Ο καιρός των Βουλγάρων
Άκουγα μια πολύ ωραία μουσική, αρκετά δυνατά. Ξάφνου έφτασε μια φωνή από το δρόμο. Δεκαπενταυγουστιάτικα, στην έρημη γειτονιά μου, ποιος μπορεί να φώναζε; Βγήκα στο μπαλκόνι κι ανακάλυψα στα 80 μέτρα έναν ακορντεονίστα να τραγουδά πολύ δυνατά, μάλλον ιταλικά, ήταν αρκετά μακριά για να τον ακούσω καθαρά. Δεν τραγουδούσε μόνο: λικνιζόταν κιόλας, σ’ ένα χορό που έμοιαζε ξένοιαστος, χαρούμενος, ειλικρινής, γελαστός.
Στον έρημο δρόμο, μόνο δυο πιτσιρικάδες βρίσκονταν και πήγαιναν προς το μέρος του χορεύοντας. Δεν θα ήταν πάνω από 13 – 14. Τον πλησίασαν και του έδωσαν ένα κέρμα.
Έκλεισα τη μουσική μου και παρακαλούσα μέσα μου να έρθει προς την πολυκατοικία μου και να παίξει Μπρέγκοβιτς. Με άκουσε φαίνεται και πλησίασε παίζοντας και τραγουδώντας με βροντερή φωνή το Ederlezi απ’ τον Καιρό των Τσιγγάνων. Πίσω του μια γυναίκα μ’ ένα μικρό κοριτσάκι μέσα σ’ ένα απ’ τα καρότσια που χρησιμοποιούν οι διάφοροι «πλανόδιοι» για να μαζεύουν τα απομεινάρια απ’ τα σκουπίδια μας που μπορεί να αξιοποιηθούν.
Ο ακορντεονίστας ήρθε κάτω από το μπαλκόνι μου κι έμεινε κανένα πεντάλεπτο. Λες κι έκανε κανονική συναυλία, μόνο για μένα. Έπαιζε, τραγουδούσε με θεατρικό ύφος, στριφογυρνούσε, χόρευε, με κοίταζε, κοίταζε τη γυναίκα και το παιδί. Τη ζούσε τη στιγμή. Δεν υπήρχε άλλο ακροατήριο κι από σύμπτωση δεν πέρασε κανένα αυτοκίνητο απ’ το δρόμο. Ήταν ο απόλυτος άρχοντας της περιοχής.
Είχα μισό ευρώ όλο κι όλο στο σπίτι, του το έριξα. Το μάζεψε και μ΄ ευχαρίστησε. «Σέρβος;» ρώτησα. «Βούλγαρος» είπε. Φαινόταν Ρομά. Κάποτε έφυγε προς την παραλία, τραγουδώντας. Η γυναίκα του κάθισε να ξαποστάσει απέναντι από το σπίτι μου. Έβγαλε ένα τσιγάρο κι ένα μπιμπερό. Η μικρή έτρωγε κι έκλαιγε κι εκείνη προσπαθούσε να την κάνει να σταματήσει.
Τους συνάντησα μια ώρα αργότερα, στην έρημη Βασιλίσσης Όλγας. Σταμάτησα και τους χαιρέτησα ξανά. Κατάλαβαν ότι ήμουν εκείνη απ’ το μπαλκόνι. Προχωρούσαν κι εκείνος έπαιζε. Δεν περνούσε κανείς πεζός για να του δώσει χρήματα. Η γυναίκα του ακολουθούσε και το κοριτσάκι κοίταζε με περιέργεια μέσα από το καροτσάκι του. Δεν ήξεραν παρά ελάχιστες λέξεις ελληνικά: «γυναίκα», «μικρή», «καλά».
Νομίζω ότι έπαιζε για τον εαυτό του. Κι ίσως για τη γυναίκα και το παιδί του. Μου φαίνεται ότι θα έπαιζε ακόμη κι αν δεν υπήρχε κανείς να τον ακούσει. Έπαιζε, τραγουδούσε, χόρευε και στριφογύριζε επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς…
Α ναι, και χαμογελούσε. Μ’ ένα χαμόγελο διόλου φωτογενές αλλά που έμοιαζε απολύτως ειλικρινές…
Πηγή: protagon.gr
