Ο Αγιατολάχ του μπάσκετ!
Κρίμα που αύριο το βράδυ ο Ολυμπιακός (στο πρώτο συναπάντημα της ιστορίας του με την Pallacanestro Cantu) θα παίξει, λόγω ανωτέρας (γηπεδικής) βίας στο Ντέζιο και όχι στο Καντού. Κρίμα διότι σε αυτόν τον μάταιο κόσμο, αν κάποιος δηλώνει μπασκετικός και δεν έχει μυρίσει τη... μούχλα της Pianella στο Καντού, του Μasnago στο Βαρέζε, της Moutete στην Ορτέζ, της Hala Gripe στο Σπλιτ, της Ηala Jazine του Σαντάρ, του παλιού Forum στο Μιλάνο, της Piazza Azzarita στην Μπολόνια, ε, τότε υστερεί στα βασικά!
Στα fundamentals που έλεγαν και οι παλιοί προπονητές, όποιοι κι αν ήταν, όπως κι αν τους αποκαλούσαν: Σοφούς, όπως τον Ίβκοβιτς, Πατριάρχες όπως τον Ματθαίου ή Ευαγγελιστές και Αγιατολάχ όπως τον Μπιανκίνι!
Ουπς, εδώ ήρθαμε, που λένε και στο σινεμά, διότι ακριβώς σε αυτό το σημείο ήθελα να καταλήξω: στον άνθρωπο που κάποτε βρισκόταν στον πάγκο της αποψινής αντιπάλου του Ολυμπιακού και άφησε τέτοια κληρονομιά πίσω του, που ο κακομοίρης ο (τωρινός προπονητής της) Αντρέα Τρινκιέρι θα νιώθει πως τον ακολουθεί συνεχώς ένα φάντασμα!
Τιμά πάντως την παράδοση, διότι φοράει κι ελόγου του, όπως εκείνος, γυαλιά μυωπίας!
Θα σας πρήξω πάλι με τη νοσταλγία μου, αλλά για τη δική μου γενιά, που ήταν γεμάτη από ρέκτες του καλού μπάσκετ (ειδικώς σε μια εποχή όπου οι ελληνικές ομάδες δεν είχαν τα φόντα και τις ευκαιρίες να διακριθούν στην Ευρώπη), ο Βαλέριο Μπιανκίνι υπήρξε ένας μύθος: το εννοώ αυτό, διότι (θυμάμαι σαν να ήταν χθες, που) σε ένα σεμινάριο στο οποίο τον είχε προσκαλέσει στην Αθήνα ο φίλος του ομοσπονδιακός προπονητής Θανάσης Παπαδημητρίου, είχαν μαζευτεί όλοι οι προπονητές της Ελλάδας, ακόμη και εκτός του μπάσκετ.
Πρώτο τραπέζι πίστα σε εκείνο το σεμινάριο,που θαρρώ πως είχε γίνει στο (διάσημο από τις διανυκτερεύσεις του Άρη και τις «αλά Βούδα» διδαχές του Ιωαννίδη) επί της οδού Μιχαλακοπούλου κείμενο «Golden Age», πέρα από τους συνήθεις υπόπτους, ήταν οι προπονητές του γουότερ πόλο, Γιάννης Γιαννουρής και Όμηρος Πολυχρονόπουλος!
Ανοίγω εδώ μια παρένθεση για να γράψω ότι θεός με ευλόγησε και η καλή μου τύχη με αξίωσε να έχω πάει και στα τέσσερα ιταλικά γήπεδα, από τις οροφές των οποίων κρέμονται δεκατρία Κύπελλα Πρωταθλητριών: τα πέντε στο Βαρέζε, τα τρία στο Μιλάνο, τα δύο στο Καντού, τα δύο στην Μπολόνια και το ένα στη Ρώμη. Για να είμαι ειλικρινής το μεγαλύτερο δέος το αισθάνθηκα στο Βαρέζε (όπου πρωτοπήγα με τον Άρη το 1984 (για τον επαναληπτικό ημιτελικό του Κυπέλλου Κόρατς, με το σπασμένο χέρι του Γκάλη) και ξαναγύρισα άλλες δύο φορές, μία με τον Πανιώνιο και άλλη μία με τον Ολυμπιακό, αλλά και το Καντού δεν πάει πίσω!
Στο Βαρέζε, παρεμπιπτόντως, περπατάγαμε μαζί με τον Μάκη Δενδρινό και ξαφνικά βγήκε μια γριά από ένα μαγαζί που πουλούσε παπούτσια και μάλωσε τον «Βούδα», γιατί δεν της άρεσε, λέει, η ζώνη προσαρμογής που είχε παίξει το προηγούμενο βράδυ ο Πανιώνιος. Μας έφυγε ο τάκος, αλλά ως δαιμόνιος ρεπόρτερ έλυσα το μυστήριο: η λεγάμενη ήταν η μάνα του πρώην αρχηγού της μεγάλης Ίνις, του Μαρίνο Ζανάτα!
Έχω, που λέτε, βρεθεί και στις τέσσερις ιταλικές πόλεις, οι οποίες φιλοξενούν ισάριθμες πρωταθλήτριες Ευρώπης και συνολικά ταξίδεψα σε δεκαπέντε πόλεις της «Bel Paese», αλλά ποτέ (όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, δεδομένης της συχνότητας των μεταξύ μας αγώνων) στη Σιένα! Ε, διάβολε, μου γλίτωσε η Σιένα, αλλά όχι και η κωμόπολη, που βρίσκεται ανάμεσα στο Μιλάνο και στο Κόμο: τόση μάλιστα ήταν η πρεμούρα μου να την επισκεφθώ, που δεν περίμενα κάποια αποστολή επί τούτου, αλλά την κοπάνησα ένα πρωί από το Μιλάνο, όπου βρισκόμουν για ένα τουρνουά του γουότερ πόλο και πήγα στην Pianella, λες και είχα κάνει τάμα στη χάρη Της!
Έτυχε να επιστρέψω σε αυτό το μπασκετικό μαυσωλείο (το οποίο, για να πω του στραβού το δίκιο, ήταν σκέτο αχούρι!) τη σεζόν 1993-94, όταν η Καντού ξαναβρέθηκε στο δρόμο του Παναθηναϊκού, αλλά είχε χάσει πλέον την αίγλη και το παλιό λούστρο της και έπεσε στα χέρια του Γκάλη, ο οποίος την έκανε τ' αλατιού! Γελώ που το γράφω, αλλά και τότε πάλι προπονητή με γυαλάκια είχε, τον πολλά υποσχόμενο (αλλά χωρίς αντίκρισμα) Φαμπρίτσιο Φράτες...
Η Pallacanestro Cantu (που κατά καιρούς και μεσούσης της ακμής της βαπτίστηκε, ελέω χορηγών, Oransoda, Forst, Gabetti, Squibb, Ford, Jollycolombani, Arexons, Vismara, Shampoo Clear) άνοιξε από παλιά παρτίδες με τον Παναθηναϊκό, τον οποίο έχει αντιμετωπίσει οκτώ φορές, ενώ έχει παίξει επίσης δύο ματς με τον Άρη κι άλλα δύο με το Μαρούσι. Με τους «πράσινους» συνευρέθηκε για πρώτη φορά τη σεζόν 1979-80 σε έναν όμιλο του Κυπέλλου Κυπελλούχων και τότε ήταν η πρώτη φορά, που (όντας δημοσιογραφικόν μειράκιον) την είδα για πρώτη φορά στον «Τάφο του Ινδού» με τα σέα της και τα μέα της!
Έμελλε να επιστρέψει στο ίδιο γήπεδο την περίοδο 1981-82 στο πλαίσιο του τελικού γύρου (των «6») του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και τη συμπάθησα τόσο πολύ, ώστε πανηγύριζα σαν τρελός μετά από μερικές εβδομάδες, που νίκησε τη Μακάμπι στον τελικό της Γκρενόμπλ και κυρίως την επόμενη χρονιά, οπότε πέτυχε το repeat με αντίπαλο στον εμφύλιο ιταλικό τελικό με 69-68 την Μπίλι Μιλάνο, η οποία τότε μου ήταν αντιπαθητική!
Μιλάμε για ένα τρομερό θρίλερ, στον επίλογο του οποίου η Καντού σώθηκε χάρη σε μια τάπα του Φλάουερς στον Τζιανέλι!
Τους είδα από κοντά, τους γνώρισα και τους αγάπησα, τους Canturini: δεν πρόλαβα βεβαίως ως παίκτη τον Τσάρλι Ρεκαλκάτι, ούτε ως προπονητή τον μέντορα του, Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς (!), αλλά δόξα τω Θεώ χόρτασα από τον Πιερλουίτζι Μαρτζοράτι, τον (επονομαζόμενο Nembo Kid) Αντονέλο Ρίβα, τον Τσίτσιο ντελα Φιόρι, τον (συχωρεμένο «λύκο») Ντένις Ινοτσεντίν, τον Ρέντσο Μπαριβιέρα, τον Τιμ Μπρούερ, τον Τσαρλς Τζερόμ Kιούπεκ και τον ξανθομάλλη Μπρους Φλάουερς, για να περιοριστώ μονάχα σε αυτούς που πρωταγωνίστησαν στις αρχές της δεκαετίας του '80.
Α, ξέχασα να σημειώσω ότι οι αθεόφοβοι αρχοντοχωριάτες του Καντού κατάφεραν να κατακτήσουν 16 τρόπαια μέσα σε 23 χρόνια: τρία πρωταθλήματα και ένα SuperCup στην Ιταλία, 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών, 4 Κύπελλα Κυπελλούχων και 4 Κύπελλα Κόρατς στην Ευρώπη, συν 2 Διηπειρωτικά!
Ο Βαλέριο Μπιανκίνι κάθισε στον πάγκο της Καντού από το 1979 έως το 1982: διαδέχθηκε τον επίσης θρυλικό (και επί 13 συναπτά έτη προπονητή της ομάδας) Αρνάλντο Ταουριζάνο του οποίου διετέλεσε ασίσταντ και έδωσε τη σκυτάλη στον πατριάρχη Τζιανκάρλο Πρίμο. Κλασική περίπτωση προπονητή, που δεν παίξει ποτέ μπάσκετ σε υψηλό επίπεδο (βλέπε Ίβκοβιτς, Μάλκοβιτς, Μεσίνα, Φεράντιθ, Γκομέλσκι κοκ) ο Βαλέριο γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου του 1943 και ταλαιπώρησε για λίγο την μπάλα στις αρχές των 60s στην Ολίμπια Μιλάνο, αλλά έμελλε να εξελιχθεί σε προπονητικό θρύλο. Άρχισε την καριέρα του σε μια μικρή ομάδα του Μιλάνου (Centro Addestramento)συνέχισε ως βοηθός του Γκουριέρι και του Πρίμο στην Εθνική Ενόπλων, ύστερα ανέλαβε ως πρώτος προπονητής την Μπρουγκέριο στη Β' Εθνική, ακολούθησε η Ρόμα (1972-79) την οποία εκτόξευσε από τη Β' Εθνική στην τέταρτη θέση της Α1.
Ο Μπιανκίνι έγινε ο πρώτος (και μπορεί κιόλας να παραμένει ο μόνος) προπονητής που κατάφερε να κατακτήσει τίτλους με πέντε διαφορετικές ομάδες στην ίδια χώρα: αναδείχθηκε πρωταθλητής το '81 με τη Σκουίμπ Καντού, το '83 με την Μπανκορόμα και το '88 με τη Σκαβολίνι Πέζαρο, κυπελλούχος με τη Φορτιτούντο Μπολόνια το 1998 και νικητής του Super Cup με τη Βαρέζε το 1999! Συν τοις άλλοις, έχει στο παλμαρέ του δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων και δύο Διηπειρωτικά Κύπελλα, όλα με την Καντού.
Για... αποτυχημένο τον κόβω, διότι δεν πήρε κανένα από τα τέσσερα Κύπελλα Κόρατς που κοσμούν την αίθουσα τροπαίων της αγαπημένης του ομάδας! Είναι επίσης αποτυχημένος, διότι δεν κατάφερε να πάρει έναν τίτλο στο κύκνειο άσμα του, το 2000 με την Ολίμπια Μιλάνο, με την οποία μάλιστα πέρασε πρώτος στη λίστα με τους περισσότερους αγώνες στα χρονικά του «spaghetti circuit» (άνω των 600 σε 27 σεζόν). Αλλά, διάβολε, για τον Λομβαρδό Μπιανκίνι το Μιλάνο ήταν πάντοτε ένας προορισμός κι όπως έγραψε κάποτε ο Κάρλο Ανέζε στη Gazzetta dello Sport κάθε φορά που έπαιζε εκεί, ήταν σαν τον Φρανκ Σινάτρα όταν γύριζε να τραγουδήσει στο Λας Βέγκας!
Μα πάνω απ' όλα είναι αποτυχημένος, διότι δεν κατάφερε να κατακτήσει ένα μετάλλιο με την εθνική ομάδα της Ιταλίας, αλλά ας όψονται ο Γκάλης, ο Καμπούρης, ο... Όμηρος! Πάλι καλά, που έμεινε εξ απ' αυτή τη συγκυρία ο (αγαπημένος του) Καβάφης, διότι τότε όντως θα είχε τρελαθεί!
Ήταν πρωί της 9ης Ιουνίου του 1987, παραμονή του προημιτελικού του Ευρωμπάσκετ, ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ιταλία, όταν ο Μπιανκίνι, καθισμένος (στη διάρκεια της προπόνησης των «ατζούρι») σε μια καρέκλα δίπλα από το τραπέζι της γραμματείας του ΣΕΦ άρθρωνε εκείνη την ιστορική ατάκα: «Το μόνο που εύχομαι είναι να μείνει έξω από το γήπεδο ο... Όμηρος, ώστε να γίνει ένας αγώνας μπάσκετ και να μη γραφτεί καμιά Ιλιάδα ή καμιά Οδύσσεια»!
Αυτό που απευχόταν ο Βαλέριο συνέβη, διότι το επόμενο βράδυ ο Καμπούρης (14π.) έγινε η Κίρκη του Μανίφικο, ο Γκάλης (38π.) περνούσε μέσα από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη της ιταλικής άμυνας, ο Γιαννάκης (22π.) έκανε τον Μπρουναμόντι να καταλάβει τι είναι οι Λαιστρυγόνες, ο Φασούλας έγινε ο Κύκλωπας Πολύφημος και μ' αυτά και μ' αυτά η Ελλάδα νίκησε τη squadra azzurra για πρώτη φορά ύστερα από 14 ήττες και 35 χρόνια!
Εκτός από τον Όμηρο, ο Μπιανκίνι έλεγε πάντοτε (όποτε ερχόταν στα μέρη μας ή συναντιόταν με Έλληνες) ότι ο αγαπημένος ποιητής του είναι ο Καβάφης από τον οποίο βεβαίως λάτρευε την «Ιθάκη», στην οποία αξιώθηκε να φτάσει κάμποσες φορές. Μάλιστα σε μια συνέντευξη που έδωσε τον Μάρτιο του 1994 είχε επικαλεστεί τον περίφημη τελευταία στροφή του Αλεξανδρινού ποιητή, «Κι αν πτωχική τη βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν».
Είχα την τύχη να μιλήσω πολλές φορές με αυτόν τον μικρό το δέμας προπονητή με τα γυαλιά τις μυωπίας, το καλοσιδερωμένο κοστούμι, το σπινθηροβόλο βλέμμα και την μπασκετική ιδιοφυΐα. Υπήρξε όντως ιδιοφυής, πρωτοπόρος και οραματιστής, γι’ αυτό άλλωστε η πιάτσα δεν δυσκολεύτηκε να του βγάλει τα παρατσούκλια «φιλόσοφος», «ευαγγελιστής» και «Ayatollah»!
Για όλα τα ανωτέρω υπήρχε εξήγηση: σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο και συν τοις άλλοις ήταν φιλόσοφος του μπάσκετ (αλλά όχι μονάχα θεωρητικός) και ευαγγελιζόταν πράγματα που επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον, όσο για τον τίτλο του Ισλαμιστή κληρικού του αποδόθηκε επειδή οι θρίαμβοι του συνέπεσαν με το πραξικόπημα με το οποίο ο Χομεϊνί εκθρόνισε τον Σάχη και ανέλαβε την εξουσία στο Ιράν!
Δεν είμαι προπονητής για να τον κρίνω, αλλά ως απλός ακροατής σε δύο σεμινάρια, πιστεύω ότι σε αυτόν τον τομέα είναι μακράν ο καλύτερος στα χρονικά, καλύτερος ακόμη κι από τον σπεσιαλίστα του είδους Ράιλι! Εκτός κι αν παραφουσκώνω τον θαυμασμό μου, επειδή τότε ήμουν μικρός και (μπορεί να) εντυπωσιαζόμουν με το παραμικρό!
Από πλευράς προπονητικού δόγματος, ο Μπιανκίνι ήταν θιασώτης της αμερικανικής σχολής, την οποία εμπλούτιζε με δικές του ιδέες και επινοήσεις. Σε όλη την καριέρα του προσπαθούσε να κτίσει ομάδες που θα επιδίδονται στο γρήγορο παιχνίδι και θα έχουν τον αιφνιδιασμό ως άρμα μάχης, αλλά παράλληλα εμπέδωνε την οργάνωση και την πειθαρχία. Έδινε μεγάλη έμφαση στις επιλογές του σουτ, θεωρώντας ότι αυτές έπρεπε να αποτελούν προϊόν μιας πολύ επίμονης αναζήτησης.
Από απόψεως τακτικής, ήταν ίσως ο πρώτος ο οποίος επέμενε τόσο πολύ στo λεγόμενo isolation game: στο παιχνίδι της υπερφόρτωσης, όπου οι πέντε παίκτες ακροβολίζονταν μακριά από το καλάθι, ώστε να απελευθερωθεί χώρος για το ένας εναντίον ενός του δεινότερου επιθετικού παίκτη. Τον θυμάμαι να σηκώνει το χέρι και να φωνάζει «tre» (τρία) όπως αποκαλούσε αυτό το σύστημα, διότι στηριζόταν στην κίνηση των τριών post, που έκαναν αλλαγές μέσα στη ρακέτα. Επίσης στη φαιά ουσία του Μπιανκίνι νομίζω ότι οφείλουν να υποκλίνονται και να ομνύουν όλοι οι επιγενόμενοι προπονητές οι οποίοι ανήγαγαν τα ποσταρίσματα σε βασικό άξονα της επιθετικής τακτικής τους: οι εικόνες με τα ψηλά –για τα δεδομένα της εποχής– τριάρια του (Μπαριβιέρα, Ινοτσεντίν κοκ) ή ακόμη και με τον... νταβραντισμένο Ρίβα να επιδιώκουν συνεχώς το miss-match παραμένουν ζωντανές ακόμη και ύστερα από τριάντα χρόνια!
Εκτός από την τεχνική και την τακτική, ο Μπανκίνι στήριξε την επιτυχία του και στην ψυχολογία, καθώς (λόγω της μόρφωσης και της ρητορικής δεινότητας του) ήταν μανούλα στο να παρέχει κίνητρα και να «φτιάχνει» τους παίκτες του με μνημειώδεις ομιλίες!
Βρήκα στο κιτρινισμένο πια από την πολυκαιρία αρχείο μου, μια από τις συνεντεύξεις του: ήταν Νοέμβριος του 1997, όταν είχε έλθει στην Αθήνα για να αντιμετωπίσει την ΑΕΚ ως προπονητής της Τιμισίστεμ Μπολόνια, η οποία μάλιστα είχε στις τάξεις της τον Ντέιβιντ Ρίβερς, τον Κάρλτον Μάιερς και τον Ντομινίκ Ουίλκινς! Ήταν τσατισμένος τότε και από την ήττα, αλλά και από τα ζόρια του να συγκεράσει τις τρεις ισχυρές προσωπικότητες, που καθένας τους ήθελε από μια μπάλα και είχε πει: «Άσ’ τους να βουρλίζονται. Στο κάτω κάτω, το έργο είναι γνωστό: στο τέλος ο προπονητής θα πληρώσει τη νύφη»!
Είχε πει πολλά και διάφορα τότε, άλλωστε ο... στόμας του ήταν πάντοτε πρόθυμος να σχολιάσει το κάθε τι: από τον Ιωαννίδη που τον συμπαθούσε πολύ και μάλιστα διαπίστωσε με ευχαρίστηση ότι ακολουθούσε μια τακτική την οποία είχε λανσάρει ο ίδιος στην Καντού (με τα περάσματα στους ψηλούς απέναντι σε άμυνες ζώνης και τις υπερφορτώσεις), ενώ τον αποθέωσε διότι τότε πίστευε κι εκείνος ότι λόγω Στάνκοβιτς, η FIBA «έσπρωχνε» τους Σέρβους προπονητές!
Όπως όλοι οι μεγάλοι προπονητές, ο Μπιανκίνι είχε τις ιδιοτροπίες του, ενώ πολλές φορές υπήρξε κυνικός. Κάποτε που ο κόσμος τον κατηγορούσε για την πορεία μιας ομάδας του, είπε το εξής καταπληκτικό: «Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι γουστάρει. Αυτό που έχω να πω εγώ είναι ότι τους ευχαριστώ διότι έρχονται στο γήπεδο, πληρώνουν εισιτήριο και με αυτά τα λεφτά πληρώνω κι εγώ τα δίδακτρα για το σχολείο των τριών παιδιών μου».
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.