Δεκαπενταύγουστος και ...πάκμαν!

Miltos+
Δεκαπενταύγουστος και ...πάκμαν!
Παραμονή Δεκαπενταύγουστου και η ρετρό ιστορία αυτής της Τρίτης δεν μπορούσε παρά να είναι επίκαιρη. Θυμάται και γράφει ο Μίλτος ο Νταλικέρης...

Όταν έρχεται η γιορτή της Παναγίας, πάντα θυμάμαι τον κυρ-Μήτσο της Καλόγριας, που ήταν ...επαγγελματίας της θρησκείας, αλλά όχι και θρήσκος! Ο κυρ-Μήτσος ήταν εργολάβος εκκλησιαστικών έργων και -εξ επαγγέλματος- αναγκαστικά πιστός. Τόσο που κάποιες φορές επισκεπτόταν τις εκκλησίες που είχε χτίσει, όχι μόνο γιατί πάντα φρόντιζε να αφήνει κάποια μερεμέτια, αλλά και για να κάνει κανένα σταυρό, να τον βλέπουν οι παπάδες και να τον ξαναπροτείνουν στη Μητρόπολη όταν εκείνη αποφάσιζε να χτίσει καινούργια μαγαζιά φραντσάιζ.

Όμως, όταν την «ψώνισε» η γυναίκα του κι έφυγε καλόγρια στο μοναστήρι, άλλαξε το τροπάρι του και πλέον δεν κράταγε ούτε τους τύπους...

Κάποτε, χτίζοντας ένα -κυριολεκτικά- «θεόρατο» καμπαναριό στην εκκλησία του μαχαλά μας, είχε δεσμευτεί να βαρήσουνε οι καμπάνες στη γιορτή της Παναγίας (μυστήριο τρένο η θρησκεία• πέθανε η φουκαριάρα κι οι παπάδες το γλεντάνε στην επέτειο της κηδείας της!). Και για να τηρήσει την υπόσχεσή του, δεν δίστασε να ανεβάσει το συνεργείο στο καμπαναριό ανήμερα του Σωτήρος, εννιά μέρες πριν την παράδοση του έργου, προκειμένου να προλάβει να το παραδώσει στην ώρα του. Κι ενώ μέσα γινόταν λειτουργία, ο κυρ-Μήτσος της Καλόγριας ...λειτουργούσε στα ψηλά στρώματα, στα 30 μέτρα του καμπαναριού, για να τον ακούνε πιο καλά οι άγιοι που προσκαλούσε να συνουσιαστούν.

Πήγε ο Δεσπότης (μετά από χρόνια αποδείχθηκε Δε-σπρώχτης, σε μια ...εκκλησιαστική εκπομπή του Μάκη) να πει το Ευαγγέλιο κι απάνω στο «τω καιρό εκείνω», ο κυρ-Μήτσος καλούσε την Αγία Κουβαρίστρα να πάει να τσιγκελωθεί με τον Άγιο Στρίφωμα. Μιλάμε για γλέντι!

Χαχανίσαμε όλοι οι πιτσιρικάδες και προκλήθηκε σούσουρο μέσα στην εκκλησία, σταυροκοπήθηκαν οι γριές κι οι χήρες για το σημάδι εξ ουρανού (είπαμε, ο κυρ-Μήτσος της Καλόγριας ήταν στα 30 μέτρα) που αποκάλυπτε πως έρχεται η συντέλεια κι ο Δεσπρώχτης πήρε παραμάσχαλα το Ευαγγέλιο, βγήκε στο προαύλιο της εκκλησίας και φώναξε προς τον ουρανό: «Αδελφέ Δημήτρη, μήπως θα μπορούσατε να ολοκληρώσετε το ευαγγέλιό σας για να πω κι εγώ το δικό μου, να πάμε όλοι στην ευχή του Θεού;».

Οργή ...θεού ηκούσθη κι ο κυρ-Μήτσος της Καλόγριας του ΄πε να πάει στον διάβολο...

Και πάλι καλά που δεν του ΄πε να ανέβει στη σκαλωσιά να καρφώσει καμιά πρόκα, γιατί εμένα όποτε με πετύχαινε να παίζω μπάλα μπροστά στο καμπαναριό, μού έδινε έναν μαγνήτη και μου ΄λεγε να πάω να τού μαζέψω τις πρόκες από το πλακόστρωτο, «για να μην τρυπήσει το ποδάρι του κανένας χριστιανός» (γραμμένους τους είχε τους χριστιανούς• αυτός τις πρόκες ήθελε για να κάνει οικονομία κι έχω αρχίσει να πιστεύω πως αν είχε ζήσει 1900 χρόνια πριν, αυτός θα τις είχε μπήξει στο σώμα του Χριστού, που τόλμησε και τού ξεμυάλισε την Καλόγρια και την πήρε στο μοναστήρι).

Μια φορά, μάλιστα, μας είχε ζέψει όλους. Εμένα μου έδωσε τον μαγνήτη για να μαζέψω πρόκες, του Φώτη του έδωσε μια πένσα για να βγάλει άλλες πρόκες από κάτι μαδέρια και του Δεμπασκαλά του ζήτησε να πεταχτεί στον καφενέ να φέρει καμιά μπίρα. Αυτός του είπε «δεν πας καλά» και μετά πετάχτηκε στον καφενέ να φέρει καμιά μπίρα. Όταν εγώ κι ο Φώτης μαζέψαμε σχεδόν έναν γκαζοντενεκέ πρόκες, ο φίλος μου είχε τη φαεινή ιδέα να μην τις δώσουμε στον κυρ-Μήτσο, αλλά να πάμε να τις ...πουλήσουμε στον Μασούρη, που είχε το μοναδικό κατάστημα εργαλείων και οικοδομικών υλικών στην περιοχή. «Άμα τσιμπήσουμε ένα εικοσάρικο, θα παίξουμε ένα διπλό πάκμαν στου Ντένη. Άμα τσιμπήσουμε ένα δεκάρικο, θα παίξω εγώ κι εσύ θα πατάς σφαίρες. Εντάξει;», ρώτησε ρητορικά, καθώς γνώριζα πως ακόμα κι ένα πενηντάρικο να κονομάγαμε, όλο ο Φώτης θα το κράταγε κι εγώ θα πάταγα σφαίρες σε όλα τα παιχνίδια που δεν είχαν σφαίρες. Όταν, όμως, πήγαμε στου Μασούρη, αυτός μας διαολόστειλε κι ήρθε ξοπίσω μας να πει στον κυρ-Μήτσο τα καμώματά μας. Μετά μας διαολόστειλε κι ο κυρ-Μήτσος κι εμείς, αντί να πάμε στο διάβολο, πήγαμε -χωρίς λεφτά, εννοείται- στου Ντένη να δούμε τους άλλους θαμώνες να παίζουν ηλεκτρονικά. Πριν διαβάσετε το τέλος της ιστορίας, παίξτε κι εσείς ένα μις πάκμαν... (με τα βελάκια κουνάτε τον μοχλό• σφαίρες δεν ξέρω με ποιο πατάτε)...

Περιέργως και παρότι ο κυρ-Μήτσος δεν είχε καλή φήμη σχετικά με την τήρηση των προθεσμιών, ανήμερα Δεκαπενταύγουστου οι καμπάνες του καμπαναριού καμπανίσανε καμπανιστά και στη δεξίωση που ακολούθησε, εν μέσω κατανάλωσης δεκάδων νταμιζάνων καμπανίτη, ο Δεσπρώχτης απένειμε έναν καμπανιστό χρυσό σταυρό στον κυρ-Μήτσο της Καλόγριας (που ήταν με τα καμπανέλια όξω) για την ολοκλήρωση του θεάρεστου έργου του, προφανώς και του ευαγγελίου του. Άλλωστε, τόσοι άγιοι δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ μαλλιοκουβαριασμένοι στην εκκλησία μας.

Μέχρι να ξαναβρεθούν και να ξεχάσω τη μορφή του κυρ-Μήτσου της καλόγριας, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ. Η στήλη πάει διακοπές για τον Αύγουστο. Ραντεβού τον Σεπτέμβριο, που έλεγαν παλιά τα χειμερινά σινεμά όταν έκλειναν για καλοκαίρι και έδιναν τη σκυτάλη στους θερινούς κινηματογράφους, με αγιόκλημα και γιασεμί (και Λουκιανό έχουμε). Να είστε όλοι καλά και να περνάτε καλύτερα...

Υ.Γ.2: Η φωτογραφία είναι άσχετη με το θέμα, αλλά είναι ...καλοκαιρινή!