Τζάμπα μάγκες...

Miltos+
Τζάμπα μάγκες...
Η ρετρό ιστορία αυτής της Τρίτης έρχεται επιτέλους στη μέρα της και έχει ...άρωμα εκλογών. Ο Μίλτος ο Νταλικέρης θυμάται την παλιοπαρέα των έιτις και κάνει τους συσχετισμούς...

Ένα αγαπημένο ζευγάρι της παλιάς γειτονιάς μού θύμισαν οι πολιτικοί με την -από κανάλι σε κανάλι- περιφορά του ...πάθους τους να σώσουν την Ελλάδα όλο αυτό το διάστημα: τον Αντώνη τον Τζάμπα και τη γυναίκα του τη Λίτσα, που (νόμιζαν ότι) έλυναν τις διαφορές τους δημοσίως και τελικά δεν έλυναν τίποτα, μέχρι που ο Αντώνης γινόταν τούρμπο και η Λίτσα γινόταν τούρμπο τζιτιάι για να μην την προλάβει και την πιάκει. Γιατί όταν την έπιανε, το τζιτιάι ήθελε φαναρτζή...

«Τζάμπα την βάρησα», έλεγε μετά ο Τζάμπας, όπως έλεγε «τζάμπα πήγε ο κυρ-Λουκάς, δεν τον προσέξανε οι γιατροί, αλλά κι αυτός στο τζάμπα πήγε να τη βγάλει». Αλλά κι ο ίδιος ο Τζάμπας τζάμπα την έβγαζε, αφού ποτέ του δεν έβγαινε βόλτα, ούτε μέχρι τον καφενέ: «Τζάμπα κόπος, τζάμπα λεφτά».

Έβγαινε, λοιπόν, ο Τζάμπας στην πόρτα του γαλατάδικου που είχαν οικογενειακώς, της Έβγας που λέγαμε τότε (λέτε να έβγαινε επειδή είχε Έβγα; τώρα το σκέφτηκα αυτό) και φώναζε προς τα έξω, ενώ η Λίτσα ήτανε μέσα: «Λίτσα, Λίτσα, το παιδί μωρή, γιατί κλαίει;». Κόρδωνε μετά την μπιροκοιλιά ο Αντώνης, έβαζε και τα χέρια στη μέση για να φαίνεται νταής και πάτερ φαμίλιας, κατέβαινε από τα σκαλοπάτια του μαγαζιού στο πλακόστρωτο και περίμενε την απάντηση της Λίτσας, σχετικά με το κλάμα του Χρηστάκη (Κιτσουλίνο τον φωνάζαμε), που ήταν πολύ μπαμπέσικο παιδί.

Έβγαινε μετά από λίγο κι η Λίτσα στην πόρτα της Έβγας, με το ίδιο στυλ, μόνο που κόρδωνε μπροστά τα μαστάρια, για να δείξει κι αυτή πως δεν μασάει από νταηλίκια. Κατά τ΄ άλλα τα χέρια στη μέση και ύφος μαγκιόρικο, για να ξεκαθαρίσει πως δεν τον φοβάται τον Αντώνη, παρότι δεν ήταν λίγες οι φορές που την είχε στείλει στον φαναρτζή.

 

«Αντωνάκη (μειωτικό υποκοριστικό, για να φουντώσει ο καβγάς), γιατί να ξέρω εγώ γιατί κλαίει το παιδί και να μην ξέρεις εσύ, Αντωνάκη (επανάληψη μειωτικού υποκοριστικού, πυρπόληση του καβγά); Αντωνάκη (Παναγία βοήθα πλέον), γιατί κλαίει το παιδί;».

Στην αμέσως επόμενη σκηνή η Λίτσα κλότσαγε τα κατσάρια από τα ποδάρια για να μπορεί να τρέξει πιο γρήγορα, πήδαγε με δυο σάλτα «σατ, σατ» από την πόρτα της Έβγας στην πόρτα της αυλής του σπιτιού τους, την κλείδωνε, ο Τζάμπας δεν προλάβαινε να μπει μέσα και καθόταν απέξω να βρει το δίκιο του με τη γειτονιά: «Που θα μου πει εμένα η σακαφιόρα γιατί κλαίει το παιδί Αντωνάκη... Και συ τι είσαι, κυρά μου; Μάνα του δεν είσαι;»...

«Γιατί, ρε Αντώνη; Κι εσύ πατέρας του δεν είσαι;», τον ρώτησε ο φίλος μου ο Φώτης για να ρίξει κι άλλο λάδι στη φωτιά, μια φορά που καθόμασταν απέναντι και χαζεύαμε τον καυγά. «Φωτάκη, φεύγα γιατί τζάμπα θα πας», είπε ο Τζάμπας, έσκυψε, έβγαλε τη μια σαγιονάρα «Πήγασος» και την ξαπόστειλε προς το μέρος του Φώτη, όπου όλως τυχαίως πλέον βρισκόταν ο Δεμπασκαλάς, που την έφαγε στο δόξα πατρί. «Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς κι άρχισε να φουντώνει νέος καυγάς με άλλο θέμα, με αποτέλεσμα ...να ξεκλειδωθεί η Λίτσα και να βγει να τα μαζέψει. Ή, να τα κάνει χειρότερα. «Καλά σου λέει, Αντωνάκη (πήγαινε γυρεύοντας). Δεν πας καλά. Θα βαρήσεις και τους γειτόνους τώρα; Σάματις τα ΄χεις χαμένα, Αντωνάκη (ωχ, ωχ...)».

Τώρα, ο Τζάμπας μια κοίταζε εμάς, που κοιτάγαμε αν βούλωσε το μάτι του Δεμπασκαλάμάτωσε, ρε, μάτωσε; Δεν πας καλά, ρε, δεν πας καλά»), μια κοίταζε τη Λίτσα, που στεκόταν απέναντί του αγέρωχη, με τα χέρια στη μέση και τα μαστάρια σε παράταξη μάχης. Σε μια κρίση νηφαλιότητας, είπε «τζάμπα τσακωνόμαστε» και πλησίασε κατά τη Λίτσα, που ...γύρισε το χαρτί, παίρνοντας τώρα το μέρος του μετανιωμένου συζύγου. «Κι εσένα, Φωτάκη, τι σε κόφτει ποιανού είναι το παιδί; Σε ρώτησε κανένας;», είπε απευθυνόμενη στον Φώτη, για να δικαιολογήσει την έκρηξη του Τζάμπα και το τζάμπα παντόφλιασμα στον Δεμπασκαλά. «Δεν πας καλά», της είπε αυτός και προκάλεσε νέα έκρηξη του Τζάμπα, που με τόσες εκρήξεις θύμιζε την ταινία «Ράμπο, το πρώτο αίμα» που είχαμε δει πρόσφατα στο σινεμά. «Και ποιος είσαι εσύ, ρε τσογλάνι, που θα πεις στη γυναίκα μου πως δεν πάει καλά;», ρώτησε κι έσκυψε να βγάλει και τον άλλο Πήγασο, πριν τον προλάβει ο Φώτης με αντιπερισπασμό: «Εγώ θα σου πω γιατί κλαίει το παιδί. Γιατί το βάρησε η Λίτσα».

Η παντόφλα εκσφενδονίστηκε από το χέρι του, αλλά όχι προς το μέρος του Φώτη όπως θα περίμενε κανείς. Στη Λίτσα την πέταξε, αλλά δεν την πέτυχε, γιατί αυτή στο μεταξύ είχε πισωπατήσει και είχε ξανακλειδωθεί στο σπίτι, περιμένοντας το «Ράμπο, το δεύτερο αίμα». Ο Τζάμπας, έξω φρενών και έξω ...φτερνών πια (αφού και οι δύο Πήγασοι είχαν ...εκτοξευτεί και περικύκλωναν τη γειτονιά), πήγε έξω από την πόρτα και φώναζε στη Λίτσα για να τον ακούει η γειτονιά: «Λίτσα, Λίτσα, το παιδί, μωρή, γιατί το βάρησες;». Τζάμπα θα το βάρησε...

Και το παιδί μέσα στην Έβγα, έκλαιγε ακόμα. Αλλά κανείς δεν ασχολιότανε μαζί του. Αρκεί που ήξερε η γειτονιά ποιος κλαίει και ποιος φταίει ή δεν φταίει. Αρκεί που ξέρουμε οι Έλληνες ποιοι φταίνε και ποιοι δεν φταίνε.

Κι ας πηγαίνει το κλάμα σύννεφο...

Μέχρι να ξεχάσω τον Τζάμπα και τους ομηρικούς καυγάδες του με τη Λίτσα, ο Δεμπασκαλάς να ξεχάσει τη σύγκρουσή του με τον Πήγασο και οι πολιτικοί μας να ξεχάσουν τον πόνο τους να μας σώσουν, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ. Ευχαριστώ το σπορτντόγκ.τζιάρ για τη βασική φωτογραφία του θέματος. Το γκουγκλ.κομ δεν το ευχαριστώ για τη φωτογραφία του Ράμπο. Σιγά τον κόπο που κάνανε. Τόση ώρα έψαχνα...