Μερσεντές με υπέρ ατού!
«Αυτοί έχουν Μερσεντές κι εμείς ούτε πατίνι», μου είπε στο τηλέφωνο ο φίλος μου ο Φώτης την επομένη της ήττας της Εθνικής από τη Γερμανία στο Γιούρο, προκειμένου να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό μας με δικούς του όρους, αφού οι σχέσεις του με το ποδόσφαιρο είναι αντίστοιχες με εκείνες της «μαγείρισσας» που προσπαθεί να βράσει σούπα σε ...καταψύκτη. Το θέμα μας, όμως, δεν είναι η σχέση του Φώτη με το ποδόσφαιρο ούτε ο αποκλεισμός από το Γιούρο με δυο βδομάδες καθυστέρηση. Αφορμή για το θέμα μου έδωσε η μάρκα του αυτοκινήτου. «Μερσεντές» είπε ο Φώτης, με τον τόνο στη λήγουσα. «Μερσεντές» και όχι «Μερσέντες». Κι αυτήν ακριβώς την αφορμή χρειαζόμουν για να γυρίσω αρκετά χρόνια πίσω. Πίσω σε μια εποχή άγνοιας, η οποία δεν μάς έκανε κατ΄ ανάγκην και κακό. Δεν χάθηκε κανείς μας επειδή έλεγε «Μερσεντές» τη «Μερσέντες». Καλά ήμασταν τότε που τις λέγαμε λάθος, καλά και τώρα που τις λέμε σωστά. Μόνο που τώρα που τις λέμε σωστά, που είμαστε ενημερωμένοι, που διαβάζουμε, ακούμε, βλέπουμε και ξέρουμε πολλά, νομίζουμε πως τα ξέρουμε όλα. Ενώ τότε γνωρίζαμε πως δεν τα ξέραμε όλα. Την ξέραμε την άγνοιά μας.
Τελικά, μήπως τότε τα ξέραμε όλα;
Τέλος πάντων, δεν ξεκίνησα να γράψω με διάθεση για φιλοσοφική συζήτηση, ούτε με σκοπό να μπερδευτώ και να σάς μπερδέψω. Αναμνήσεις μου ξύπνησε αυτή η «Μερσεντές» του Φώτη, από μια εποχή που οι Μερσεντές ήταν σπάνιες στην Ελλάδα και που πιο πολύ τις γνωρίζαμε από τα περίφημα παιχνίδια με τα «χαρτάκια». Τότε που μοιράζαμε μια τράπουλα στα δύο και «σκοτώναμε» με ευχάριστη παρέα την ώρα που πλέον η πιτσιρικαρία σκοτώνει μοναχικά, μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, σκοτώνοντας υποθετικούς οχτρούς και επτακέφαλα άλιενς σε έναν παράλληλο, φανταστικό κόσμο.
Τότε το «φανταστικό» ήταν αυτό που βλέπαμε σε εκείνα τα περίφημα χαρτάκια. «Μερσεντές 300» έγραφε πάνω πάνω το χαρτάκι, είχε στη μέση μια φωτογραφία της Μερσεντές κι από κάτω τα στοιχεία της: ταχύτητα, κυβισμός, ιπποδύναμη, βάρος, στροφές/λεπτό, πιθανώς και κάποια άλλα που ξεχνάω τώρα και μπορεί να μου τα θυμίσετε στα σχόλιά σας.
Με αυτά τα στοιχεία γινόταν το παιχνίδι. Έλεγα στον Βαγγέλη τον Πατούσα «ταχύτητα 200» από το αυτοκίνητο που παρουσίαζε το χαρτάκι που κρατούσα στα χέρια μου, απαντούσε πάντα πως το δικό του έτρεχε λιγότερο (λέτε να έφταιγε που είχε πλατυποδία;), του ΄λεγα «φέρ΄ το», μου το ΄φερνε και συνέχιζα με την επόμενη κάρτα.
Τον Βαγγέλη σχεδόν πάντα τον κέρδιζα, ίσως και γιατί θυμόμουν καλύτερα από εκείνον ποια είναι τα κορυφαία στοιχεία κάθε αυτοκινήτου, οπότε έλεγα πάντα το πιο «δυνατό». Το ίδιο έλεγα με όποιον κι αν έπαιζα, ωστόσο τον Φώτη δεν τον κέρδιζα ποτέ. Όχι γιατί θυμόταν καλύτερα, αλλά γιατί έκλεβε και στα χαρτάκια, όπως έκλεβε στη Μονόπολυ, όπως έκλεβε στο τάβλι κι όπως πολύ αργότερα άρχισε να κλέβει και στα αληθινά χαρτιά.
«Ταχύτητα 200» του ΄λεγα κι ήξερα πως μέσα στα χαρτάκια δεν υπήρχε άλλο αυτοκίνητο με μεγαλύτερη ταχύτητα, ωστόσο ο Φώτης πάντα είχε τρόπο να κερδίσει. Αν χρειαζόταν, μπορεί και να ΄σκαγε τα λάστιχα του αυτοκινήτου στο χαρτάκι, ωστόσο δεν χρειάστηκε ποτέ να φτάσει σε τέτοια μέτρα. Έλεγε «υπέρ ατού», τάχα ότι είχε το χαρτάκι που τα κέρδιζε όλα και μου ΄λεγε «φέρ΄ το».
Λεπτομέρεια: το «υπέρ ατού» μπορεί να το ήταν το επόμενο φύλλο μου.
Λεπτομέρεια Νο2: το «υπέρ ατού» δεν ήταν σχεδόν ποτέ το επόμενο φύλλο μου, γιατί ο Φώτης το σημάδευε και το έπαιρνε εκείνος!
Λεπτομέρεια Νο3: το «υπέρ ατού» κέρδιζε μόνο όταν είχε τη σειρά εκείνος που το είχε στην κατοχή του, οπότε έλεγε «υπέρ ατού» και κέρδιζε το χαρτάκι του αντιπάλου. Αν, όμως, είχε σειρά ο αντίπαλος, σου ΄λεγε «ταχύτητα 200» και εσύ είχες το «υπέρ ατού», έπρεπε να του διαβάσεις τη δική σου ταχύτητα. Κι αν ήταν μικρότερη, το ΄χανες. Αλλιώς, όποιος είχε το «υπέρ ατού» θα κέρδιζε πάντα. Έτσι κι αλλιώς, ο Φώτης κέρδιζε πάντα, είτε είχε είτε δεν είχε το «υπέρ ατού». Ακόμα κι αν είχες εσύ σειρά, εκείνος προλάβαινε κι έλεγε «υπέρ ατού» και «φέρ΄ το» κι αν δεν το ΄φερνες, έπαιρνε τα χαρτάκια κι έφευγε. Ήταν - δεν ήταν δικά του. Στην κλοπή είχε πάντα το απόλυτο ...«υπέρ ατού».
Λοιπόν, τον Βαγγέλη τον κέρδιζα, ο Φώτης με κέρδιζε, ενώ με τον Δεμπασκαλά δεν καταφέρναμε ποτέ να ολοκληρώσουμε παιχνίδι. Τού έλεγα «ταχύτητα 200», απαντούσε «δεν πας καλά» και το παιχνίδι δεν πήγαινε καλά εξ αρχής...
Ο Δεμπασκαλάς, πάντως, ήταν ο πρώτος που έλεγε τις Μερσεντές «Μερσέντες», με τον τόνο στο πρώτο έψιλον, επειδή είχε έναν ξάδερφο στη Γερμανία και του το χε πει σωστά. Ήταν κι ο πρώτος που με επανέφερε σε τάξη όταν μια μέρα τα έβαλα με τον «άσχετο» που έγραφε τα χαρτάκια, επειδή είχε γράψει πως ένα μπλε αυτοκίνητο με κάτι ζαντολάστιχα σαν βαρέλια από φέτα, ήταν «Τογιότα Τσέλιγκα».
Δεν με είχε πειράξει το «Τσέλιγκα». Δεν τον έλεγα άσχετο γι΄ αυτό το λόγο τον άνθρωπο. «Τσέλιγκα» ήταν το αμάξι, σαν τον μπάρμπα τον Βαγγελμάκα. Ο οποίος Βαγγελμάκας (εκ του Ευάγγελος Μάκας), παρότι τσέλιγκας, δεν είχε «Τσέλιγκα», αλλά ένα απλό αγροτικό «Τουότα». Κι εκεί ακριβώς εστιαζόταν η διαφωνία μου με τον δημιουργό των χαρτακίων. «Τογιότα έγραψε ο άσχετος. Δεν βλέπει τι γράφει; ΤΟΥΟΤΑ. Πού το βλέπει το γάμα;».
Δεν το ΄βλεπε...
«Τουότα Τσέλιγκα», λεγόταν, όπως λεγόταν και «Μερσεντές», μέχρι ο Δεμπασκαλάς να με βάλει στη θέση μου: «Δεν πας καλά».
Δεν πήγαινα...
Αλλά ήμουν ευτυχισμένος που είχα κακοτονισμένες «Μερσεντές» και στραβοδιαβασμένα «Τουότα». Κι όταν έμαθα ποιο είναι το σωστό, δεν έγινα καλύτερος. Δεν πήγα ...καλά, που λέει κι ο Δεμπασκαλάς.
Πιο καλά πήγαινα τότε, με την άγνοιά μου. Το ευχαριστιόμουν το παιχνίδι. Το κάθε παιχνίδι. Και το ποδόσφαιρο το ευχαριστιόμουν πιο πολύ κι ας μην ήξερα τι αμάξια είχαν ο Κοντογιωργάκης (φωτό), ο Γκλασμάνης κι ο Αλβαρέζ. Τώρα τα ξέρουμε αυτά, ξέρουμε κι άλλα, τα ξέρουμε όλα κι άλλα τόσα από τα όλα, γεμίζουμε την κεφάλα μας πληροφορίες κι όταν έρχεται η ώρα να δούμε μπάλα, αρχίζουμε τον εξάψαλμο χρησιμοποιώντας ακόμα και τα άχρηστα αποτελέσματα της υπερπαραγωγής και υπερκατανάλωσης πληροφορίας: «Θέλει και Μερσεντές (ή, μήπως, Μερσέντες;) ο άχρηστος, που δεν μπορεί να βγάλει ούτε μια σέντρα της προκοπής...».
Θα μου πείτε, αν δεν είχε Μερσεντές, θα την έβγαζε τη σέντρα; Όχι, αλλά δεν θα ήταν προκλητικός στα μάτια μας. Όπως δεν θα ήταν «προκλητικός» αν δεν ξέραμε πόσο ωραία είναι η γκόμενά του, αν δεν ξέραμε τι δήλωσε και τι δεν δήλωσε, πόσο ακριβά ρούχα φοράει, πού συχνάζει, πώς πίνει τον καφέ του κι αν πηγαίνει στο «Μερσέντες» ή στο «Μερσεντές».
Τελικά δεν ξέρω αν για εμάς ήταν καλύτερα τότε που λέγαμε τη «Μερσέντες», «Μερσεντές», αλλά για τους ποδοσφαιριστές ήταν σίγουρα καλύτερα.
Δεν πας καλά...
Μέχρι να πάω καλά και να σταματήσω να θυμάμαι τα «υπέρ ατού», εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...