Ελληνικό πρωτάθλημα χωρίς Ελληνες παίκτες

Βασίλης Σαμπράκος Βασίλης Σαμπράκος
Ελληνικό πρωτάθλημα χωρίς Ελληνες παίκτες

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος κοιτάζει τις 5αδες των ομάδων της Basket League και προσπαθεί να εξηγήσει ένα ανεξήγητο φαινόμενο, την επιλογή των ΚΑΕ να ζουν με ξένους παίκτες και να απευθύνονται σε ελάχιστους Ελληνες θεατές.

Μπαρτσελόνα – Μιλάνο με πριμ 5%*, ακόμα καλύτερες αποδόσεις και 190+ ειδικά στοιχήματα! (21+) * Ισχύουν Οροι και Προϋποθέσεις

Βρέθηκα τις προάλλες να συμμετέχω σε μια συζήτηση που έμοιαζε περίπου με ρητορικό προβληματισμό σε σχέση με την ανάπτυξη του ελληνικού μπάσκετ και την ανάγκη επένδυσης στην βάση, δηλαδή στην διαδικασία της εκπαίδευσης και – κυρίως αυτής – της ανάδειξης νέων παικτών. Μολονότι δεν παρακολουθώ την εξέλιξη του εθνικού πρωταθλήματος στο βαθμό που να εμπιστεύομαι την αντίληψή μου για τους λόγους της στρατηγικής πίσω από την τακτική που ακολουθεί το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς του μπάσκετ, έμεινα στη στάση του ακροατή, απέναντι ίσως στον πιο έμπειρο παράγοντα του εθνικού μπάσκετ, με την αίσθηση ότι ακούω περίπου τα αυτονόητα. Διότι μόνο ως αυτονόητη ακούγεται η αρχή που θα έπρεπε να ακολουθεί ο μέσος σύλλογος που έχει την ομάδα του στην Basket League. Θα έπρεπε πρώτη η κοινωνία της διοίκησης στο ελληνικό μπάσκετ, και αναφέρομαι σε αυτούς που ασκούν διοίκηση στους συλλόγους, να δέχεται ως αξίωμα για την εξυπηρέτηση του βασικού επιχειρηματικού συμφέροντός της, δεδομένου ότι ζούμε στην εποχή που οι σύλλογοι προσπαθούν να λειτουργούν ως καλαθοσφαιρικές ανώνυμες εταιρείες, την ανάδειξη νέων παικτών. Το όραμα μιας ΚΑΕ θα έπρεπε να είναι ο συνδυασμός της παρουσίας στην Basket League με την δημιουργία υπεραξιών, δηλαδή την εκπαίδευση και την εξέλιξη παικτών που θα έχουν την προοπτική αφενός να επιδρούν θετικά στην ομαδική απόδοση και την επίτευξη στόχων και αφετέρου να φέρουν κάποια χρήματα στον σύλλογο επειδή η ανέλιξή τους θα λειτουργούσε ως “κράχτης” σε δύο επίπεδα: στην κερκίδα, επειδή οι επιτυχίες θα φέρουν περισσότερα εισιτήρια, και στην ακαδημία, επειδή η λάμψη τους λειτουργεί ως δείγμα ποιότητας της δουλειάς που γίνεται στην ακαδημία τους και αυτή γεμίζει από παιδιά και συνδρομές.

Προφανώς υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνω στη ζωή του ελληνικού μπάσκετ. Διότι κάπως πρέπει να εξηγείται το γεγονός ότι σήμερα στο Περιστέρι οι 6 εκ των 12 παικτών που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι ξένοι, στον Προμηθέα οι 6 εκ των 14 είναι ξένοι, στον Ηφαιστο οι 6 εκ των 12 είναι ξένοι, στον ΠΑΟΚ οι 7 εκ των 13 που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι/ήταν ξένοι, στο Λαύριο οι 6 εκ των 13 είναι ξένοι, στον Πανιώνιο οι 8 εκ των 15 που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι/ήταν ξένοι, στον Αρη οι 6 εκ των 12, στον Χολαργό οι 6 εκ των 12, στον Κολοσσό οι 7 εκ των 14 είναι/ήταν ξένοι, στην Κύμη οι 6 εκ των 14 είναι/ήταν ξένοι, στο Ρέθυμνο οι 8 εκ των 15 είναι/ήταν ξένοι, στην ΑΕΚ οι 6 εκ των 14 είναι ξένοι. Η δεύτερη ανάγνωση, στα λεπτά συμμετοχής, δείχνει ότι ο βασικός κορμός των ομάδων, δηλαδή ο πυρήνας αυτών που παίρνουν τον περισσότερο χρόνο συμμετοχής είναι οι ξένοι. Κάπως έτσι φτάνουμε άλλωστε να βλέπουμε αγώνες της Basket League δίχως να πατάει, για αρκετό χρόνο, Ελληνας παίκτης το παρκέ. Γιατί συμβαίνει αυτό; Τι υπάρχει που δεν το καταλαβαίνω;

Δεν είναι καθόλου εύκολη η απάντηση στην “γιατί ποδοσφαιροποιήθηκε τόσο το ελληνικό μπάσκετ κορυφής;” ερώτηση. Στο ποδόσφαιρο, στην Superleague κυκλοφορούν πολύ περισσότερα έσοδα, στον βαθμό που να είναι εύκολο στον παρατηρητή να αντιληφθεί ότι οι ΠΑΕ φτιάχνουν προϋπολογισμό με βάσει τα ρεαλιστικά προσδοκώμενα έσοδα, δηλαδή το αντίτιμο του τηλεοπτικού συμβολαίου και τις όποιες εισπράξεις από εισιτήρια. Ακούς δηλαδή ότι μια ΠΑΕ φτιάχνει ρόστερ των 500 χιλιάδων ευρώ και δεν αναρωτιέσαι πού τα βρίσκει τα λεφτά για να πληρώσει. Της φτάνει το τηλεοπτικό συμβόλαιο. Στο μπάσκετ όμως δυσκολεύεσαι πάρα πολύ να βρεις την απάντηση στην “πού τα βρίσκει;” ερώτηση που γεννιέται συνειρμικά όταν ακούς ότι το Περιστέρι κοστίζει περί τα 700 χιλιάδες ευρώ, ο Προμηθέας παραπάνω από 1 εκατ. ευρώ, η ΑΕΚ κοντά στα 2 εκατ. ευρώ, ο Πανιώνιος περί τα 600 χιλιάδες ευρώ, ο Αρης περί τα 450 χιλιάδες ευρώ κλπ. Πώς και από πού βρίσκονται τα έσοδα που χρηματοδοτούν την ζωή των ομάδων; Με τα +- 200 χιλιάδες ευρώ που εξασφάλισαν, η κάθε ομάδα, από το τηλεοπτικό συμβόλαιο με την ΕΡΤ και τα 500 – 2.000 εισιτήρια που πωλούν ανά παιχνίδι; Τι προοπτική έχει και πού βγάζει όλο αυτό που κάνουν με τα “φύγε εσύ, έλα εσύ” των Αμερικάνων παικτών, οι οποίοι έρχονται και φεύγουν προτού προλάβουμε να μάθουμε τα ονοματεπώνυμά τους και τις θέσεις που αγωνίζονται; Πόσο ελκυστική μπορεί να είναι αυτή η πρακτική που ακολουθεί η διοίκηση μιας ομάδας για την τοπική κοινωνία στην οποία θεωρητικώς απευθύνεται και προσπαθεί να την πείσει να δώσει σημασία στο όραμα της ομάδας και να πάει στο γήπεδο; Και τι προοπτική μπορεί να έχει για έναν σύλλογο το “είναι τρελός ο πρόεδρος, θα τα χώσει και φέτος”. Κι αν αύριο ο πρόεδρος ξετρελαθεί και πάψει να βάζει από την τσέπη για να αγοράζει την ακριβή ζωή της ομάδας, τι θα της συμβεί της ομάδας και πού θα καταλήξει; Πόσο στέρεο είναι το έδαφος που πατάει; Η ιστορία του μπάσκετ είναι γεμάτη από ομάδες που έγιναν ασανσέρ κάθε φορά που βρήκαν ή έχασαν τον “τρελό τον πρόεδρο”. Πώς γίνεται να μη διδάσκεται κανείς από αυτή;

 

Ναι, ξέρω, οι ατζέντηδες πείθουν τον πρόεδρο ότι ο Αμερικανός αξίζει το “χώσιμο” των χρημάτων περισσότερο από τον Ελληνα και κάπως έτσι τα ρόστερ γεμίζουν με ταβανιασμένους ξένους. Καταλαβαίνω επίσης ότι οι ίδιοι λόγοι που έχουν κάνει τις ΠΑΕ να δείχνουν προτίμηση στους ξένους ποδοσφαιριστές, δηλαδή οι προμήθειες των μεσαζόντων και τα “1 ημίχρονο, 2 τελικό” φαινόμενα τα ζήλεψε το μπάσκετ και τα έβαλε και αυτό στη ζωή του. Είναι όμως όλα αυτά αρκετές εξηγήσεις για την λογική που επικρατεί σήμερα στο ελληνικό μπάσκετ; Κι είναι τόσο κακομαθημένος ο μέσος Ελληνας μπασκετμπολίστας, που ζητά πάντα πολύ υψηλότερο μεροκάματο από τον Αμερικάνο; Είναι, δηλαδή, εξήγηση το ότι τα ξένα εργατικά χέρια είναι φθηνότερα από τα ελληνικά; Ζει και λειτουργεί με όρους οικοδομής το μπάσκετ;

Τα περισσότερα από τα παραπάνω ερωτήματα προφανώς είναι ρητορικά. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς ότι οι διοικήσεις των ομάδων κοπανιούνται για να αυξήσουν τους ξένους, δηλαδή να αποκτήσουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν περισσότερους; Αν ήταν στο χέρι τους, θα είχαν ήδη αγοράσει το δικαίωμα να σχηματίζουν ρόστερ μόνο με ξένους. Συμπεριφέρονται σαν να μην μπορούν να αποστασιοποιηθούν και να παρατηρήσουν ψύχραιμα αυτό που συμβαίνει στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών στο ελληνικό μπάσκετ, του οποίου το πρωτάθλημα διαρκώς μικραίνει και σήμερα ζει συρρικνωμένο σε απήχηση και δυναμική.

Περιμένω να δω την πρώτη ΚΑΕ που θα εμφανιστεί στην Basket League με την διακήρυξη ότι θα βασιστεί σε νεαρούς Ελληνες που θα τους πλαισιώσει από έναν δύο πιο έμπειρους και από έναν δύο αξιόλογους ξένους, για να δω τί αντιμετώπισης θα τύχει από τα media ένα τέτοιο εγχείρημα και κυρίως αν και πόσο θα πείσει μια τοπική κοινωνία για μαζική συμπαράσταση αυτού του σχεδίου. Μέχρι σήμερα έχει αποδειχθεί μάταιη αυτή η προσμονή. Οσο δεν συμβαίνει, και όσο ο μέσος νέος Ελληνας μπασκετμπολίστας παραμένει κομπάρσος, δεν πρόκειται να αλλάξει η ζωή της Εθνικής Ομάδας, εκτός και αν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο βρει τον τρόπο να ξαναφορέσει τη φανέλα της. Οσο δεν συμβαίνει, τα γήπεδα της Basket League θα παραμένουν πλατείες των 500, 1000, ή στην καλύτερη 2.000 ανθρώπων, με εξαίρεση φυσικά τα παιχνίδια του Παναθηναϊκού με τον Ολυμπιακό. Ενα πρωτάθλημα που κάποτε απασχολούσε πάρα πολλούς, που γέμιζαν τα γήπεδά του, σήμερα απασχολεί ελάχιστους. Είναι, προφανώς, επιλογή του. Και επιλογή όλων των υπολοίπων, των πολλών, να μη το παρακολουθούν ούτε ως τηλεοπτικό θέαμα.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.