Από την κοκορετσάδα στο ποδοσφαιράκι!
Μπορεί να είναι Τετάρτη, ωστόσο δεν έχω ξεπληρώσει ακόμα όλα τα χρέη μου, αφού χρωστάω τη ρετρό ιστορία της τελευταίας Τρίτης. Μπαίνουμε πάλι στη χρονομηχανή μας και επιστρέφουμε στα έιτις και στα ηλεκτρονικά του Ντένη του Αμερικάνου, μου μας έχουν συντροφέψει και μας έχουν ξυπνήσει πολλές αναμνήσεις τον τελευταίο μήνα.
Το -μόνο κατ΄ όνομα- «σφαιριστήριο» του Ντένη είχε και ελαττώματα. Κατ΄αρχάς, δεν ήταν σφαιριστήριο με την πραγματική έννοια του όρου, αφού είχε μόνο ηλεκτρονικά παιχνίδια και όχι μπιλιάρδα. Από εκεί και πέρα, παρότι μας είχε «δέσει» ως πελάτες με τον κωλομοχλό του «Πάκμαν», το περίφημο στιβικό «Τρακ εντ Φιλντ», το επικό «Γκοστ εν Γκόμπλινς» και άλλα πολλά, διαστημικά ή μη, δεν μας κάλυπτε μια άλλη, μεγάλη ανάγκη. Την οποία καλύπταμε, είτε ματώνοντας τα γόνατά μας στο πλακόστρωτο της εκκλησίας, είτε στο τραπέζι του σπιτιού μας. Πώς αλλιώς να ξεχαρμανιάσουμε ως λάτρεις του ποδοσφαίρου; Είτε παίζαμε μπάλα με ...μπάλα, είτε κουβαλάγαμε το πλαστικό μας ποδοσφαιράκι από το σπίτι του ενός στο σπίτι του άλλου και σκοράραμε με ποδοσφαιριστές στηριγμένους πάνω σε ελατήρια: πιέζαμε προς τα πίσω το κεφάλι του πλαστικού ποδοσφαιριστή κι αυτός, ως άλλη σφεντόνα, εκσφενδόνιζε το μικρό μπαλάκι προς το πλαστικό τέρμα (όπου περίμενε χειροκίνητος, πλαστικός τερματοφύλακας) ή προς τον κήπο της Δωροθέας της Ζαβής κι άντε μετά να το βρεις ανάμεσα σε ντοματιές και αγγουριές. Στην προκειμένη περίπτωση, είτε πηδάγαμε το φράχτη με την ελπίδα κάποιο ...τσακίρικο μάτι να μπανίσει το μπαλάκι στα χώματα, είτε απλώς χάναμε το μπαλάκι, υπό το φόβο να μας τσακώσει η Ζαβή στον κήπο της, να κάνει παράπονα στις μανάδες μας και -στην καλύτερη περίπτωση- να τιμωρηθούμε με στέρηση του χαρτζιλικιού μιας βδομάδας. Τώρα που το σκέφτομαι, οι μανάδες μας μάλλον θα παρακάλαγαν να μας τσακώσει η Δωροθέα στον κήπο της για να γλιτώσουν το χαρτζιλίκι.
Ο μόνος που δεν νοιαζόταν, φυσικά, ήταν ο Φώτης, που δεν έπαιρνε ποτέ χαρτζιλίκι και άρα δεν φοβόταν μην το χάσει. Κάποιες φορές, μάλιστα, πέταγε επίτηδες το μπαλάκι στον κήπο της Δωροθέας της Ζαβής, πήδαγε μέσα και επέστρεφε ...συνήθως χωρίς το μπαλάκι, αλλά μπουκωμένος, με ζουμιά να τρέχουν στο πιγούνι του και με μια-δυο φρεσκοκομμένες ντομάτες από τον μπαξέ, τις οποίες τάχα σκούπιζε πάνω στη φανέλα του (πιο συχνά στη φανέλα του Βαγγέλη του Πατούσα) για να τις ξεπλύνει από το χώμα.
Γίνεται σαφές πως, αν εξαιρέσουμε κάποια καλά ματς στο πλακόστρωτο, από ποδόσφαιρο δεν χορταίναμε, είτε γιατί το πλαστικό ποδοσφαιράκι ξέμενε συχνά από μπάλες (συνήθως τις αντικαθιστούσαμε με ρεβίθια), είτε -πολύ απλά- γιατί αυτό το πράμα δεν ήταν ποδοσφαιράκι της προκοπής. Ξενέρωμα...
Οι εναλλακτικές μας, παλιότερα, ήταν να πηγαίνουμε μέχρι τον καφενέ του Μπάφα και να παρακολουθούμε τους μεγάλους (κυρίως τον Μαστρομανέλο και τον Πέτρο της Κουφής) να τσακώνονται γύρω από το μεγάλο, ξύλινο ποδοσφαιράκι, με τους ξύλινους, καρμπόν ποδοσφαιριστές (μπλε από τη μια ομάδα και κόκκινους από την άλλη) περασμένους «σουβλάκια» σε μεγάλες, σιδερένιες μπάρες-σούβλες, τις οποίες έφερναν συχνά-πυκνά αμέτρητες βόλτες οι διαγωνιζόμενοι, σε μια -απαγορευμένη και αντιτουριστική- κίνηση που έμεινε στην ιστορία με τον όρο «κοκορετσάδα» (εκ του γυρίσματος της ...σούβλας). Οι μεγάλοι δεν μας επέτρεπαν τότε, ούτε να παίξουμε αλλά ούτε και να πλησιάσουμε κοντά «για να μη βγάλετε κανένα μάτι», όπως μας έλεγαν. Αλλά και γιατί βάζανε στοιχήματα και δεν θέλανε να παίρνουμε το κακό παράδειγμα. Επειδή εμείς, όμως, όλο και τρυπώναμε κι όλο και βλέπαμε και καμιά φορά παίζαμε κιόλας, τη λύση στο «πρόβλημα» την έδωσε ο νωματάρχης, που είπε του Μπάφα να κατεβάσει το ποδοσφαιράκι στο υπόγειο. Όπως κι έγινε...
Τελευταία λύση ήταν το περίφημο «σουμπούτεο». Αλλά δεν είχε κανένας μας. Άσε που τις λίγες φορές που είχαμε ασχοληθεί με το «σουμπούτεο» που είχε φέρει στο σπίτι του από την Αμερική ο Ντένης, δεν είχαμε ενθουσιαστεί και πολύ. Η μπάλα ήταν μεγαλύτερη από τους παίκτες, η τσόχα δεν έστρωνε καλά στο πάτωμα, οι ποδοσφαιριστές ήταν ευπαθείς σε τραυματισμούς (τους έλιωνες από λάθος τοποθέτηση του χεριού ή του ποδιού στο τερέν). Τουλάχιστον έτσι λέγαμε, καθώς επρόκειτο για παιχνίδι εγνωσμένης αξίας, ωστόσο μετατρέπαμε την αδυναμία μας σε άποψη κι επειδή δεν είχαμε «σουμπούτεο», ισχυριζόμασταν πως «δεν είναι και πολύ καλό». Ναι, ήταν καλύτεροι παίκτες-σφεντόνες και οι ντομάτες της Δωροθέας της Ζαβής...
Την απόλυτη λύση στο πρόβλημα έδωσε τελικά ο Ντένης με ένα ηλεκτρονικό - έκπληξη. Ένα ηλεκτρονικό αλλιώτικο από τ΄ άλλα. Όταν το κουβάλησαν δυο ντερέκια στο ουφάδικο, όλοι το κοιτάξαμε με δυσπιστία, καθώς δεν βρισκόταν μέσα στα τεράστια, ξύλινα κουτιά - γκουμούτσες που βρίσκονταν τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά, αλλά σε ένα ...τραπεζάκι. Καθόσουν, δηλαδή, σκυμμένος πάνω από το τραπεζάκι και στην επιφάνειά του έβλεπες το αντικείμενο του πόθου! «Τέηκαν Ουόρλντ Κουπ», όπως διάβασε πρώτος ο Φώτης τον τίτλο, «Τέχκαν Ουόρντ Καπ» τον διόρθωσε ο Πατούσας, «δεν πάτε καλά» τους είπε ο Δεμπασκαλάς και σε κρίση πολυλογίας διευκρίνισε με ρητορική ερώτηση: «Καλά, ρε χαϊβάνια; Δεν το βλέπετε πως είναι ποδοσφαιράκι;». Ήταν και το βλέπαμε...
Κι από τότε το βλέπαμε κάθε μέρα, πολλές ώρες, σκυμμένοι από πάνω του, είτε ως παίκτες είτε ως θεατές. Χρυσές δουλειές έκανε ο Ντένης ο Αμερικάνος, καθώς ακόμα κι αν έπαιρνες το Κύπελλο (κάτι που δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολο, καθώς τα «μηχανάκια» στα ουφάδικα ήταν πειραγμένα - καμιά σχέση με τις εύκολες εκδόσεις του ΜΑΜΕ), το πολύ - πολύ να βάσταγες το μηχάνημα 10-15 λεπτά με ένα δεκάρικο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, όλο το χαρτζιλίκι που παίρναμε (πλέον δεν κινδύνευε από το ποδοσφαιράκι - σφεντόνα και τις γκρίνιες της Δωροθέας της Ζαβής), στο ...Τέηκαν το καταθέταμε. Παίζοντας πότε μονό, πότε διπλό, όλη μέρα εκεί, σκυμμένοι, εξαρτημένοι από το πρώτο ματς μέχρι το τελευταίο και απέναντι σε ομάδες που δεν είχαν καν ονόματα. Την πρώτη, θυμάμαι, με μπλε εμφάνιση, την είχαμε βαφτίσει «Σκοτία», τη δεύτερη με τα λευκά «Αυστρία», η τρίτη ήταν σίγουρα η Βραζιλία, μετά μάλλον η Ιταλία, στον προημιτελικό πιθανότατα η Γαλλία, στον ημιτελικό κάτι ανάμεσα σε Αργεντινή και Ουρουγουάη και στον τελικό η Γερμανία. Α, η δική μας ομάδα ήταν κατά πάσα πιθανότητα η Αγγλία, αν και ο Φώτης επέμενε πως επρόκειτο για τη ...«Γουαδελάνδη»! Φώτης ήταν αυτός...
Ήταν τέτοια η εξάρτηση (ειδικά όταν παίζαμε διπλό γινόταν ...πόλεμος), που κάποια στιγμή αρχίσαμε να σκεφτόμαστε σοβαρά με τον Πατούσα να μαζεύουμε το χαρτζιλίκι και να ...αγοράσουμε ένα τέτοιο και να το βάλουμε στο καμαράκι που είχα στην αυλή του σπιτιού μου, για να παίζουμε συνέχεια τζάμπα! Και την επόμενη μέρα, βέβαια, καταθέταμε ολόκληρο το χαρτζιλίκι στου Ντένη, αφού η πρέζα δεν κοβόταν με όνειρα, έστω κι αν μόλις έκλεινε το ουφάδικο το βράδυ, αυτή ήταν η πρώτη μας κουβέντα: «Πόσο λες να κάνει ένα τέτοιο, να το αγοράσουμε και να μην έχουμε κανέναν Ντένη πάνω από το κεφάλι μας;».
Πολλά χρόνια μετά, πάνω από δέκα αλλά σίγουρα λιγότερα από είκοσι, όταν κάποιοι είχαμε ήδη ανακαλύψει το ΜΑΜΕ, ο Φώτης με κάλεσε στο σπίτι του για μια έκπληξη. Μου παρουσίασε, εμφανώς συγκινημένος, το τραπεζάκι με το ηλεκτρονικό των ονείρων μας. Είχε κλείσει το μπιλιαρδάδικο ένας φίλος του και του το είχε χαρίσει. Και παρότι πλέον το είχα χορτάσει (έως και βαρεθεί) παίζοντάς το στον υπολογιστή, στρωθήκαμε να παίξουμε ένα διπλό και τελειώσαμε όταν τα κουτάκια από τις μπίρες είχαν σχεδόν καλύψει όλη την επιφάνεια του τραπεζιού, με αποτέλεσμα να μη βλέπω καθόλου τον δεξιό μου μπακ. Το βέβαιο είναι πως έφταιγαν οι μπίρες. Είτε τα άδεια κουτιά στο τραπέζι είτε το περιεχόμενό τους στο στομάχι...
Μέχρι να ξεχάσω τα ποδοσφαιράκια της εφηβείας μας και κυρίως το ...Τέηκαν του Φώτη, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ. Όποιος βρει ονλάιν έκδοση του ...«Τέηκαν Ουόρλντ Καπ», ας ρίξει λινκάκι στα σχόλια, για να το θυμηθούν οι παλιοί και να το γνωρίσουν οι νεότεροι.