Σόκρατες ντρανκ δε κόνιουμ...
Ήταν καλοκαίρι του 1982 και περιμέναμε με αγωνία το Μουντιάλ. Όχι μόνο γιατί θα βλέπαμε τόσα ματς μαζεμένα και θα γεμίζαμε τα απογεύματα και τα βράδια μας με έναν σπάνιο -ευτυχώς όχι και απαγορευμένο καρπό- αλλά και γιατί θα βλέπαμε επιτέλους τη Βραζιλία και την Αργεντινή. Τότε, στα έιτις, η δυνατότητα αυτή δινόταν μια φορά στα τέσσερα χρόνια, μόνο στα Μουντιάλ. Δεν υπήρχαν δορυφορικά κανάλια, ούτε καν ιδιωτικά. Μόνο δυο κρατικά κανάλια είχαμε, την Ερτ1 και την Ερτ2, τα οποία πρόβαλλαν ποδόσφαιρο με το σταγονόμετρο. Μουντιάλ και Κύπελλο Εθνών (νυν Γιούρο) κάθε δύο καλοκαίρια εναλλάξ, τελικούς ευρωπαϊκών Κυπέλλων (τέσσερις τότε, από ένας για Πρωταθλητριών και Κυπελλούχων και διπλός για το Ουέφα), μερικά ευρωπαϊκά ματς των ελληνικών ομάδων στις ίδιες διοργανώσεις και φυσικά μόνο στους πρώτους γύρους μέχρι να αποκλειστούν (τότε δεν υπήρχαν όμιλοι σε Τσάμπιονς Λιγκ και Ουέφα), τελικό Κυπέλλου Αγγλίας, ένα ματς την εβδομάδα από το αγγλικό πρωτάθλημα κάθε Σάββατο μεσημέρι (κι αυτό συνήθως μαγνητοσκοτωμένο), ένα γερμανικό ματς Σάββατο απόγευμα (αυτό έπαιζε καμιά φορά και λάιβ) κι αυτό ήταν όλο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Ποια Βραζιλία και ποια Αργεντινή; Μιλάμε για τον απόλυτο μύθο. Μόνο ακούγαμε για τους μάγους από τη Λατινική Αμερική, αλλά δεν τους βλέπαμε. Οπότε ...βάζαμε με το νου μας, τόσο που νομίζαμε πως ο Πελέ παίζει ακόμα. Γι΄ αυτό και μια φορά που είχαμε πάει στο θερινό σινεμά του κυρ-Λουκά να δούμε τη «Μεγάλη Απόδραση των 11», στην οποία πρωταγωνιστούσε μεταξύ άλλων και ο Πελέ, όταν ο Βραζιλιάνος έβαλε γκολ στους Γερμανούς με ανάποδο ψαλίδι, σηκώθηκε όλο το σινεμά και χειροκροτούσε!
Τέλος πάντων, αυτά είχαν περάσει, θα βλέπαμε Βραζιλία. Και στηθήκαμε όλη η παρέα μπροστά στην -έγχρωμη παρακαλώ- τηλεόραση που είχε αγοράσει ειδικά για το Μουντιάλ ο καφετζής ο Μπάφας, προκειμένου να δούμε το ματς με τη Σοβιετική Ένωση. «Θα φάνε πολλά μπαλάκια οι Ρώσοι», έλεγε ο Πατούσας. «Ποια είναι η Βραζιλία;», ρωτούσε ο Φώτης, που έχει -ακόμα και τώρα- τόση μυρουδιά από ποδόσφαιρο όσο μπορείς να μυρίσεις το ...νερό σε κουζίνα που βράζει κουνουπίδι. «Δεν πας καλά», έλεγε δυο φορές ο Δεμπασκαλάς, μία στον Πατούσα και μία στον Φώτη. Στον πρώτο γιατί ο Δεμπασκαλάς ήταν με τη Σοβιετική Ένωση επειδή ο μπαμπάς του ήταν παλιότερα κρατούμενος της χούντας (γιατί άραγε;), στον δεύτερο γιατί όλοι ήξεραν ότι οι Ρώσοι φοράνε κόκκινα. Οι Βραζιλιάνοι δεν ήμασταν σίγουροι τι φοράγανε...
Φοράγανε κίτρινα με μπλε, είχανε μέσα και τον «Λευκό Πελέ» όπως είχαν βαφτίσει τον Ζίκο, όμως ο Ζίκο ήταν άφαντος στο ματς και η Σοβιετική Ένωση, με ένα γκολ του Μπαλ με σουτ από το ...Κίεβο -το οποίο «έπνιξε» ο απίθανος Βραζιλιάνος τερματζής Βαλντίρ Πέρεζ- είχε προηγηθεί και βάσταγε. Αυτή είχε και τερματοφύλακα, τον περίφημο Ντασάεφ, όχι σαν τους Βραζιλιάνους, που στο πρόσωπό του τερματοφύλακά τους βρήκαμε χειρότερο από τον τερματζή του Κεραυνού, τον Μήτσο τον Μαμούα.
Μέχρι το 75΄, λοιπόν, χαμογελούσε μόνο ο Δεμπασκαλάς, ενώ οι υπόλοιποι ψάχναμε να βρούμε ένα λόγο που ήταν τόσο δημοφιλής η Βραζιλία. Μέχρι που εμφανίστηκε ο πρώτος λόγος: ο Σόκρατες. Ο «γιατρός», όπως ενημερωθήκαμε στη μετάδοση, που φόραγε μόλις 38 νούμερο παπούτσι -παρά τα 193 εκατοστά του ύψους του-, «το οποίο τον βοηθάει να κάνει ντρίμπλες». Ο Σόκρατες, με μια εντυπωσιακή προσπάθεια και με ένα τρομερό σουτ έξω από την περιοχή, λύγισε τον γίγαντα Ντασάεφ, έφερε χαμόγελα σε όλο τον καφενέ και έκοψε εκείνο του Δεμπασκαλά. Που αν ήξερε πως ο Σόκρατες, εκτός από Βραζιλιάνος, ήταν και κομμουνιστής, σίγουρα θα χαμογελούσε πάλι. Το ματς δεν θα είχε γίνει 1-1, αλλά 2-0 για τον Δεμπασκαλά.
Μετά, λίγο πριν το τέλος, ήρθε ακόμα ένα απίθανο γκολ, επίσης από τα καλύτερα στην ιστορία των Μουντιάλ, από το δολοφονικό αριστερό πόδι του Έντερ, που είχε «το δυνατότερο σουτ στον κόσμο», όπως έλεγαν τότε. Δείτε το κι αυτό...
Η Βραζιλία, λοιπόν, κέρδισε 2-1 και την επόμενη μέρα όλοι προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τον Σόκρατες και τον Έντερ. Σόρι, όχι όλοι. Ο Δεμπασκαλάς προσπαθούσε να μιμηθεί τον Μπαλ. Το δυσάρεστο για τον Σόκρατες, είναι ότι τον μιμήθηκε ο Φώτης. Προσπαθώντας κι αυτός να σκοράρει με μακρινό σουτ στην αλάνα του Ζόμπολα όπου παίζαμε εκείνο το πρωινό, έστειλε την μπάλα, όχι ανάμεσα στους δύο τσιμεντόλιθους που είχαμε στήσει για δοκάρια, αλλά ανάμεσα στην μπουγάδα με τα ασπρόρουχα της Αθηνάς του Μητροδήμου. Είπαμε, ο Φώτης δεν είχε σχέση με το ποδόσφαιρο. Και η Αθηνά έκτοτε δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί μας. «Φευγάτε από ΄δώ και μην σαν ξαναδώ, γιατί θα πιάσω την μπάλα και θα τη σκίσω», είπε και υποχρεωθήκαμε να αλλάξουμε ...έδρα εξαιτίας του αποκλεισμού της από την Πειθαρχική Επιτροπήτης Αθηνάς. Πήγαμε καπάκι στο οικόπεδο του Μπούλη, που ήταν η εναλλακτική μας. Ο Μπούλης ζούσε στη Φλόριδα, σε πείσμα της Δωροθέας της Ζαβής που έλεγε πως «την άλλη βδομάδα θα έρθει από τη Φλώρινα». Ερχόταν στο χωριό μια φορά το χρόνο, κάθε καλοκαίρι και όντως αναμενόταν την επόμενη εβδομάδα, γιατί είχε ενημερώσει τη μάνα του Δεμπασκαλά, που τότε καθάριζε σκάλες, να πάει να του ετοιμάσει το σπίτι, το οποίο βρισκόταν στο βάθος του οικοπέδου που ήταν η νέα έδρα της ομάδας μας.
Όταν πήγε να καθαρίσει, βρήκε την μπάλα μας μέσα στο σπίτι και το παράθυρο της κουζίνας του Μπούλη τρύπιο σαν από κανονιοβολισμό. Ο γιος της είχε προσπαθήσει να μιμηθεί τον Μπαλ. Νωρίτερα, εγώ, ως Έντερ, είχα επιχειρήσει άλλον έναν κανονιοβολισμό, αλλά το παντζούρι τη κρεβατοκάμαρας του Μπούλη είχε αντέξει...
Μόλις έμαθα το θάνατο του Σόκρατες πήρα τηλέφωνο τον Φώτη. Για να θυμηθούμε τα παλιά, για να θυμηθούμε το σουτ του Φώτη στην μπουγάδα της Αθηνάς, για να θυμηθούμε τον Βραζιλιάνο παιχταρά του παρελθόντος. Εκείνο που δεν θυμήθηκα εγκαίρως ήταν η σχέση του Φώτη με την μπάλα. «Πέθανε ο Σόκρατες», του είπα. «Ποιος απ΄ όλους;», μου απάντησε. «Ποιους όλους, ρε καημένε; Με τον αρχαίο τον μπέρδεψες;», ξαναρώτησα. «Όλο μ@λ@κίες είσαι», με έκραξε και ...με έβαλε στη θέση μου: «Συγκρότημα δεν ήταν, ρε άσχετε, οι Σόκρατες; Ποιος απ΄ όλους πέθανε;».
Έλα ντε...
Με τους «Σόκρατες ντρανκ δε κόνιουμ» τον μπέρδεψε και ...δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα. Κι ο Σόκρατες, ο Βραζιλιάνος, ήπιε το δικό του κώνειο. Το έπινε ποτήρι ποτήρι τόσα χρόνια, διαλύοντας τον οργανισμό του, που δεν άντεξε περισσότερο από τα 57 του χρόνια. Η ιστορία του, όμως, θα αντέξει...
Μέχρι να ξεχάσω τον Σόκρατες, εγώ, ο Μίλτος, νά ΄μαι καλά...
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.