Ρετρό παιχνίδια με μπουκάλια!

Miltos+
Ρετρό παιχνίδια με μπουκάλια!
Μετά τη βόλτα στα παλιά «ηλεκτρονικά», ο Μίλτος ο Νταλικέρης θυμάται και άλλα παιδικά παιχνίδια της δεκαετίας των έιτις. Ή, όχι και τόσο παιδικά...

Κάποιοι φίλοι της στήλης μου επισήμαναν πως χρωστάω ρετρό ιστορίες από το διάστημα της απουσίας μου. Για να ξεχρεώσω, γράφω ρετρό ιστορία της Τρίτης ημέρα Παρασκευή και συνεχίζω από εκεί που μείναμε, αφήνοντας για λίγο τα ηλεκτρονικά παιχνίδια των έιτις για μια βόλτα στα παιχνίδια με ...μπουκάλια. Με δύο συγκεκριμένα δυο μπουκάλια. Ένα πλαστικό, ημιδιαφανές, από χυμό πορτοκάλι κι άλλο ένα γυάλινο, σκούρο καφέ, από μπίρα.

Το πρώτο ήταν η ...μπάλα της εποχής μας! Το ποδόσφαιρο με μπάλα στο προαύλιο του σχολείου απαγορευόταν, οπότε πίναμε μια πορτοκαλαδίτσα, γιομίζαμε χαρτιά (σελίδες από το πρόχειρο τετράδιο συνήθως) το μπουκαλάκι και αρχίσαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο με δαύτο! Λιώναμε τα παπούτσια μας, τα ξεσκίζαμε, κοπανιόμασταν γερά, πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλο για το αντικείμενο του πόθου, το οποίο αν καταφέρναμε να το κουμαντάρουμε (σκεφτείτε τη διαφορά σχήματος ανάμεσα σε μια στρόγγυλη μπάλα κι ένα μακρουλό, ακαθορίστου σχήματος μπουκαλάκι), θα γινόμασταν οι πιο κοντρολαρισμένοι παίκτες στον κόσμο. Το αποτέλεσμα, βέβαια, μας απογοήτευσε, καθώς απ΄ όσο θυμάμαι, κανένας από τους συμμαθητές μου δεν έπαιξε μπάλα της προκοπής. Αν, όμως η μπάλα παιζόταν με μπουκάλια ...θα σας δείχναμε εμείς!

Τέλος πάντων, πλησίαζε το καλοκαίρι της αποφοίτησης από το Δημοτικό, στο διάλειμμα ...ξεκατινιαζόμασταν στο μπουκαλόσφαιρο, εγώ βρήκα την μπουκαλόμπαλα μπροστά μου, ετοιμάστηκα να βάλω ένα μπουκαλογκόλ, της έδωσα μια γερή με το μίτο της περίφημης Ελβιέλας (ή «Ζήτα Ελλάς», εκ του Ζαφειρόπουλου της ΑΕΚ, θα σας γελάσω) και...

 

Και το στόμιο της μπουκαλόμπαλας, το οποίο είχε τριφτεί για ώρες στο τσιμέντο και είχε «αγριέψει», προσγειώθηκε κάτω από το μάτι της συμμαθήτριάς μου της Αντωνίας, με την οποία ήμουν πολύ ερωτευμένος, επειδή ήταν η πιο μπάνικη και μπαμπάτσικη της τάξης.

Τα αποτελέσματα ήταν:
α) Τέσσερα ράμματα κάτω από το μάτι της φουκαριάρας της Αντωνίας. Θα έγραφα ότι ... «τα είδε όλα», αλλά έκανε μέρες να ξαναδεί από αυτό το μάτι.
β) Ένα «αύριο με τον κηδεμόνα σου» από τον διευθυντή του σχολείου, έναν πολύ καλό άνθρωπο με ένα πολύ κακό όνομα (Χάρο τον λέγανε και δεν ήταν παρατσούκλι).
γ) Ένα γερό χέρι ξύλο από τη μάνα μου («εγώ δεν έχω παιδί, έχω τύραννο» και «θα με στείλεις στον τάφο, άρρωστη γυναίκα» - δεν ήταν άρρωστη).
δ και χειρότερο) Η Αντωνία στην αρχή δεν ήθελε να με ξαναδεί ...στο μάτι της και μετά, όταν έβγαλε τις γάζες, δεν ήθελε να με ξαναδεί στα μάτια της, παρότι της είπα συγνώμη με μερικές εκατοντάδες ραβασάκια κάτω από τα θρανία τις επόμενες μέρες. Ίσως και να μην ήβλεπε να τα διαβάσει...

Κάπου εκεί τελειώνει η ιστορία με το πρώτο, το πλαστικό μπουκάλι. Αλλά δεν τελειώνει με την Αντωνία, καθώς σχεδόν ένα χρόνο αργότερα κι ενώ είχε ήδη αρχίσει να σβήνει το σημάδι από τα ράμματα, εκείνη δεν ήθελε να με ξαναδεί, ενώ εγώ την έβλεπα και έλιωνα. Και σε ένα πάρτι, του μακαρίτη του Βαγγέλη του Πατούσα ανήμερα του Ευαγγελισμού (του είπαμε «χρόνια πολλά» αλλά η ευχή δεν έπιασε), ενώ εκείνη χόρευε με τον Φώτη, εγώ δοκίμαζα τις μικρές -όπως αποδείχθηκε- αντοχές μου στο αλκοόλ, πίνοντας μπίρες για να ξεχάσω το μοιραίο περσινό σουτ και τα καταστροφικά αποτελέσματά του.

Κάποια στιγμή, ο Φώτης μού πήρε το μπουκάλι από τα χέρια, όχι για να με προστατέψει από το μεθύσι, αλλά για να παίξουμε «μπουκάλα». Στο παιχνίδι αυτό, κάναμε κύκλο κορίτσια - αγόρια γύρω από το μπουκάλι (μου), γύριζε ένας την μπουκάλα και μετά έπρεπε να φιλήσει το κορίτσι που έδειχνε το στόμιο του μπουκαλιού. Όταν ήρθε η σειρά μου, η μπουκάλα έδειξε τον Βαγγέλη.

Δεν τον φίλησα...

Και μετά από μάχη, συμφωνήσαμε να φιλιόμαστε αγόρια με κορίτσια κι όχι μεταξύ μας, για «να μη γίνουμε κι αηδία» όπως είπε ο Φώτης και συμφωνήσαμε όλοι, εκτός από τα κορίτσια, που ήθελαν να μας δουν να γινόμαστε αηδία...

Τέλος πάντων, έχασα τη σειρά μου, ο Φώτης φίλησε την Τζέλα, ο Βαγγέλης τη Στέλλα, εγώ κούνια - μπέλα από το πιόμα, γύρισε την μπουκάλα η Αντωνία και το στόμιό της, που άρχισα να το βλέπω διπλό, έδειξε εμένα. Εμένα - εμένα, δηλαδή, καθώς πλέον ήταν βέβαιο πως τα στόμια ήταν δύο κι εγώ ένας πρόδρομος του Λούα Λούα.

Θυμάμαι την Αντωνία να φυσάει πάνω ένα τσουλούφι που έπεφτε στα μάτια της, θυμάμαι την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, θυμάμαι την Αντωνία να έρχεται προς το μέρος μου αποφασισμένη να με φιλήσει και...

Και μετά δεν θυμάμαι τίποτα...

Ώρες μετά, στο σπίτι μου, κι ενώ η μάν μου εννοείται πως ...δεν είχε παιδί, είχε τύραννο και πως θα την έστελνα στον τάφο άρρωστη γυναίκα (δεν ήταν άρρωστη), άρχισα να ξενερώνω. Βοήθησε σ΄ αυτό και η ένεση καφεΐνης που μου έκανε ο γιατρός, ο οποίος -όλως τυχαίως- λεγόταν Φαρμάκης (και δεν ήταν παρατσούκλι).

Ρώτησα τον Φώτη τι έγινε. «Ξέρασες στο φόρεμα της Αντωνίας»!

Ως το τέλος της χρονιάς, ούτε μου ξαναμίλησε ούτε της ξαναμίλησα. Η γη δεν άνοιγε να με καταπιεί, ζούσα με την περιφρόνησή της και τις τύψεις να με βασανίζουν. Την επόμενη σχολική χρονιά, η Αντωνία δεν ήρθε στο σχολείο. Ο Φώτης είπε πως πήγε να μείνει μόνιμα στην Τρίπολη, γιατί πήρε μετάθεση εκεί ο καραβανάς πατέρας της. Κι όμως, ακόμα πιστεύω πως η αιτία ήμουν εγώ και τα μπουκάλια μου...

Μέχρι να μου δοθεί η ευκαιρία να πω μια ειλικρινή συγνώμη στην Αντωνία, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...