Η αφίσα στα δωμάτιά μας

Βασίλης Σκουντής Βασίλης Σκουντής
gazzetta default image fallback

bet365

O Τζούλιους Έρβινγκ αναγκάστηκε να πουλήσει τα πιο πολύτιμα μπασκετικά ενθυμήματά του για να ξεπληρώσει τα χρέη του και ο Βασίλης Σκουντής φιλοτεχνεί το πορτρέτο του παίκτη που μας έκανε ν' αγαπήσουμε το ΝΒΑ.

Ο «Dr J» δεν είναι ο πρώτος μεγάλος αθλητής που αναγκάζεται να βγάλει στο σφυρί την ανεκτίμητη αθλητική περιουσία του και (πολύ φοβάμαι πως) δεν θα είναι ούτε ο τελευταίος. Απλώς ο Έρβινγκ εκτός από ατυχήσας, είναι και δυστυχήσας και αυτό μεγαλώνει τη λύπηση των απανταχού της Γης θαυμαστών του.

Οφείλω να ομολογήσω και μάλιστα μετά χαράς ότι Έρβινγκ υπήρξε ο πρώτος μπασκετμπολίστας που λάτρεψα στη ζωή μου και ο λόγος για τον οποίο (όπως και πολλοί συνομήλικοί μου) δήλωσα οπαδός των Σίξερς. Συνέπεσε άλλωστε η ακμή του με την ενηλικίωση των σημερινών πενηντάρηδων, που θυμόμαστε με συγκίνηση τη λαχτάρα με την οποία περιμέναμε κάθε Σάββατο το «Αθλητικό Απόγευμα» της ΥΕΝΕΔ για να παρακολουθήσουμε κάποια στιγμιότυπα από τον όντως μαγικό (για τα δεδομένα της εποχής και για την ευκολία του προσηλυτισμού μας σε αυτή την ιδέα) κόσμο του ΝΒΑ.

Για τη γενιά μου, εκείνη η εκπομπή ήταν πραγματικά ο μυστικός διάδρομος που οδηγούσε στα διεθνή δρώμενα με τα οποία ο συντεταγμένος ελληνικός αθλητισμός δεν είχε ανοίξει ακόμα παρτίδες. Καθόμασταν, λοιπόν, κάθε Σάββατο μεσημέρι μπροστά στις ασπρόμαυρες τηλεοράσεις και περιμέναμε με ανυπομονησία να βγουν ο Σισμάνης, ο Γεωργίου και ο Βασιλαράς για να μας μυήσουν σε αυτόν τον άγνωστο, αλλά τόσο εντυπωσιακό κόσμο. Κι όταν τελείωνε η εκπομπή, προσγειωνόμασταν και πάλι στην πεζή πραγματικότητα, η οποία ελέω Σαββάτου ήταν πιο ενδιαφέρουσα από τις καθημερινές, διότι περιελάμβανε παιχνίδι στο δρόμο, το αναπόφευκτο μπάνιο (!), σουβλάκι με διπλή πίτα και ελληνική ταινία!

 

Αυτό είναι που λένε (και στο χωριό του Έρβινγκ) oldies, but goodies.

Είναι γεγονός ότι ο Έρβινγκ όχι απλώς άλλαξε, αλλά εκτόξευσε σε ανώτερες σφαίρες και διαφήμισε το μπάσκετ. Χάρη στα εκπληκτικά αθλητικά προσόντα και στην ικανότητά του στο λεγόμενο «play above the rim», ο φόργουορντ με το κλασικό άφρο μαλλί εισήγαγε ένα πολύ θεαματικό, συναρπαστικό, φαντασμαγορικό και εντέλει απολύτως γοητευτικό στιλ παιχνιδιού, το οποίο από τα μέσα της δεκαετίας του '70 άρχισε να γίνεται πολύ δημοφιλές. Δεν ήταν βεβαίως εξίσου αποτελεσματικό, εξ ου και ο κίνδυνος τον οποίο διέτρεξε ο λεγάμενος να αποσυρθεί ως βασιλιάς χωρίς στέμμα, αλλά η καλή νεράιδα του δεν τον άφησε να φύγει με άδεια χέρια από το ΝΒΑ.

Σύμφωνα με τον αστικό μύθο της εποχής, το καλοκαίρι του 1982 ο (ιδιοκτήτης των Σίξερς) Χάραλντ Κατζ αναζήτησε, βάσει των στατιστικών στοιχείων του πρωταθλήματος, τι έλειπε από την ομάδα του για να πάρει το πρωτάθλημα και οι αριθμοί τον οδήγησαν σε ένα όνομα: Μόουζες Μαλόουν! Οι Σίξερς κουβάλησαν τον σέντερ των Ρόκετς στη Φιλαδέλφεια και έναν χρόνο αργότερα πανηγύριζαν την κατάκτηση του πρώτου και μοναδικού στην ιστορία τους χρυσού δαχτυλιδιού του ΝΒΑ, το οποίο τις προάλλες ο Έρβινγκ εκποίησε αντί 244.240 δολαρίων.

Α, για να μην το ξεχάσω: το δαχτυλίδι που έφερε ως πρωταθλητής του (καταργημένου από το 1976, όταν συγχωνεύθηκε με το ΝΒΑ) ΑΒΑ το 1974, πουλήθηκε στη δημοπρασία αντί 460.741 δολαρίων, λόγω του μουσειακού χαρακτήρα και της σπάνιας συλλεκτικής αξίας του.

Εκτός από την εποποιία της σεζόν 1982-83 (όταν οι Σίξερς γνώρισαν μονάχα μια ήττα στα πλέι οφς, από το Μιλγουόκι στους τελικούς της Αανατολής), τον Έρβινγκ και τον Μαλόουν τους συνέδεε το ΑΒΑ, υπό την έννοια ότι αυτοί οι δύο (και κυρίως ο κατά πέντε έτη πρεσβύτερος) «Dr. J» συνιστούσαν τις πιο εμφατικές εικόνες του πρωταθλήματος, που παιζόταν με τη θρυλική τρίχρωμη μπάλα! Στη θητεία του σε αυτή τη λίγκα, ο Έρβινγκ κατέκτησε τρία πρωταθλήματα, βγήκε τρεις φορές πρώτος σκόρερ και τέσσερις φορές ΜVP και έγινε κορνίζα στα παιδικά δωμάτιά μας: το εννοώ αυτό, διότι όντας κι εγώ προσηλυτισμένος στη... θεότητά του, είχα κρεμασμένη στον τοίχο του δωματίου μου μια αφίσα του με τη φανέλα των Νew York Nets. Ύστερα από τόσα χρόνια σπάω το κεφάλι μου, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πού την είχα βρει.

Θεωρώ περιττό να γράψω ότι στη συγκεκριμένη φάση έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον εκείνη την εποχή, στον κόσμο: κάρφωνε έχοντας πάρει φόρα, όπως το συνήθιζε (και το έκανε σήμα κατατεθέν του) από τη γραμμή των ελευθέρων βολών!

Μια και το 'φερε η κουβέντα εδώ, λέγεται ότι στις μυστικές προπονήσεις που έκανε πριν από τον διαγωνισμό του 1976, ο Τζούλιους κάρφωνε από τη γραμμή του φάουλ με επιτόπιο άλμα! Ο ίδιος έλεγε ότι «μερικά πράγματα πρέπει όντως να τα παίρνει ο άνεμος» κι ανάμεσα σε αυτά εννοούσε και τα δύο... σπασμένα δάχτυλα ενός μπαγαπόντη αντιπάλου του, ο οποίος του έκανε σκαμνάκι την πρώτη φορά που βρέθηκαν αντίπαλοι και ήθελε να τον εκδικηθεί επειδή έπεσε άσχημα στο έδαφος και κόντεψε να τραυματιστεί. «Τότε είπα στον εαυτό μου “Τζούλιους είσαι μεγάλο κωλόπαιδο”, αλλά είχα τσατιστεί πολύ και θεώρησα χρέος μου να του ανταποδώσω αυτό που μου έκανε».

Τα καρφώματα και το περπάτημά του στον αέρα μεγάλωσαν γενιές φιλάθλων και ατσάλωσαν γενιές αντιπάλων! «Είναι ασύλληπτα, όπως και όλες οι κινήσεις του. Νομίζεις ότι απογειώνεται από το κέντρο του γηπέδου, χαιρετάει μερικούς φιλάθλους στην εξέδρα, ύστερα σκέφτεται τι να κάνει την μπάλα και στο τέλος αποφασίζει να την καρφώσει», είπε κάποτε ο Μάτζικ Τζόνσον και η δήλωσή του δεν είχε το παραμικρό στοιχείο υπερβολής.

Εκτός από τα sui generis καρφώματα, ο Dr J κληροδότησε στην παγκόσμια μπασκετική πιάτσα και το περιβόητο «baseline move», που το παρουσίασε για πρώτη φορά στη σειρά των τελικών της Ανατολής της σεζόν 1979-80 κόντρα στους Σέλτικς και άφησε τους πάντες με ανοικτό το στόμα. Περί τίνος επρόκειτο; Έπαιρνε την μπάλα σε πλάγια θέση, κοντά και σχεδόν έξω από τη γραμμή του άουτ, πηδούσε προς τα μέσα, πλησίαζε προς το καλάθι και σκόραρε με ανάποδο λέι απ ή ανάποδο κάρφωμα, καταργώντας εντελώς τον νόμο της βαρύτητας!

Για τον Έρβινγκ τα καρφώματα δεν ήταν ούτε η έκφραση της υπεροχής ούτε το προϊόν των αθλητικών προσόντων και κυρίως της αλτικής ικανότητάς του: ήταν πρώτα και πάνω απ' όλα μια μορφή τέχνης, μάλιστα στη δική του μνημειώδη ικανότητα αποδίδεται η ενσωμάτωση του όρου «slam dunk» στην καθομιλουμένη του μπάσκετ.

Γέννημα θρέμμα της Νέας Υόρκης (Ρούζβελτ), ο «Dr.J» είναι ο πέμπτος σκόρερ όλων των εποχών (πίσω από τον Τζαμπάρ, τον Καρλ Μαλόουν, τον Τζόρνταν και τον Τσάμπερλεν) , με 30.026 πόντους στο ΑΒΑ και στο ΝΒΑ και ο μοναδικός που ανακηρύχθηκε πολυτιμότερος παίκτης και στα δύο πρωταθλήματα. Συν τοις άλλοις (και εδώ έγκειται η τραγικότητα της σύγχρονης χρεοκοπίας του) ήταν ένας από τους πρώτους παίκτες που «πούλησε» τον εαυτό του και έβγαλε πολλά λεφτά από διαφημίσεις, χώρια που ήταν κάτοχος ενός μεγάλου ποσοστού στην αντιπροσωπεία της Coca Cola στην Πενσιλβάνια. Νομίζω επίσης ότι ήταν ο πρώτος παίκτης για τον οποίο σχεδιάστηκε παπούτσι με το όνομά του και ο πρώτος που γύρισε διαφημιστικά σποτ για την τηλεόραση και πρωταγωνίστησε σε ταινία, στην κωμωδία μπασκετικού περιεχομένου «The fish that saved Pittsburgh»!

Από το 1976 έως το 1987, οπότε αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, ο Έρβινγκ ήταν ένας σταρ πρώτου μεγέθους, μάλιστα η αντιπαλότητά του (στο πλαίσιο των αναμετρήσεων των Σίξερς με τους Σέλτικς) με τον Λάρι Μπερντ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης μιας εταιρείας video games, για να λανσάρει το παιχνίδι «One on One: Dr. J vs. Larry Bird».

Παρεμπιπτόντως το παρατσούκλι «Doctor J» (γιατρός Τζούλιους) που τον ακολουθεί από τα γυμνασιακά χρόνια του, του το κόλλησε ένας συμπαίκτης του στο Roosevelt high school ονόματι Λέον Σάντερς. Όποτε έπαιζαν μονά, ο μονίμως γκρινιάρης Σόντερς ανακάλυπτε και ζητούσε φάουλ, με αποτέλεσμα ο μεν Έρβινγκ να τον αποκαλεί «professor» (επειδή ήταν μανούλα στις διαμαρτυρίες) και αυτός με τη σειρά του να τον βαφτίσει «doctor». Το προσωνύμιο καθιερώθηκε, διότι ο Έρβινγκ και ο Σάντερς πήγαν μαζί στο κολέγιο της Μασαχουσέτης, έμεναν στο ίδιο δωμάτιο και ήταν αδελφικοί φίλοι.

Ο Έρβινγκ αποσύρθηκε από την ενεργό δράση τον Μάιο του 1987, σε ηλικία 37 ετών γνωρίζοντας την αποθέωση και το sold out σε κάθε γήπεδο στο οποίο εμφανιζόταν για τελευταία φορά φορώντας τη φανέλα των Σίξερς με το Νο 6. Αποσύρθηκε αφήνοντας πίσω του μια καριέρα γεμάτη από highlights, αλλά και από αλλεπάλληλες επινοήσεις, που έδωσαν το δικαίωμα στον συχωρεμένο παίκτη, προπονητή και τηλεσχολιαστή Τζόνι Κερ να δηλώσει ότι «ο Dr. J είναι ο Τόμας Έντισον του μπάσκετ, διότι κάθε βράδυ ανακάλυπτε κάτι καινούργιο»!

Αυτόν τον μεγάλο εφευρέτη του μπάσκετ, είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε από κοντά το καλοκαίρι του 1989 όταν ήρθε στα μέρη μας. Σε μια εποχή που ήμασταν ακόμη βαθιά νυχτωμένοι, η επίσκεψή του στην Ελλάδα συνιστούσε ένα... πολιτισμικό σοκ και αποτέλεσε την αρχή μιας υπέροχης φιλίας με το ΝΒΑ. Έναν χρόνο νωρίτερα, είχα την τιμή να τον συναντήσω στη Μαδρίτη, όπου βρέθηκε ως guest star του Mc Donalds's Open και η ειρωνεία της τύχης είναι ότι σε ένα μάθημα προς νεαρούς Ισπανούς παίκτες, είχε διαλέξει να μιλήσει για την άμυνα!

Αν και έχουν περάσει 23 χρόνια από τότε θυμάμαι πώς έτρεμαν τα πόδια μου, όταν δέχτηκε να μου δώσει μια συνέντευξη, στην οποία μάλιστα αποκάλυψε ότι είχε δεχτεί προτάσεις να παίξει σε ευρωπαϊκές ομάδες, αλλά ένιωθε κουρασμένος έπειτα από τόσα χρόνια στο ΝΒΑ. Επίσης στην ίδια συνέντευξη είχε δηλώσει ότι «ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών είναι ο Τζαμπάρ, αλλά εγώ θα πλήρωνα ευχαρίστως εισιτήριο για να απολαύσω από κοντά τον Τζορτζ Γκέρβιν», ενώ ήταν αντίθετος με τη συμμετοχή των παικτών του ΝΒΑ στους Ολυμπιακούς Αγώνες και στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα. Όταν τον ρώτησα για τη σύγκριση με τον τότε ανερχόμενο Μάικλ Τζόρνταν είχε απαντήσει ως εξής: «Όταν άρχιζα την καριέρα μου με αντιπαρέβαλαν με τον Έλτζιν Μπέιλορ που μάλιστα ήταν το είδωλό μου. Τώρα συγκρίνουν τον Τζόρνταν μαζί μου και σε είκοσι χρόνια θα ψάχνουν τον επόμενο Τζόρνταν. Η ζωή συνεχίζεται, το ίδιο και το μπάσκετ».

Έγραψα στον πρόλογο ότι ο Έρβινγκ δεν είναι μόνο ατυχήσας, αλλά και δυστυχήσας: η ατυχία του αφορά στα οικονομικά και η δυστυχία του στα οικογενειακά. Το 1999 εκτέθηκε όταν αποκαλύφθηκε ότι η 18χρονη τενίστρια Αλεξάντρα Στίβενσον που έκλεψε την παράσταση στο Wimbledon ήταν νόθα κόρη του, καρπός της εφήμερης σχέσης του με τη Σαμάνθα Στίβενσον, η οποία κάποτε κάλυπτε το ρεπορτάζ των Σίξερς, ωστόσο το μεγαλύτερο κτύπημα στη ζωή του ήλθε ύστερα από έναν χρόνο. Στις 28 Μαΐου του 2000 εξαφανίστηκε ο 19χρονος γιος του Κόρι, ο οποίος μια εβδομάδα μετά βρέθηκε νεκρός μέσα σε ένα αυτοκίνητο, βυθισμένο σε μια λίμνη του Ορλάντο.

Ο Κόρι ήταν ένα δυσλεκτικό παιδί που συν τοις άλλοις είχε μπλεξίματα με την αστυνομία λόγω αλκοολισμού και χρήσης ναρκωτικών. Εκείνη την εποχή προσπαθούσε να μπει στον ίσιο δρόμο και έκανε χαρούμενο τον πατέρα του, αλλά το μοιραίο απόγευμα έφυγε από το σπίτι λέγοντας στον Τζούλιους «μπαμπά, πάω να αγοράσω ψωμί» και δεν γύρισε ποτέ.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σκουντής
Βασίλης Σκουντής

H φήμη ότι βγήκε από την κοιλιά της μάνας του κρατώντας ένα στυλό κι ένα χαρτί ελέγχεται ως εντελώς αναληθής. Αντιθέτως είναι περίπου… αληθής η φήμη ότι στην πρώτη έκθεση του στο δημοτικό έβαλε τίτλο, υπότιτλο, φωτογραφία, λεζάντα και έδωσε χαρακτηρισμό γραμματοσειράς!
Τα νομικά βιβλία του Σάκουλα ενέμειναν απλώς στο ράφι, αλλά στις… σακούλες. Ο προορισμός υπήρξε μοιραίος και αναπόδραστος. Μετά από 32 χρόνια και με τα μαλλιά του να έχουν από ετών προτιμήσει την ταπείνωση από το θάνατο, ο Βασίλης Σκουντής ταλαιπωρεί τους γύρω του και τον εαυτό του, επιμένοντας να γράφει, άλλωστε είναι το μόνο που έμαθε να κάνει (πιστεύει καλά, αλλά κι αυτό παίζεται!) στη ζωή του. Αν και ενίοτε παρασπονδεί, εν τούτοις στις φλέβες του τρέχει πάντοτε πορτοκαλί αίμα, θεωρεί τον εαυτό του απόγονο του Homo Βasketikus και (περπατώντας στην πέμπτη δεκαετία της ενασχόλησης του με τη δημοσιογραφία) γουστάρει που ακόμη δεν βαρέθηκε να κάνει το χόμπι του!

ΥΓ: Αν μετά από τόσα χρόνια δεν τον βαρεθήκατε, εκτός από το gazzetta.gr μπορείτε να τον υποφέρετε ακόμη καθημερινά στο Goal News και στον Sentra FM 103.3