Τα έτρωγε σαν το πάκμαν!
Στην τοπική ομάδα (όχι την παιδική), είχαμε τερματοφύλακα τον Μήτσο τον Μαμούα, που πιο γνωστός είχε γίνει για την ομορφιά της -πεταχτής- γυναίκας του, της Νίτσας. Ο Μήτσος δεν λεγόταν Μαμούας στο επώνυμο και το επώνυμό του δεν έχει καμία σημασία για το θέμα μας...
Μαμούας βαφτίστηκε από τους συμπαίκτες του (από έναν συγκεκριμένο συμπαίκτη του, δηλαδή...), όταν κάποια στιγμή αποφάσισε να αφήσει μούσι. Φαλακρός ήταν ο Μήτσος, με ...πακιστανικά σταρένιο δέρμα και το μούσι τού έδινε μάλλον εξωτική όψη για τα στάνταρ των αρχών της 10ετίας του ΄80, όταν ο όρος «οικονομικός μετανάστης» σήμαινε «ο μπάρμπας μου ο Μπίλης που πήγε στο Αμέρικα για να προκόψει γεμίζοντας λουκάνικα» («φάμφορες» τα έλεγε ο ίδιος εκείνα τα καυτερά λουκάνικα).
Τότε, λοιπόν, μόλις ο Μήτσος εμφανίστηκε στο ξεκίνημα της προετοιμασίας κατάμαυρος και μουσάτος, ο -πανταχού παρών- Πέτρος της Κουφής τον κοίταξε από την κορφή μέχρι την Πέγκασους τη σαγιονάρα τη γαλανόλευκη και τού είπε: «Ρε μ@λ@κα Μήτσο, σαν τον Μωάμεθ είσαι».
Ο Μήτσος δεν είπε τίποτα εκείνη τη στιγμή, παρότι στο πρόσωπό του (ό,τι περίσσευε δηλαδή από το μούσι) και στην καράφλα του (από δαύτην περίσσευε μπόλικο κεφάλι), καθρεφτίστηκε αμέσως μια απογοήτευση, που όμοιά της είχα να νιώσω από εκείνη τη φορά που το κόκκινο φαντασματάκι μού έφαγε το πάκμαν στο έβδομο κλειδί και έχασα το ρεκόρ.
Δεν μίλησε, όμως, ο Μήτσος, γιατί ήξερε πως έτσι και αντιμιλούσε στον Πέτρο της Κουφής, δύο πράγματα θα μπορούσαν να συμβούν:
1) Θα έτρωγε μια μπουνιά ανάμεσα στα μάτια, πάνω από ό,τι περίσσευε από το πρόσωπο και κάτω από ό,τι περίσσευε από την καράφλα.
2) Θα ξανάπαιζε τερματοφύλακας...
α) ...όταν έλιωναν τα ολοκαίνουργια γάντια του αναπληρωματικού του, του Αντωνάκη του Τζολιομή, που όσο ήταν αυτός τερματοφύλακας, άλλο τόσο ήταν όμορφος ο Μήτσος με τα όσα του περίσσευαν.
β) ...όταν του ξεπρήζονταν τα μάτια από την μπουνιά ανάμεσα στα μάτια.
Δεν μίλησε εκείνη τη στιγμή, αλλά από την επόμενη, όταν απομακρύνθηκε από την Πέτρο της Κουφής, άρχισε τη μίρλα: «Πώς με είπε ρε ο π@@στης; Πώς με είπε; Μαμούα; Μαμούας είσαι εσύ και όλο σου το σόι, ρε...».
Εννοείται πως οι καλοθελητές ενημέρωσαν τον Πέτρο της Κουφής (για να τα έχουν καλά μαζί του, επειδή μοίραζε μπουνιές ανάμεσα στα μάτια και είχε και βαρύ χέρι, ως οικοδόμος που ήταν), ο οποίος μόλις έμαθε τα περί «Μαμούα» (Μωάμεθ, ντε) δεν ασχολήθηκε καθόλου με τα περί του σογιού του. Κι αντί να δώσει την μπουνιά ανάμεσα στα μάτια και σε όσα περίσσευαν του Μήτσου, τού έκανε κάτι χειρότερο: τού κόλλησε το παρατσούκλι, ο Μήτσος ο Μαμούας!
Μετά την εξήγηση του προσωνυμίου του, θα εξηγήσω και τα ...ανεξήγητα που θυμήθηκα με την υπερβολική επίθεση στον Χαλκιά, που μπορεί να μην είναι κι ο Σμάιχελ, αλλά δεν ήταν και τελείως του πεταματού στην καριέρα του...
Ο Μαμούας, πάντως, ήταν ο χειρότερος τερματοφύλακας που έχει υπάρξει μετά τον Αντωνάκη του Τζολιομή. Είχαμε, δηλαδή, τους δύο χειρότερους τερματοφύλακες στην ιστορία! Κι έπαιζε ο Μήτσος, όχι φυσικά επειδή έπιανε τα άπιαστα (τα μόνα που έπιανε ήτανε τα άουτ κι αυτά τα έβαζε μέσα), αλλά επειδή ήταν μεγαλύτερος, με καθαρά αξιοκρατικά κριτήρια.
Έτσι, στο ...ορθάδικο της «εξέδρας» (δεν υπήρχε εξέδρα φυσικά), ο Μαμούας ήταν ο μόνιμος αγαπημένος όλων των Αγίων. Όλοι τού εύχονταν να πάει να συνουσιαστεί μαζί τους κι ο Μαστρομανέλος, που ήξερε όλες τις βρισιές κι όλο το συναξάρι, τού φώναζε τα περισσότερα. Μια φορά, μάλιστα, μπήκε μέσα και τον άρπαξε από το λαιμό, επειδή εκτός από γκολ, κατά τη διάρκεια του αγώνα έτρωγε και σάντουιτς!
Ναι, κι αυτό το είχε κάνει ο Μαμούας. Παίζαμε με μια ομάδα με πράσινα (δεν έχει νόημα αν τη λέγανε Πανβουρβανιακό, Ζάγανη ή Πράσινες Μουρμουρέσες), που ήταν χειρότεροι κι από εμάς, αλλά είχαν καλύτερο τερματοφύλακα. Τούς πιέζαμε ασφυκτικά και δεν πέρασαν τη σέντρα σε όλο το ματς. Ο αντίπαλος τερματοφύλακας, όμως, είχε γίνει ελατήριο και πετιόταν δεξιά - αριστερά και πάνω - κάτω και πέταγε την μπάλα συνέχεια έξω.
Στο δεύτερο ημίχρονο κι ενώ το ματς ήταν 0-0, ο Μαμούας είχε βαρεθεί και μέσα στο βαλιτσάκι που άφηνε στο τέρμα, έβαλε ένα σάντουιτς από την καντίνα. Έκατσε, λοιπόν, καταής, ακούμπησε την πλάτη στο δοκάρι και περίπου 10 λεπτά πριν το τέλος έβγαλε το σάντουιτς κι άρχισε να μασουλάει.
Ο Μαστρομανέλος, μόλις τον πήρε χαμπάρι (με χρονοκαθυστέρηση γιατί η μπάλα παιζόταν στην άλλη περιοχή), βγήκε από τα ρούχα του. Παράτα κάνανε οι Άγιοι. Τόσο που όλοι κοιτάζανε προς τη μεριά του Μαστρομανέλου. Όταν λέμε όλοι, όλοι. Και οι παίκτες μας. Όλοι εκτός από έναν παίκτη από τις Πράσινες Μουρμουρέσες, που βάρησε στο 90΄ μια ματσολιά από τη σέντρα προς το τέρμα μας και βρήκε τον Μαμούα με τις μουρταδέλες στο στόμα...
0-1!
Ο Μαστρομανέλος μπούκαρε μέσα και πριν σφυρίξει ο διαιτητής λήξη, σφύραγαν τα ρουθούνια του στ΄ αυτιά του Μαμούα, που ακόμα δεν είχε προλάβει να κατεβάσει την μπουκιά. Τον έπιασε κεφαλοκλείδωμα και τον γλίτωσε ο Πέτρος της Κουφής, που τον έμπασε σηκωτό στα αποδυτήρια.
Μετά δεν τον γλίτωσε κανείς...
Το ίδιο καλοκαίρι, ο Κώστας του Ασυρματιστή, ο προπονητής που είχε ανεβάσει τα χάλια μας από την 3η Κατηγορία του τοπικού στην 1η, έδιωξε τον Μαμούα. «Μα να τού κόψει την μπάλα;», μονολογούσε στο πρώτο ματς της επόμενης χρονιάς ο Μαστρομανέλος, πριν αρχίσει να κατεβάζει το συναξάρι σε βάρος του προπονητή, «που έδιωξε τον Μαμούα, λες κι είχαμε καλύτερο»!
Δύο εβδομάδες μετά ο Κώστας του Ασυρματιστή δεν άντεξε την γκρίνια και σταμάτησε. Δύο χρόνια μετά η ομάδα είχε τερματοφύλακα τον Μαμούα (δεν τού έκοψε τελικά την μπάλα) και αγωνιζόταν πάλι στην 3η Κατηγορία...
Αν όλα αυτά σάς θυμίζουν κάτι, έχει καλώς. Αν δεν σάς θυμίζουν, πάλι καλώς έχει. Γενικώς, όλα καλώς έχουν. Άλλωστε, ο Μαστρομανέλος και ο Πέτρος της Κουφής είναι πάντα γύρω μας και πρέπει να έχουμε το νου μας!
Μέχρι να βρω χαρακτηρισμό αντίστοιχο του «τον έκανε μαύρο» για την εικόνα που παρουσίαζε ο Μήτσος ο Μαμούας (που ήταν εκ φύσεως μαύρος) όταν ξεκλείδωσε τα αποδυτήρια ο Πέτρος της Κουφής μετά από εκείνο το 0-1, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...