Σκύψε, ευλογημένη!
Όσο περνάνε οι μέρες και καθαρίζει το μυαλό, θυμάμαι όλο και καλύτερα, με αποτέλεσμα ακόμα μια -εκτός σειράς- ρετρό ιστορία στην οποία, εκτός από τον πατέρα, εμφανίζεται και ο μεγάλος Κώστας Γκουσγκούνης! Πάμε πάλι πολλά χρόνια πίσω, όταν ο «άξιος, άξιος» ηθοποιός του παλιού ερωτικού σινεμά βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσά μας. Λίγο πριν βγει στη σύνταξη ως επαγγελματίας φωτογράφος, άνοιξε ένα μικρό φωτογραφείο και μετακόμισε …στον κόσμο μας.
Η πρώτη μας επαφή έγινε με ντροπές, κοκκινίσματα και κρυφά γελάκια. Εμείς, δηλαδή εγώ, ο Φώτης, ο Πέτρος ο Αρμένης, ο Δεμπασκαλάς και ο Βαγγέλης ο Πατούσας, τον ξέραμε από τις ταινίες του. Ο Σαυρογιώργης, όμως, ο πατέρας του Φώτη, δεν τον ήξερε. Ούτε ο δικός μου ο πατέρας. Γι΄ αυτό και προσπαθούσαμε να κρυφτούμε όταν ήρθε προς το μέρος μας για να συστηθεί στους δικούς μας. Ο Σαυρογιώργης, που ήταν άνθρωπος με τρόπους, ένας πραγματικός τζέντλεμαν, μετά τις συστάσεις («Κώστας», «Γιώργος, κάτσε να πιεις μια μπίρα»), τον ρώτησε ό,τι θα ρωτούσε οποιοσδήποτε άνθρωπος με τρόπους: «Το κεφάλι γιατί το έχεις κάνει έτσι;»!
«Είμαι ηθοποιός», απάντησε ο Κώστας, αλλά ο Σαυρογιώργης είχε κι άλλες απορίες, ενώ εμείς ήμασταν να ανοίξει η γη και να μας καταπιεί και είχαμε σκύψει οι ευλογημένοι για να μη φαινόμαστε: «Και τι έργα παίζεις; Δεν σε έχω δει». Ούτε ο πατέρας μου τον είχε δει. «Παίζω σε ...χριστιανικές ταινίες»! Οι απορίες του Σαυρογιώργη, όμως, δεν τελείωσαν εκεί, καθώς ακόμα δεν είχε πάει ο νους του στον χριστιανικό χαρακτήρα των ταινιών του Κώστα. «Για πες μία», τον προέτρεψε κι ο Κώστας του έλυσε και αυτή την απορία: «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Αλήθεια είχε παίξει στη συγκεκριμένη «χριστιανική» σειρά, αλλά σε αυτόν το ρόλο (του σεΐζη, στην τηλεοπτική σειρά των σέβεντις), ελάχιστοι τον θυμούνται. Άλλο ήταν το σουξέ του!
Με τον Σαυρογιώργη έγιναν καλοί φίλοι, ενώ ο πατέρας μου ήταν αυτός που τον καθοδήγησε πώς να φτιάξει τα χαρτιά του για τη σύνταξη, όταν ήρθε η ώρα. Εμείς γίναμε μαζί του «φίλοι» εκ του συμφέροντος, μόλις διαπιστώσαμε ότι παρά τα πενηνταφεύγα του χρόνια, παρέμενε μέγας μπήχτης και ακόμα μεγαλύτερος ...ρακετομάχος. Το δόκανο συνήθως το έστηνε στην αμμουδιά, παίζοντας ρακέτες εκεί ακριβώς που κατέβαζε τους λουόμενους (κυρίως τις λουόμενες) το λεωφορείο. «Τάκα - τούκα, τάκα - τούκα», αλλά ποτέ «τάκα - τάκα», επειδή κάνει το παιδί ...έφηβο κι επειδή ο Κώστας προτιμούσε πιο ανδρικά σπορ. Συνήθως φόρτωνε την καλύτερη, αλλά αρκετές φορές όλο και κάτι ξέμενε για εμάς και κυρίως για τον Φώτη, που ήταν -και παραμένει- «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω».
Εμένα δεν μου έμενε σχεδόν τίποτα, εκτός από μια μελανιά στο μάτι, που όταν τη σκέφτομαι ακόμα με πονάει. Ο Κώστας σταμάτησε τη ρακέτα για να τα ρίξει σε μια πιτσιρίκα, εγώ σταμάτησα για να δω τον Κώστα να τα ρίχνει στην πιτσιρίκα, ο Δεμπασκαλάς δεν σταμάτησε και το μπαλάκι σταμάτησε ακριβώς στο μάτι μου. Από την πρώτη εκείνη στιγμή που άκουσα το «δεν πας καλά», πέρασαν περίπου δυο βδομάδες για να ξαναπάω καλά και να ξαναδώ. Γενικά ο Κώστας είχε μια τάση να μας βουλώνει τα μάτια και τα στόματα. Κάποια στιγμή, όταν γνωριστήκαμε καλά μέσω ρακέτας, πήραμε το θάρρος να του ζητήσουμε «καμιά ταινιούλα από τις δικές σου, έχεις κρατήσει;».
Είχε κρατήσει...
Μόνο δύο. «Να τις δείτε, αλλά τις θέλω πίσω. Δεν έχω άλλες. Είναι ο ματάκιας και μια ...περιπέτεια»! Ο ματάκιας ήταν ο περίφημος «Ηδονοβλεψίας». Η περιπέτεια δεν είχε τίτλο, αλλά είχε πλάκα. Εν μέσω βογγητών και σκυψίματος ευλογημένων, οι πρωταγωνιστές οργάνωναν μια ληστεία. Μπούκαραν στην τράπεζα, έκλεψαν, τους κυνήγησε η αστυνομία, έφτασαν μπροστά σε έναν γκρεμό (πίσω δεν είχε ρέμα, αλλά περιπολικά), ξαφνικά εμφανίστηκε κι ένα ελικόπτερο (μοντάζ από άλλη ταινία), οι κλέφτες -μεταξύ των οποίων και ο Κώστας- δεν σώνονταν με τίποτα και...
Και κάνει ένα τσαφ η ταινία, κόβεται το πλάνο και στο αμέσως επόμενο ο Κώστας είναι στο κρεβάτι με δυο κορίτσια! «Τι έγινε, ρε Κώστα, εκεί που σας κυνηγούσε η αστυνομία και τα ελικόπτερα; Πώς τη σκαπουλάρατε και βρέθηκες με τις γκόμενες στο κρεβάτι;», αναρωτηθήκαμε την επόμενη μέρα, όταν του επιστρέψαμε τις ταινίες. «Πουστιά του σκηνοθέτη. Δεν ήξερε πώς να μας γλιτώσει και ...το πήδηξε»!
Κυριολεκτικά!
Μια άλλη φορά πίναμε μπίρες κι άρχισε να νυχτώνει. Ο Κώστας δεν έπινε πολύ (γενικά ήταν της υγιεινής δια-σ-τροφής, καθώς ούτε τσιγάρο δεν κάπνιζε, παρότι σε πολλά εξώφυλλα ταινιών εμφανίζεται με κάτι πουράκλες σαν του Μάκη). Τον είχε πιάσει το ποτό, αλλά παράλληλα κι εκείνος είχε πιάσει γκόμενα και δεν έλεγε να την αφήσει. Αυτή ήταν σε ακόμα χειρότερη κατάσταση κι όταν έφυγαν μαζί, η βραδιά φαινόταν προδιαγεγραμμένη. Δεν ήταν...
Μέσα στη ζάλη τους (σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου το επόμενο μεσημέρι), η γκόμενα ήθελε να το παίξει πρωταγωνίστρια από την «Οθωμανική Δυναστεία», ο Κώστας άνοιξε το συρτάρι για να βγάλει τη βαζελίνη κι όταν επιτέλους το πλοίο μπήκε στο λιμάνι, άρχισαν τα σκουξίματα: «Καίγομαι, καίγομαι»!
«Αμ πώς να μην καίγεσαι, ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», μας περιέγραφε με τη γλαφυρότητά του όσα της έλεγε μέσα στη μεθυσμένη μετριοφροσύνη του ο Κώστας, ο οποίος το πρωί που ξύπνησε, διαπίστωσε πως είχε διαπράξει ένα …μικρό λάθος. Το βαζάκι με τη βαζελίνη έγραφε απ΄ έξω «Βιξ»!
Ζήτω που κάηκε η κοπέλα με την ...εντριβή στο έντερο, «δεν πας καλά» του είπε ο Δεμπασκαλάς και πέρασε αυτή καλά(;) κι εμείς καλύτερα...
Μέχρι να ξεχάσει η φουκαριάρα πώς κόντεψε να γίνει Μαίρη Λίντα «Σβήσε τη φλόγα για σένα που έχω», εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ. Αφορμή για την αναδημοσίευση του θέματος, μου έδωσε μια φωτογραφία του πατέρα μου. Του την είχε τραβήξει ο Κώστας στο φωτογραφείο του, με φόντο έναν μπλε μουσαμά. Αρτ δεν τη λες, αλλά είναι από τις καλύτερες του μακαρίτη...