Όταν εσύ κοιμόσουν…

Όταν εσύ κοιμόσουν…
Η Γερμανία έφτασε εμφατικά στην κορυφή του μπάσκετ, ακολουθώντας ένα δεκαετές πλάνο με προσήλωση στον στόχο. Οι συγκρίσεις με την Ελλάδα είναι αναπόφευκτες και φέρνουν μελαγχολία.

«Ναι αλλά δεν είναι παραδοσιακή δύναμη». Λογική και αναμενόμενη η απορία, όσων φιλάθλων παρακολουθούν περιστασιακά το παγκόσμιο μπάσκετ και δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν την σταδιακή εξέλιξη της Γερμανίας την τελευταία δεκαετία, η οποία κορυφώνεται με την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο Παγκόσμιο Κύπελλο.

Αλλά και εικόνα, με βάση την οποία, δεν δείχνει διατεθειμένη να εγκαταλείψει την κορυφή. Ή τουλάχιστον (επειδή η παρουσία εκεί δεν είναι ποτέ εγγυημένη) να την υπερασπίζεται με τη δύναμη και την επάρκεια που μας έδειξε ότι διαθέτει.

Πριν πάμε παρακάτω να διευκρινίσω κάτι. Δεν με ενδιαφέρει το πόσο «συμπαθείς» ή «αντιπαθείς» είναι για τον Έλληνα «φίλαθλο», Γερμανοί, ΙσπανοίΆγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι όταν αναφέρομαι στο αθλητικό σκέλος. Όπως κάθε άνθρωπος έτσι και εγώ έχω τα κολλήματα μου, αλλά θέλω να πιστεύω ότι δεν είμαι τόσο… στόκος ώστε με βάση αυτά να απορρίπτω τη δουλειά, το ταλέντο και την προσήλωση κάποιων ανθρώπων για να φτάσουν στο στόχο. Άλλωστε, είναι περισσότερο από σαφή δύο πράγματα. Πρώτον ότι βαφτίζουμε «αντιπαθείς» όποιους για πολλά χρόνια δεν έχουμε μπορέσει να κερδίσουμε. Μπορεί την… τιμή αυτή να την είχαν επί σειρά ετών οι Ισπανοί γιατί πέφταμε πολύ επάνω τους, αλλά έχουν περάσει διάφοροι από αυτή την κατηγορία (μέχρι και τα «αδέρφια» μας οι Σέρβοι/Γιουγκοσλάβοι). Δεύτερον ότι με βάση αυτή την προσέγγιση πρέπει να υπήρξαν αρκετά χρόνια που θα ήταν και η δικιά μας η εθνική… αντιπαθής. Αλλά εκτός συνόρων οι περισσότεροι βλέπουν τα πράγματα λίγο διαφορετικά, στον αθλητισμό, απ’ ότι ετούτος ο «περιούσιος λαός».

Στο (κανονικό) μπάσκετ τώρα. Το οποίο οι Γερμανοί το υπηρετούν και σε υψηλό επίπεδο, όπως είδαμε στο Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά και στην παραγωγική διαδικασία. Γιατί είναι αυτή που τους επιτρέπει να παρουσιάζουν ολοένα και καλύτερες ομάδες στις μικρότερες ηλικίες, αλλά να στέλνουν παίκτες και στο ΝΒΑ. Θα συμφωνήσω ότι το δεύτερο δεν είναι –από μόνο του- κριτήριο ανάπτυξης και έχει να κάνει και με τις ομάδες που αγωνίζονται αυτοί οι παίκτες στις ΗΠΑ, αλλά στην ομάδα που θαυμάσαμε (και) στη Μανίλα υπήρχαν τέσσερις NBAers σε καλή ηλικία, ενώ ακόμα τρεις αγωνίζονται εκεί. Και επειδή εκεί το φέρνει ο δρόμος, να κάνουμε τις συγκρίσεις; Πόσοι παίκτες, αποτέλεσμα την παραγωγής του ελληνικού μπάσκετ αγωνίζονται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού; Αλλά ακόμα και αυτό να βάλουμε στην άκρη, θέλουμε να δούμε πως εξελίσσεται η κατάσταση με τον ελληνικό κορμό των κορυφαίων ομάδων μας στην Euroleague; Πόσο έχει ανέβει ο μέρος όρος ηλικίας (όπου και όσο υπάρχει) και πως αναζητούνται Έλληνες παίκτες να σηκώσουν το βάρος σε μια απαιτητική διοργάνωση και δεν βρίσκονται;

Δεν ξέρω αν το μπάσκετ στη Γερμανία, μετά από αυτή την επιτυχία, θα καταφέρει να ανέβει θέση στις προτιμήσεις του γερμανικού κοινού και αν ανταγωνιστεί σε δημοφιλία, όχι βέβαια το ποδόσφαιρο αλλά το… χάντμπολ. Το σίγουρο είναι πως όσοι υπηρετούν το άθλημα εκεί ακολουθούν ένα πλάνο και κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι στην «πίτα». Τόσο στην κορυφή, όσο και στη βάση της αθλητικής πυραμίδας. Αν θα αποδώσει με τίτλους και σε επίπεδο συλλόγων, είναι δύσκολο να ειπωθεί. Οι επενδύσεις τους εκεί αφορούν πρώτα τις υποδομές και το fan κομμάτι του αθλήματος. Σίγουρα όμως δεν πετάνε λεφτά σε μια μαύρη τρύπα, με αλόγιστες μεταγραφές και υψηλά συμβόλαια από τη στιγμή που το άθλημα δεν τα φέρνει (ακόμα) πίσω έχοντας χάσμα σε σχέση με τα εμπορικά έσοδα του ποδοσφαίρου, Αν με ρωτήσετε όμως για τη σιγουριά που έχω σε σχέση με το ποιες ομάδες θα επιβιώσουν μετά από δέκα χρόνια σε υψηλό επίπεδο, δεν θα ψήφιζα τις ελληνικές αν αύριο αυτοί που βάζουν τα λεφτά βαρεθούν να αποχαιρετήσουν.

Βλέπετε «ανάπτυξη» είναι πολλά πράγματα. Όχι μόνο οι ακαδημίες, όχι μόνο το πλάνο, ο κεντρικός σχεδιασμός, το τι μπάσκετ παίζουμε και σίγουρα δεν είναι μόνο οι τίτλοι. Και επειδή πολύ κουβέντα έγινε σε αυτή τη διοργάνωση για το «σκεπτόμενο» μπάσκετ, οφείλω να πω ότι αυτό το μπάσκετ το…σκεπτόμενο ξεκινάει έξω από το γήπεδο και δεν αφορά μόνο το αγωνιστικό σκέλος. Είναι όλο το πλαίσιο που σε φτάνει να διακρίνεσαι και πάνω στο παρκέ. Σε αυτό το σκέλος λοιπόν το τέλος του Παγκοσμίου Κυπέλλου δικαιολογεί ακόμα μεγαλύτερη μελαγχολία στη σύγκριση των πρωταθλητών με μια «παραδοσιακή» δύναμη όπως θέλει να λέει πως είναι η Ελλάδα.

Στους Ολυμπιακούς μπορεί οι Αμερικάνοι να κατεβάσουν σούπερ ομάδα και οι Γάλλοι να επιστρέψουν. Στις επόμενες διοργανώσεις μπορεί να είναι πλήρεις οι Σέρβοι και οι Λιθουανοί ή καλύτεροι οι Αυστραλοί και ακόμα καλύτεροι οι Καναδοί. Αλλά είναι σαφές πως οι Γερμανοί, με την δέσμευση που έχουν απέναντι στον στόχο τους, θα είναι παρόντες κοιτάζοντας το παγκόσμιο μπάσκετ από το ψηλότερο ράφι. Υποθέτω ότι φτιάχνοντας το πρόγραμμά τους για να το καταφέρουν αυτό, εκτός από την Ισπανία, κοίταξαν και τις γινόταν (κάποτε) και αλλού στην Ευρώπη. Ίσως και στην Ελλάδα. Γιατί ναι κάποτε κάτι κάναμε καλά σε επίπεδο ανάπτυξης. Γι αυτό ήρθαμε (ως μπάσκετ) το 1987 να ξεκινήσουμε την πορεία που μας έβαλε μέσα στις παραδοσιακές δυνάμεις του παγκόσμιου μπάσκετ για περίπου 25 χρόνια. Μέχρι που την… ψωνίσαμε με τον εαυτό μας, αγαπήσαμε τον καθρέφτη μας και το ρίξαμε στις ατομικές προπονήσεις, τις ακαδημίες και τα shooting camp που δεν βγάζουν σουτέρ (αλλά βγάζουν λεφτά).

Δεν είναι ντροπή να σε ξεπεράσει κάποιος, ειδικά αν έρχεται να πάριε διδάγματα (και) από εσένα. Ντροπή είναι να μένεις προσκολλημένος στα μεγαλεία του παρελθόντος και να πιστεύεις ότι η υποχώρησή σου είναι κάτι περιστασιακό, όταν έρχεται η πραγματικότητα να ξεπεράσει. Βασικά δεν είναι και ντροπή. Αστείο είναι αν συμπεριφέρεσαι ως… μαντάμ Σουσού.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Δημήτρης Κωνσταντινίδης
Δημήτρης Κωνσταντινίδης

Ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης βρίσκεται στην αθλητική δημοσιογραφία από το 1984, επί σειρά ετών συντάκτης, αρχισυντάκτης και διευθυντής σύνταξης σε αθλητικές και πολιτικές εφημερίδες, ραδιοφωνικός παραγωγός (εντός και εκτός αθλητικών) από το 1989 και...υπήρετης του digital και των αθλητικών sites από τις αρχές των... '00s στα πρώτα τους βήματα. Αρθρογράφος και podcaster πλέον του κορυφαίου αθλητικού μέσου της χώρας που τον φιλοξενεί (και τον...ανέχεται) από το 2020.