τέτοια και πολλά άλλα τέτοια μάς βασάνιζαν. Ολόκληρος άντρας ήταν ο Γιάννης ο Μορφονιός. Πιο μεγάλος από εμάς κι ας πηγαίναμε στην ίδια τάξη επειδή είχε χάσει δυο χρονιές. Γαμπρός έπρεπε να πάει στην εκκλησία κι όχι για να τον βαφτίσουνε. Τον έψησε, όμως, με το μπίρι - μπίρι ο Παπανίκος ο μπεκρής και τον έβαλε στο λούκι να βαφτιστεί Χριστιανός, επειδή «αυτή θα ήταν η επιθυμία του μακαρίτη του πατέρα σου, που δεν πρόλαβε να σε βαφτίσει στη χώρα των απίστων».

Η αλήθεια είναι πως... την αλήθεια αυτή δεν τη μάθαμε ποτέ. Πώς βρέθηκε ο Αρμένης σε ένα χωριό κοντά στην Τραπεζούντα, πώς «χάθηκε» ο πατέρας του («ήταν στα καράβια, ναυτικός», έλεγε η Δωροθέα η Ζαβή, εξήγηση που δεν επιβεβαίωνε τα περί «φαγώματος» από τους άπιστους που ισχυριζόταν η ίδια ως ειδικός στα ελληνοτουρκικά), πώς βρέθηκε με μια μαμά κι έναν παππού στο χωριό μας, γιατί δεν τον είχαν βαφτίσει και άλλα πολλά δεν είχαμε μάθει. Κι όταν με τα χρόνια βρήκαμε το θάρρος να τα σκαλίσουμε και να ρωτήσουμε τον Μορφονιό τα «πώς» και τα «γιατί», εκείνος δεν τη σκάλιζε τη μνήμη του. «Δεν θυμάμαι», έλεγε. Είτε γιατί δεν θυμόταν είτε γιατί δεν ήθελε να θυμάται...

Εννοείται πως το απόγευμα της βάφτισης σενιαριστήκαμε από νωρίς με τα καλά μας, για να πάμε στη βάφτιση. Κι αυτή τη φορά δεν μας ένοιαζε να φάμε τα κουφέτα και τα παστάκια, αλλά να δούμε το... μυστήριο μυστήριο. Να δούμε πώς διάβολο θα βαφτιστεί ο Μορφονιός. Πώς θα τον σηκώσει τρεις φορές στον αέρα ο Παπανίκος («με γερανό», έλεγε ο Φώτης, «δεν πας καλά», ο Δεμπασκαλάς). Πώς θα βγάλει την τσουτσούνα του μπροστά στις γυναίκες και πώς θα μπει στην κολυμπήθρα.

Όλα αυτά θέλαμε να δούμε, αλλά εγώ, ο Πατούσας και ο Δεμπασκαλάς δεν είδαμε τίποτα. Δεν μας άφησαν να μπούμε στην εκκλησία γιατί το θέαμα ήταν «ακατάλληλο για ανηλίκους», όπως είπε ο καντηλανάφτης ο κυρ-Νίκος ο Κολλαμίας (όπως έχω ξαναγράψει στο παρελθόν, τον κυρ-Νίκο τον λέγαμε Κολλαμία, επειδή όπου μας έβλεπε άπλωνε την παλάμη, έλεγε «κόλλα μία» και μετά μας έπιανε το χέρι και το έσφιγγε μέχρι να βγάλει γάλα).

Εννοείται πως ο κυρ-Νίκος ο Κολλαμίας πρότεινε και στους τρεις μας «κόλλα μία», εγώ με τον Πατούσα είπαμε «καμία» και ο Δεμπασκαλάς διαφώνησε με τον τρόπο του, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Δεν πας καλά»! Λοιπόν, μας απαγορεύτηκε η είσοδος και δεν είδαμε τη βάφτιση. Ο κυρ-Νίκος κράτησε την ίδια στάση και απέναντι στην Φώτη, αλλά αυτός μπροστά στο ενδεχόμενο να χάσει το πανηγύρι, διαπραγματεύτηκε μαζί του, κόλλησε μία, έσταξε γάλα και μπήκε στην εκκλησία.

Όταν βγήκε, κρεμόμασταν απ’ τα χείλη του. «Πώς τον βάφτισε;», ρωτήσαμε με μια φωνή. «Τον έβρεξε με το λάστιχο», απάντησε γελώντας ο Φώτης και ο Δεμπασκαλάς διαφώνησε σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Δεν πας καλά»!

Δεν πήγαινε...

Ούτε και μας είπε...

Το μόνο που μας είπε ήταν το νέο όνομα του Κεβόρκ, Μορφονιού, Γιάννη...

Πέτρος!

Έτσι αποφάσισε ο νονός του, ο Πέτρος της Κουφής...

Μέχρι να σταματήσω να σκέφτομαι τον μαντράχαλο τον Πέτρο κάθε φορά που με καλούν σε βάφτιση, εγώ ο Μίλτος να ’μαι καλά...

Υ.Γ. Οι δύο φωτογραφίες είναι άσχετες με το θέμα, αλλά φαντάζομαι προτιμάτε να βλέπετε (κατα)βρεγμένες γυναίκες παρά τον Μορφονιό. Και το τραγούδι μάλλον άσχετο είναι. Αλλά είναι ωραίο και μου έδωσε και τίτλο!

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

 

Τελευταία Νέα