Μίλτος ιζ μπακ με ρετρό ιστορία ...σέντερ μπακ!

Miltos+
Μίλτος ιζ μπακ με ρετρό ιστορία ...σέντερ μπακ!
Ο Μίλτος ο Νταλικέρης επιστρέφει ακριβώς όπως έφυγε. Άσπρος σαν το γάλα και με νέα ρετρό ιστορία από την παλιοπαρέα των έιτις. Καλό χειμώνα και σιγά να μην είναι καλός!

Ήταν τέτοιος καιρός. Τέτοια εποχή, δηλαδή, γιατί τέτοιος καιρός δεν ήταν. Πού λιακάδα στο χωριό; Έβρεχε. Πάλι έβρεχε. Σαπίζανε τ΄ ασπρόρουχα στα μανταλάκια. Γκρίνιαζε η μάνα που δεν έβγαινε λίγο ο ήλιος, «να στεγνώσουν, να τα σιδερώσω και να βρω ησυχία, άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν). Γκρίνιαζε πολύ εκείνο τον καιρό. Πιο πολύ που σχεδόν κάθε μέρα της κουβάλαγα νέα ρούχα για πλύσιμο. Νέα ασπρόρουχα για την ακρίβεια, που όλο τα έπλενε κι όλο δεν στεγνώνανε και που ήταν ασπρόρουχα μόνο όταν τα φόραγα από το σπίτι για να πάω στην προπόνηση. Μετά ήταν ...λασπόρουχα, επειδή ο Κώστας του Ασυρματιστή, ο προπονητής μας εκείνη την περίοδο, την είχε δει Ερνστ Χάπελ και μας έβαζε να σκαρφαλώνουμε βουνά και ραχούλες για να φτιάξουμε φυσική κατάσταση. Προετοιμασία! Και η εμφάνιση λευκή, με λεπτές γαλάζιες ρίγες στη φανέλα. Τέχνη...

Φυσικά, δεν ασχολιόμουν με τις υστερίες της μάνας γιατί είχα πλάτη τον πατέρα, που με θεωρούσε ταλαντούχο και κάθε φορά που με έβλεπε να κλοτσάω το τόπι, ονειρευόταν εκατομμύρια. «Πρέπει να το βοηθήσουμε το παιδί», τον είχα ακούσει να της λέει ένα βράδυ που ήταν μόνοι τους στην κουζίνα. «Είναι καλός κι άμα τον δει καμιά μεγάλη ομάδα, θα κονομήσει», της έλεγε μέσες - άκρες, φουσκώνοντας από περηφάνια για το βλαστάρι του, που πίστευε πως θα μπορούσε να πετύχει από την εφηβεία του όσα δεν πέτυχε εκείνος σε μια ζωή. «Μέχρι να κονομήσει αυτός, εμένα θα με έχει στείλει στον άλλο κόσμο, άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν), του απάνταγε εκείνη και εκ των υστέρων μπορώ να συμπεράνω πως η μάνα ήξερε καλύτερη μπάλα από τον πατέρα, παρότι ούτε είχε έρθει ποτέ να με δει στο γήπεδο, ούτε παρακολουθούσε ποδόσφαιρο στις ζωντανές και τις μαγνητοσκοπημένες μεταδόσεις της Ερτ και της Υενέδ (μετέπειτα «Ερτ 2», μετέπειτα «Νετ»). Δεν με είδε καμιά μεγάλη ομάδα, δεν έγινα καλός ποδοσφαιριστής, δεν έγινα καν ποδοσφαιριστής, δεν κονόμησα...

Ωστόσο, εκείνη την περίοδο ήμουν αποφασισμένος να γίνω. Και ποδοσφαιριστής και καλός. Αν θα κονομήσω δεν με ένοιαζε. Μόνο να «πετάω» την μπάλα στα δίχτυα με ένοιαζε, να πανηγυρίζω και να ρίχνω και καμιά μετά στην ξύλινη εξέδρα, να διαπιστώνω αν με είδε να ...μαγεύω η Τίτσα του Σωτήρη του Τράγου, με την οποία ήμουν τότε σφόδρα ερωτευμένος. «Σφόδρα» δεν ήξερα τι σήμαινε τότε, αλλά έτσι με έλεγε ο μακαρίτης ο Πατούσας, επειδή το είχε διαβάσει σε ένα «Άρλεκιν» της μάνας του και του είχε κολλήσει. Γιατί με έλεγε «σφόδρα» δεν ήξερα, αλλά ήξερα γιατί λέγανε «Τράγο» τον πατέρα της Τίτσας και ήξερα και γιατί φωνάζανε «Τίτσα» την Τίτσα. Τον Σωτήρη τον φώναζαν «Τράγο» επειδή του φύτρωνε ένα -ασυνήθιστο εκείνη την εποχή- τραγίσιο γένι στη μουσούδα, αλλά και γιατί όλο για πηδήματα που (δεν) είχε κάνει μίλαγε στον καφενέ του Μπάφα και τον έπαιρναν όλοι στο ψιλό. Την Τίτσα τη φωνάζανε έτσι επειδή τη βαφτίσανε Παναγιώτα, το όνομα της νονάς της κι επειδή η μάνα της δεν ήθελε να τη φωνάζει Παναγιώτα γιατί το θεωρούσε γρουσουζιά, καθώς η νονά Παναγιώτα πέθανε όρθια ένα πρωί στο μποστάνι, πριν καν προλάβει να πάει την αναδεξιμιά της για την πρώτη της κοινωνία. Γαμώ την κοινωνία μου, δηλαδή, καθώς ήταν ολόκληρη Παναγιώτα, με κάτι μαστάρια «να» και όλοι τη φωνάζανε με το υποκοριστικό «Τίτσα». Εμένα, πάντως, μου αρκούσαν τα προσόντα της κι ας μην «έδεναν» με το όνομα...

 

Εκείνο το απόγευμα, παρά το ψιλόβροχο, διαπίστωσα πως η Τίτσα ήταν στην ξύλινη εξέδρα. Είχε έρθει μαζί με δυο φιλενάδες της να δει το πρώτο φιλικό της σεζόν, καθώς ο ...κόουτς Κώστας το είχε πάρει επιτέλους απόφαση να κατέβουμε από τα κορφοβούνια και να παίξουμε λίγο μπάλα. Φυσικά, η Τίτσα είχε τόση σχέση με το ποδόσφαιρο όση και η μάνα μου. Ωστόσο, η κολλητή της, η Ελένη, είχε σχέση. Όχι με το ποδόσφαιρο, αλλά με τον φίλο μου τον Φώτη, ο οποίος για πρώτη φορά είχε ακολουθήσει όλη την προετοιμασία, έχοντας αποφασίσει πως θα γινόταν κι αυτός ποδοσφαιριστής. Προφανώς, ο λόγος της μεταστροφής του ήταν άλλος, καθώς πρόσφατα είχε μάθει πως ο «Μητσάρας» ο Σαραβάκος τα είχε με τη Σοφία Αλιμπέρτη και πως ο «Τάσαρος» ο Μητρόπουλος αγαπιόταν με τη μακαρίτισσα την Έλενα Ναθαναήλ.



Ο Φώτης ποτέ του δεν είχε σχέση με την μπάλα, αλλά ήθελε να έχει σχέσεις με ηθοποιούς! Πάντως, όταν τον εμφανίστηκε στην πρώτη προπόνηση όλοι γελάσαμε, καθώς μέχρι να του βρει ο Μαστρομανέλος ένα ζευγάρι ποδοσφαιρικά παπούτσια «Πατρίκ» που ήταν τότε της μόδας, εκείνος δήλωνε αποφασισμένος να γίνει μεγάλος παίκτης παίζοντας με σκαρπίνια. Ο κόουτς Κώστας, βέβαια, ήξερε πως ο Φώτης ήταν «μυρουδιάς» από μπάλα, γι΄ αυτό και όταν τον έβαλε στο παιχνίδι ως αλλαγή, του είπε να παίξει σέντερ μπακ. Σέντερ μπακ ο Φώτης, σέντερ φορ εγώ. Όταν μπήκαμε στο ματς, γύρω στο 60ό λεπτό, χάναμε 2-0. Ήταν η ευκαιρία μας να αποδείξουμε τι αξίζουμε. Δυστυχώς, το αποδείξαμε και οι δύο...

Στο πρώτο βολέ του αντίπαλου τερματοφύλακα, ο Φώτης είδε την μπάλα να έρχεται καταπάνω του, αλλά αντί να πηδήξει για κεφαλιά, άρχισε να πισωπατάει λες και φοβήθηκε μην του χαλάσει η φράντζα. «Γκουπ» η μπάλα κάτω στο πρώτο γκελ της στο ξερό γήπεδο, πίσω ο Φώτης. «Γκουπ» δεύτερο γκελ, πάλι όπισθεν ο Φώτης. «Γκουπ» και τρίτο γκελ, ακόμα πιο πίσω ο Φώτης που δεν έλεγε να πάει προς την μπάλα που μπίσταγε, μέχρι που λίγο πριν το τέταρτο γκελ, ο Μήτσος ο Μαμούας του φώναξε από πίσω «δική μου». Ο Φώτης, όμως, συνέχισε την πορεία του προς τα πίσω, δεν είδε τον τερματοφύλακα, τράκαρε πάνω του, έπεσαν κι οι δύο κάτω, η μπάλα πέρασε από πάνω τους κι ο αντίπαλος φορ απλώς την κοντρόλαρε και μπήκε μαζί της στα δίχτυα: 0-3. Γέλαγε ο κόσμος, έβριζε ο Μαστρομανέλος θεούς και δαίμονες, λες και το ματς ήταν επίσημο, λες κι από αυτό εξαρτιόταν η ύπαρξή του, λες και το είχε παίξει στο στοίχημα σε μια εποχή που δεν ξέραμε καν τι ήταν το στοίχημα.

Στην επόμενη φάση αντεπιτεθήκαμε, κοντρόλαρα μια μπαλιά κοντά στη μεγάλη περιοχή, έφτιαξα και μια ωραία ντρίμπλα, πέρασα την μπάλα αλλά εγώ δεν πέρασα. Έφαγα μια κλοτσιά που τη θυμάμαι ακόμα. Όχι πως θέλω, δηλαδή, να τη θυμάμαι, αλλά μου τη θυμίζει το κορμί μου από μόνο του, κάθε φορά που αλλάζει ο καιρός. Ο αντίπαλος σέντερ μπακ, πιστός στο δόγμα «ή η μπάλα ή ο παίκτης, ποτέ και οι δύο», μου τράβηξε μια γερή στον αστράγαλο και ...μου έσπασε το χέρι! Πέφτοντας προσπάθησα να βάλω το αριστερό χέρι στο σκληρό τερέν για να περιορίσω την ένταση της πτώσης, με αποτέλεσμα ένα κάταγμα στον καρπό και ουσιαστικά το τέλος της -όποιας- ποδοσφαιρικής μου καριέρας. Πρέπει να ήμουν ο πρώτος ποδοσφαιριστής που το ΄κοψε επειδή χτύπησε το χέρι!

Το παρατεταμένο «αααχ» μου, προκάλεσε ταραχή. Τέτοια που ο Φώτης όρμηξε από την άμυνα κι άρχισε να κλοτσάει με μανία τον αντίπαλο μπακ που με χτύπησε, λες κι ήταν η μπάλα που δεν κατάφερε να κλοτσήσει στην προηγούμενη φάση. Του έδωσε και κατάλαβε, με αποτέλεσμα την αποβολή του και το τέλος και της δικής του καριέρας. Δεν ήταν «τελευταίος παίκτης», αλλά ήταν σίγουρα ο τελευταίος που θα μπορούσε να γίνει παίκτης.

Μόλις είδε την κόκκινη στο χέρι του διαιτητή, ο Μαστρομανέλος, που τότε εκτελούσε χρέη εφόρου, φροντιστή, αντιπροέδρου και καντινιέρη (μόνο μπάλα δεν έπαιζε δηλαδή), έκανε σαν να είδε κόκκινο πανί. Μπήκε κι αυτός μέσα κι άρχισε να τους κυνηγάει όλους και να χαστουκίζει. Μια τον διαιτητή, μια τον αντίπαλο μπακ, μια τον Φώτη. Μόνο εμένα δεν χαστούκισε και μάλλον δεν θα τη γλίτωνα αν δεν με έβλεπε κάποια στιγμή να σηκώνομαι και να βαστάω με το καλό χέρι το χτυπημένο, που άρχισε να πρήζεται και να μπλαβιάζει...

Μέσα στον πόνο μου, έριξα μια ματιά προς την εξέδρα, ελπίζοντας σε ένα χαμόγελο συμπάθειας προς τον λαβωμένο πολεμιστή από την Τίτσα. Ωστόσο, δεν ήταν πια εκεί. Αυτή και οι φιλενάδες της, είχαν πάρει δρόμο. Όταν κάτι πάει στραβά, μπορεί να πάει και χειρότερα!

Μέχρι να κονομήσω από το ποδόσφαιρο και να ξεχάσω τα ποδοσφαιρικά ...σκαρπίνια του Φώτη, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...