Μακάρι ο Ρανιέρι να την πάτησε απλώς σαν “πρωτάρης”
Οταν ανέλαβε την Εθνική, ο Φερνάντο Σάντος μετρούσε εννέα χρόνια ελληνικής εμπειρίας και περίπου μια συμπληρωμένη επταετία εργασίας σε ελληνικούς συλλόγους. Ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές που προσκάλεσε για πρώτη φορά υπήρχαν ένα σωρό παίκτες με τους οποίους είχε συνεργαστεί στο παρελθόν. Ηταν ένας προπονητής σε γνώριμο περιβάλλον, που βρήκε τεχνικό διευθυντή που ήταν πρώην παίκτης της πιο επιτυχημένης Εθνικής και συνεργάτης του προηγούμενου προπονητή. Ηταν ένας προπονητής που ξεκίνησε να δουλεύει με ποδοσφαιριστές που γνώριζε και ανέλαβε μια ομάδα την οποία παρακολουθούσε στενά ως παρατηρητής στη διάρκεια των προηγούμενων εννέα ετών. Αυτός ο προπονητής στις δύο πρώτες του αποστολές τάραξε τα νερά της Εθνικής, πήγε να της αλλάξει τις συνήθειες, τους κανόνες λειτουργίας, μπήκε με λαχτάρα να της αλλάξει σχηματισμό και τρόπο παιχνιδιού, έπαθε, και εκ των υστέρων, έμαθε.
Αν όλα αυτά συνέβησαν σε έναν προπονητή με τόσο μεγάλη προηγούμενη ελληνική εμπειρία, είναι πολύ φυσιολογικό να συμβαίνουν σήμερα που η Εθνική έχει περάσει στα χέρια ενός προπονητή που δεν είχε ξαναπεράσει, παρά μόνο για τουρισμό, από την Ελλάδα. Και επειδή η ΕΠΟ λειτούργησε λες και ήθελε να του ανεβάσει ακόμη υψηλότερα τον συντελεστή δυσκολίας, τον έριξε μόνο στα βαθιά, τον άφησε μόνο, δίχως ένα επιτελείο διοικητικών συνεργατών ικανό να εγγυηθεί ασφαλή, ομαλή μετάβαση της Εθνικής στην εποχή του Κλαούντιο Ρανιέρι αλλά και τη συνέχεια του επιτυχημένου τρόπου λειτουργίας του οργανισμού της Εθνικής, είναι πολύ φυσιολογικό που ο Ιταλός έσπασε στην πρώτη φορά τα μούτρα του.
Ο ατζέντης που παριστάνει τον τεχνικό διευθυντή
Η εμφάνιση, δηλαδή όσα έγιναν και δεν έγιναν στο 90'λεπτο την Κυριακή είναι ένα μέρος όσων έγιναν και δεν έγιναν αυτές τις μέρες. Και πιθανότατα είναι η συνέπεια όσων προηγήθηκαν. Το πιο ανησυχητικό είναι πως φάνηκαν σημάδια επιστροφής στο μίζερο παρελθόν: ένας ατζέντης, που εμφανίζεται – τηλεφωνικά ή/και απευθείας – μπροστά σε ποδοσφαιριστές για να τους ρωτήσει σε τι κατάσταση είναι και αν πρόκειται ή όχι να παίξουν στο επόμενο παιχνίδι του συλλόγου τους “επειδή ο προπονητής θέλει να ξέρει, ενδιαφέρεται, για να σε δει”. Δηλαδή ένας ατζέντης – υποκατάστατο του τεχνικού διευθυντή ή του βοηθού προπονητή. Ενας ατζέντης που ισχυρίζεται ότι είναι online με τον προπονητή. Ενας ατζέντης που γράφει στο υποσυνείδητο του κάθε ποδοσφαιριστή αυτό που φαντάζεσαι, το “γίνε πελάτης μου, να έχεις καλύτερο εθνικό μέλλον”. Κι αυτό είναι το πιο επικίνδυνο δηλητήριο που μπορεί κανείς να βάλει στον οργανισμό της Εθνικής, δηλαδή στα μυαλά των ποδοσφαιριστών. Αν αυτοί αρχίσουν να σκέφτονται ότι στην Εθνική δεν προσκαλούνται οι κατά τον προπονητή καλύτεροι αλλά αντιθέτως προσκαλούνται οι εκλεκτοί ενός ατζέντη ή ενός συλλόγου, η Εθνική θα γυρίσει εκεί που ήταν τον καιρό που αυτό ήταν πραγματικότητα, δηλαδή στην προ 2001 εποχή της. Θα αρρωστήσει.
Ατζέντηδες εμφανίστηκαν και στο λόμπι του ξενοδοχείου που στεγάζει την Εθνική. Πότε ήταν η προηγούμενη φορά που είχε συμβεί αυτό; Γυρίστε πίσω, στην προ Ρεχάγκελ εποχή, τον καιρό που κάθε ξενοδοχείο – βάση της Εθνικής ήταν ένα κέντρο διερχομένων, που λειτουργούσε σαν έκθεση της αγοράς του ποδοσφαίρου, με ατζέντηδες και παράγοντες που έκαναν νταραβέρια.
Μπορεί να συνέβησαν και άλλα “στραβά” αυτές τις ημέρες, διότι στο διάστημα που είχε τους ποδοσφαιριστές κοντά του ο Ρανιέρι αναγκάστηκε, επειδή ήταν μόνος, να ασχοληθεί περισσότερο με τα διαδικαστικά και τα οργανωτικά και λιγότερο με το ποδόσφαιρο. Εδωσε ενέργεια στο να καθιερώσει έναν αρχηγό αγγλικού τύπου, δηλαδή τον παίκτη – αρχηγό που θα ασχολείται με όλα τα ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας της ομάδας. Κι επειδή τέτοιου τύπου αρχηγός δεν υπήρξε ποτέ στην Εθνική, του πήρε χρόνο και ενέργεια μέχρι να εξηγήσει και να γίνει κατανοητός. Ο Ιταλός αναγκάστηκε να ασχοληθεί με τέτοια, αφαιρώντας αυτό τον χρόνο από τον διαθέσιμο που είχε για την προετοιμασία της ομάδας, για το ποδόσφαιρο. Εκανε το λάθος να μην δώσει φιλικό παιχνίδι, όπως έκαναν πολλοί άλλοι συνάδελφοί του την περασμένη εβδομάδα, με συνέπεια να παρατάξει απέναντι στη Ρουμανία ποδοσφαιριστές που δεν θα έβαζε αν είχε διαπιστώσει εκ των προτέρων πόσο ανέτοιμοι είναι.
Βεβαίως την ανετοιμότητα ορισμένων του την έδειξαν οι εργομετρικές εξετάσεις: σε αυτές ήταν τελευταίοι ο Σαμαράς και ο Μήτρογλου, αλλά ο προπονητής έκρινε ότι με την ποιότητα και την εμπειρία θα κατάφερναν να του δώσουν ένα γκολ στο πρώτο διάστημα του παιχνιδιού. Οι εξετάσεις του έδειξαν και το άλλο: ότι αυτή ήταν μια ομάδα δίχως πολλές δυνάμεις. Δηλαδή μια ομάδα που δύσκολα θα έβρισκε τα κουράγια δυνάμεων για να ανατρέψει παιχνίδι. Παρ' όλα αυτά όμως εκείνος προτίμησε την “θα παίξουμε ανοιχτά και επιθετικά, κυριαρχικά από την αρχή” επιλογή και όχι την “ξεκινάμε σφιχτά, να σιγουρέψουμε ότι δεν θα δεχθούμε γκολ και να ψάξουμε με υπομονή το ένα γκολ” επιλογή. Επέλεξε να δοκιμάσει να καθαρίσει το ματς απ' την αρχή, πήρε αυτό το ρίσκο που δεν του βγήκε, με συνέπεια να φέρει την Ελλάδα σε θέση να κυνηγά το σκορ σε μια εποχή που δεν έχει τις δυνάμεις και την προετοιμασία για να το κάνει.
Το προνόμιο του Ρανιέρι
Οσα λάθη όμως και αν έκανε στις επιλογές ενδεκάδας και την διαχείριση του παιχνιδιού, κι όσα λάθη δευτερεύουσας σημασίας και αν έγιναν (π.χ. η Εθνική πήγε το πρωί της Κυριακής για μια προπόνηση – χαλάρωμα και το χόρτο ήταν “απάτητο” από μηχανήματα, επειδή δεν είχε προνοήσει κανείς να το ετοιμάσει), ο Ρανιέρι έχει χρόνο να μάθει, να διορθώσει, να προσαρμόσει, να προσαρμοστεί. Είναι μεγάλο προνόμιο το νέο καθεστώς της προκριματικής φάσης, που δίνει δύο απευθείας εισιτήρια και μια ελπίδα στον τρίτο. Χάρη σε αυτό, ο Ιταλός και οι πολύ καλοί, σύμφωνα με την πρώτη εντύπωση των ποδοσφαιριστών, συνεργάτες που έχει επιλέξει για το ποδοσφαιρικό επιτελείο του έχουν προαγορασμένη την “δεύτερη ευκαιρία”, δεν “καταστράφηκαν” με την ήττα από την Ρουμανία. Ολα αυτά αρκεί ο Ιταλός να αξιοποιήσει τον χρόνο που του απομένει μέχρι την επόμενη συνάντησή του με τους ποδοσφαιριστές του προκειμένου να τους γνωρίσει καλύτερα, να συνειδητοποιήσει και να κατανοήσει τη φύση της ομάδας και τις δυνατότητές της και – κυρίως αυτό – να πείσει τους πάντες ότι η Εθνική απαρτίζεται από τους παίκτες που εκείνος θεωρεί καλύτερους και ότι σε αυτήν δεν παίζουν αυτοί που έχουν τον πιο δυνατό ατζέντη ή τον πιο “δυνατό” σε επιρροή σύλλογο να τους υποστηρίζει. Αν συμβεί το τελευταίο, θα είναι η ώρα να αποχαιρετήσουμε την Εθνική που ξέραμε, την ομάδα της χρυσής 10ετίας, και να καλωσορίσουμε εκείνη που θέλαμε να ξεχάσουμε, την Εθνική της προ 2001 εποχής.