Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο!

Miltos+
Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο!
Με αφορμή την έναρξη της σχολικής χρονιάς, στη ρετρό ιστορία αυτής της Τρίτης ο Μίλτος ο Νταλικέρης θυμάται παλιούς «αγιασμούς». Και παλιές «αγάπες»...

Παραδοσιακά, η πρώτη μέρα της σχολικής σεζόν, αυτή του «αγιασμού», ήταν ένα τραύμα στην ψυχή των μαθητών. Εκείνη τη χρονιά, όμως, το τραύμα ήταν διαφορετικό. «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι, έσταζε μέλι η μαχαιριά», που έλεγε παλιότερα κι ο μεγάλος Τόλης ο ...Ατολείωτος! Αλλά, ας μην προτρέχουμε...

Παραμονή εκείνης της πρεμιέρας, της σχολικής χρονιάς που η παλιοπαρέα των έιτις θα περνούσε το κατώφλι της Τρίτης Λυκείου, είχαμε καθίσει έξω από τον καφενέ του Μπάφα, κάτω από τον πλάτανο, να το φιλοσοφήσουμε. Και, με εξαίρεση τον Φώτη που άκουγε σχολείο και σκεφτόταν τη ζωστήρα του πατέρα του όταν θα έρχονταν οι πρώτοι βαθμοί, όλοι είχαμε συμφωνήσει πως η πρώτη μέρα στο σχολείο δεν ήταν τόσο δύσκολη. Όχι γιατί θα έρχονταν χειρότερες, αλλά γιατί είχαν περάσει περάσει οι καλύτερες.

Αυτό, το τελευταίο, μας πόναγε κι όχι το κατάβρεγμα από τον παπα-Νίκο την ημέρα του αγιασμού. Ότι πέρασε, έφυγε το καλοκαίρι, ήταν η αιτία που κρεμάγαμε πλερέζες. Ότι φύγανε οι μέρες της ξενοιασιάς. Τα πρωινά με τα μπάνια, τα μεσημέρια με τον «Μπλεκ», το «Αγόρι», την «Περιπέτεια» και τον «Μικρό Σερίφη», τα απογέματα στα ηλεκτρονικά του Ντένη του Αμερικάνου ή στο πλακόστρωτο της εκκλησίας για μπάλα έξι με έξι (αν βάζαμε και έβδομο παίκτη, ο δεξιός μπακ έπαιζε και καντηλανάφτης), τα βράδια στα «Ροζ», το μπαράκι του άλλου Αμερικάνου, που εκείνο το καλοκαίρι το είχε βαφτίσει «Σαν Ντιέγκο», όχι από την πόλη αλλά επειδή ξαφνικά του άρεσε το ποδόσφαιρο με τη στρόγγυλη μπάλα και όχι εκείνο με το πεπόνι. Το ποδόσφαιρο κι ο Ντιέγκο φυσικά...

 

Όλα αυτά χάναμε μέσα σε μια μέρα. Αυτή ήταν η σημειολογία του «αγιασμού». Η απώλεια του καλοκαιριού με ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Μια απώλεια που έτσι κι αλλιώς βιώναμε όλες τις προηγούμενες μέρες, όταν βλέπαμε τους φίλους μας που έρχονταν στο χωριό για τις καλοκαιρινές διακοπές, να φεύγουν ένας ένας για τις πόλεις τους, για τα σχολεία τους, για τους «αγιασμούς» τους. Περίπου αυτό ήταν που φαρμάκωνε ακόμα περισσότερο τον Φώτη. Όχι που φεύγανε οι φίλοι του καλοκαιριού, αλλά που φεύγανε οι φίλες. Οι αμέτρητοι καλοκαιρινοί του έρωτες, που είχαν γίνει βραχνάς στους υπόλοιπους. Κάθε φορά που ερωτευόταν «για πάντα» (και αυτό γινόταν πολύ συχνά, σχεδόν ...πάντα), ο Φώτης φορτωνόταν σε έναν από τους υπόλοιπους «να μου γράψεις μια κασέτα να της τη χαρίσω». Εννοείται, πως την κασέτα δεν έπρεπε μόνο να τη γράψουμε, αλλά και να την αγοράσουμε πρώτα, καθώς ο Φώτης δεν είχε ποτέ λεφτά. Το χειρότερο, πάντως, δεν ήταν ότι πληρώναμε τους έρωτες του Φώτη (άλλος ...Χαβάη, άλλος πληρώνει), αλλά ότι υποχρεωνόμασταν πολλά μεσημέρια να ακούμε κωλομεγλυφάτα σαχλοτράγουδα για έρωτες, αγάπες και λουλούδια, μέχρι να ολοκληρωθεί η εγγραφή. Κι αυτό συνήθως το κάναμε όλοι μαζί. Όλοι εκτός από τον Φώτη που κοιμόταν αμέριμνος «για να είμαι φρέσκος το βράδυ», ενώ ο Δεμπασκαλάς, ο Πατούσας, ο Πέτρος ο Αρμένης, ο Παππούς κι εγώ, συγκεντρώναμε τις κασέτες μας για να βρούμε υλικό για τις δικές του.

Φανταστείτε τώρα, δηλαδή, πέντε μαντραχαλαίους στα 17 τους, να ακούνε μέρα μεσημέρι τους «Ολύμπιανς» με τον Πασχάλη -δεκαετίες προ στιγμιαίου λάθους- να τραγουδάνε «το καλοκαίρι μαζί πηγαίναμε στην αμμουδιά» υπό τον αισθαντικό τίτλο «Ανάμνησις», ή και τον Δάκη με «εκείνο το πρωί στην Κηφισιά» (που δεν ξέραμε κατά πού πέφτει - δεν έλεγε κι αυτός «εκείνο το πρωί στη Μουργκάνα»). Για να εκσυγχρονιστούμε και να το αντέξουμε, βάζαμε στην κασέτα και ολίγους «Τερμίτες», με τον Μαχαιρίτσα -δεκαετίες προ «Συμμαχίας»- να αυτοσφυγμομετρείται «πόσο σε θέλω» ή τον -αγαπημένο μου- Κώστα Τουρνά να κάνει αναλύσεις σε υποθετικό λόγο «αν ο έρωτας ζει». Τα δύο τελευταία ήταν από τα «διαμάντια» εκείνης της δεκαετίας και είχαμε την αίσθηση πως με την προσθήκη τους, κάπως το ...σώναμε το συνολικό επίπεδο!

Μέχρι που κάποια στιγμή ο Παππούς αποφάσισε να του κάνει την απόλυτη πλάκα, με την τότε «παντοτινή» αγαπημένη του Φώτη, πρώτα ν΄ ακούει «εκείνο το πρωί στην Κηφισιά» του Δάκη και καπάκι το «ο Χάρος βγήκε παγανιά» του Μητροπάνου. Μέχρι και το σουξέ των σκυλάδικων της εποχής έβαλε μέσα για να εκδικηθεί τον Φώτη που τον έλεγε «καράφλα». Το «πέντε λεπτά πριν χαθούμε» της Τζίνας Σπηλιωτοπούλου. Πιένες!

Εκείνο το πρωί -όχι στην Κηφισιά ούτε στη Μουργκάνα- του «αγιασμού», όλα αυτά είχαν περάσει. Οι έρωτες του καλοκαιριού είχαν γίνει ...«Ανάμνησις», τα παιχνίδια και τα ξενύχτια το ίδιο κι όλοι μας, νυσταγμένοι ακόμα, ακούγαμε τον παπα-Νίκο να ψέλνει τα δικά του πριν μας τα ψάλλουν οι καθηγητές στη διάρκεια της χρονιάς. Ο Φώτης έψελνε στο δικό του σκοπό, ψιθυρίζοντας στον παπα-Νίκο «να ραντίσεις την καράφλα του Παππού μπας και βγάλει μαλλιά»!

Και τότε ...την είδα. Τότε ήταν που ήθελα ν΄ ακούσω όλες τις κασέτες που γράφαμε στον Φώτη μαζεμένες. Μέχρι και τον «Χάρο που βγήκε παγανιά» σε εκτέλεση από τον ...Δάκη τον ονειρευόμουν. Την είδα να γυρίζει προς το μέρος μου πιάνοντας με το χέρι ένα ατίθασο τσουλούφι για να το «βολέψει» πίσω από το αυτί, είδα δυο μεγάλα, πράσινα λαδί μάτια, είδα κι ένα χαμόγελο που διεκδικούσε τις ερωτικές κασέτες όλου του κόσμου. Ο Φώτης με είδε με το στόμα να χάσκει στη θέα της άγνωστης μαθήτριας και έδωσε αμέσως το ρεπορτάζ: «Ο πατέρας της είναι καραβανάς. Ήρθαν με μετάθεση από τη Θεσσαλονίκη. Τη λένε Ελένη και πάει στην Τρίτη». Συμμαθήτρια. Ελένη! Έρωτας με την πρώτη -πράσινη λαδί- ματιά. Εκείνο το πρωί στη Μουργκάνα...

Μετά από λίγο καιρό, δεν ήμασταν απλά συμμαθητές. Ήμασταν ...σύντροφοι, όχι με την πολιτική έννοια του όρου, καθώς οι πολιτικές μας πεποιθήσεις δεν συμφωνούσαν. Εκείνη ακολουθούσε το δόγμα του στρατιωτικού μπαμπά της, ενώ εγώ όχι εκείνο του δικού μου. Ωστόσο, τα φτιάξαμε. Τα είχαμε. Σχεδόν όλη τη σχολική περίοδο, μέχρι και την «πενταήμερη», η οποία ήταν «επταήμερη» και ειδικά εκείνη τη χρονιά έγινε μετά το τέλος της. Καλοκαιράκι, όχι στην Κηφισιά ούτε στη Μουργκάνα, αλλά στη Ρόδο. Μια επταήμερη στην οποία εγώ δεν πήγα (για λόγους που μπορεί να μας απασχολήσουν σε μια άλλη ρετρό ιστορία), αλλά εκείνη πήγε. Πήγε και ...με κεράτωσε! Αλλά κι εγώ την κεράτωσα. Όχι για να της ανταποδώσω τα ίσα, γιατί ακόμα δεν το ήξερα. Την κεράτωσα γιατί ...είχα φίλο τον Φώτη. Και γιατί ούτε κι αυτός πήγε σ΄ εκείνη την επταήμερη. Και γιατί εκείνο το καλοκαίρι ερωτευόμασταν και οι δυο «για πάντα», έχοντας ήδη προετοιμάσει ερωτικές κασέτες για παν ενδεχόμενον. Ο Φώτης έφταιγε. Ξεκάθαρα. Ο Φώτης και η Ελένη...

Μέχρι να ξεχάσω εκείνο τον τελευταίο «αγιασμό» κι εκείνη την πρώτη ματιά, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...