Οίκος ...αντοχής μιας άλλης εποχής!

Miltos+
Οίκος ...αντοχής μιας άλλης εποχής!
Με αφορμή τις χορηγίες οίκων ανοχής σε φανέλες ποδοσφαιρικών ομάδων, ο Μίλτος ο Νταλικέρης ανατρέχει στο παρελθόν, στις καθιερωμένες ρετρό ιστορίες της Τρίτης...

Ο εκ των δημογερόντων, σοφών και φιλοσόφων του μαχαλά, ο Μαστρομανέλος, μια φορά που είχε πιει (πάντα πιωμένος ήταν, οπότε η φράση θέλει διόρθωση), δηλαδή μια φορά που είχε πιει πολύ (πάντα πολύ πιωμένος ήταν, οπότε και αυτή η φράση θέλει διόρθωση), δηλαδή μια φορά που είχε πει πάρα πολύ (μάλλον κι εδώ διόρθωση χρειάζεται), τέλος πάντων, μια φορά που αν η λίμνη των Ιωαννίνων ήταν κρασί θα την είχε στραγγίξει, μας βρήκε μπόσικους στον καφενέ του Μπάφα και μας άρχισε στο κήρυγμα. Στην αρχή, η παλιοπαρέα που τη συγκεκριμένη στιγμή αποτελούσαν ο Πέτρος ο Αρμένης, ο Φώτης, εγώ κι ο Δεμπασκαλάς που σέρβιρε στον καφενέ, διασκέδαζε με τα σουρωμένα λόγια του γέροντα, ωστόσο όταν άρχισαν οι ...νουθεσίες ήμασταν όπου φύγει φύγει. Αφού πρώτα ακούσαμε την τελευταία του «προσταγή», από εκείνες που πάντα έκλεινε με τη λέξη «είπα», που σήμαινε «πάει και τελείωσε, ό,τι λέω εγώ θα γίνει». Τι απαίτησε; «Τρία πράγματα δεν θα κάνετε στη ζωή σας. Δεν θα γίνετε τοιούτοι (έτσι το είπε). Δεν θα πάτε με πόρνη (κι αυτό έτσι το είπε). Δεν θα γίνεται κομμουνιστές. Είπα». Μόλις είπε, είπαμε να φεύγουμε...

Όταν βγήκαμε έξω από τον καφενέ οι τρεις της παρέας (ο Δεμπασκαλάς δεν είχε σχολάσει ακόμα), αναρωτηθήκαμε τι να κάνουμε μετά. «Να γράψουμε τον Μαστρομανέλο και να κάνουμε τα αντίθετα. Τι άντρες είμαστε;», πρότεινε και ταυτόχρονα αναρωτήθηκε ο Φώτης. Κι αν δεν ξέραμε το πάθος του για τις γυναίκες, που όποια γνώριζε την αρραβωνιαζόταν κιόλας, θα μας έβαζε με υποψίες, καθώς το ένα από τα αντίθετα που πρόσταξε ο Μαστρομανέλος, ήταν να γίνουμε πισωγλέντηδες οπότε το ερώτημα «τι άντρες είμαστε;» θα σήκωνε πολλή κουβέντα. «Σωστός ο παίκτης. Θα πάμε στα κορίτσια», είπε ο Πέτρος ο Αρμένης, που ως μεγαλύτερος τα ήξερε καλύτερα τα ξινά, αλλά και τα κατατόπια στα Γιάννενα. Και πήγαμε...

Εκείνες οι βόλτες των εφήβων και των μετεφήβων-σχεδόν αντρών στα κακόφημα στέκια των πόλεων, εκεί που τα κόκκινα φωτάκια έδιναν ροζ αποχρώσεις στα στενά, σκοτεινά σοκάκια, ονομάζονταν επισήμως με τον επιστημονικό όρο «μπουρδελότσαρκες». Και συνήθως κατέληγαν σε μεγάλα γέλια και κυνηγητά, αφού σπανίως οι παρέες των πιτσιρικάδων το έπαιρναν απόφαση να καθίσουν υπομονετικά και ο ένας μετά τον άλλον να πάρουν ...νουμεράδα το κορίτσι. Που σε σπάνιες περιπτώσεις ήταν κορίτσι και πιο συχνά ήταν σιτεμένο κορίτσι, ξεζουμισμένο κορίτσι, κορίτσι της συγνώμης ή «συγνώμη, δεν θα πάρω».

Εκείνη η μπουρδελότσαρκα δεν ήταν επεισοδιακή, ούτε και αποτελεσματική. Ούτε γελάσαμε ούτε γελαστήκαμε. Όταν ο Πέτρος μπήκε πρώτος σε ένα «σπίτι» κι εγώ με τον Φώτη καθίσαμε στο κατώφλι και περιμέναμε να δούμε «λευκό καπνό» για να μπούμε, είδαμε τον Αρμένη να βγαίνει σχεδόν αμέσως και γίναμε καπνός εμείς. «Η γιαγιά μου είναι πιο σέξι», είπε ο Πέτρος και λακίσαμε. Σε δεύτερο σπίτι δεν μπήκαμε. Παρότι ο Φώτης «ψηνόταν» και είχε ξεκαθαρίσει πως «αν βρούμε καμιά καλή, θα μπω πρώτος», εγώ εξέφραζα αντιρρήσεις («σιγά μην το βάλω εκεί που το είχε πριν ο Φώτης»), ενώ ο Πέτρος μάλλον είχε ξενερώσει, παρότι ήταν σαφώς πιο έμπειρος σε τέτοιες καταστάσεις. Είτε τον χάλασε η εικόνα της τσατσάς στο πρώτο «σπίτι» που μπήκε, είτε του είχαμε ζαλίσει τα γκογκόβια εμείς, οι μικρότεροι, με τις γκρίνιες μας και τις ανασφάλειές μας. «Βρήκα μια μέση λύση», είπε κάποια στιγμή στη μέση του δρόμου και μας έκοψε στη μέση ενός καυγά, από αυτούς που συχνά-πυκνά ρίχναμε με τον Φώτη για άσχετους και συνήθως ελάχιστα σημαντικούς λόγους. Πήγαμε σε ένα κωλόμπαρο, από αυτά που φύτρωναν σαν μανιτάρια εκείνη την περίοδο, όταν ο τόπος είχε γεμίσει από κορίτσια από το πρώην ανατολικό μπλοκ. Σχεδόν δυο ώρες, δηλαδή, μετά τις νουθεσίες του Μαστρομανέλου, ετοιμαζόμασταν να πάμε σε κομμουνίστριες πόρνες. Πάλι καλά που δεν ξυνόμασταν σε καμιά γκλίτσα, να παραβούμε όλες τις εντολές του με τη μία...

 

«Θα πάμε στο "Μπλου Λέικ". Με είχε πάει μια φορά ο νονός μου. Τουλάχιστον έχει ωραία κορίτσια», είπε ο Πέτρος και μόλις διαβήκαμε την πόρτα της αγγλόφωνης «Γαλάζιας Λίμνης» με τα σλαβόφωνα κορίτσια, βρεθήκαμε φάτσα με τον ...νονό του, τον Πέτρο της Κουφής. Ο οποίος καθόταν στο μπαρ με τον ...Μαστρομανέλο και πασπάτευαν ένα ξανθούλικο, αδύνατο κοριτσάκι. Ο Πέτρος της Κουφής, μόλις είδε τον αναδεξιμιό του και τους φίλους του, δηλαδή εμάς, προσφέρθηκε να κεράσει ποτό και άρχισε να μας δείχνει στον Μαστρομανέλο «κοίτα που μεγάλωσαν και θέλουν και κορίτσια». Εκείνος, με το χέρι στα δυσανάλογα τροφαντά καπούλια της κοκαλιάρας κομμουνίστριας, κοίταζε αλλά δεν είναι σίγουρο πως μας έβλεπε κιόλας. Το σίγουρο είναι πως είχε πια ξεχάσει τις συμβουλές που μας είχε δώσει νωρίτερα και πιθανότατα, μετά από τόσο πιόμα, είχε ξεχάσει και το όνομά του. Αν οι εκλογές ήταν το ίδιο βράδυ, ΚΚΕ θα ψήφιζε...

Ήπιαμε τα ποτά που μας κέρασαν ο Πέτρος της Κουφής κι ο Μαστρομανέλος, αλλά ούτε κορίτσι αφήσαμε να μας πλησιάσει ούτε σκέψεις για να πάρουμε κανένα και να πάμε στα ενδότερα κάναμε. Η βραδιά είχε πάει στραβά από την αρχή και το κέφι μας είχε εγκαταλείψει. Πώς να κάνεις «παιχνίδι» υπό το θολωμένο βλέμμα του Μαστρομανέλου και το επιδοκιμαστικό του Πέτρου της Κουφής, που αν μας έβλεπε να μπαλαμουτιάζουμε γυναίκα, θα μας χειροκροτούσε;

Πάντως τώρα, χρόνια μετά από εκείνη την ιστορία, κάνοντας ένα πρόχειρο απολογισμό μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως έχω παραβεί μόνο τη μία από τις τρεις εντολές του Μαστρομανέλου. Ο Πέτρος τις δύο. Ο Φώτης ...δεν ξέρω. Ωστόσο, το μόνο βέβαιο είναι πως συνεχίζει να αρραβωνιάζεται!

Μέχρι να ξεχάσω εκείνη, την πρώτη μου «τσάρκα» και τις συμβουλές του Μαστρομανέλου, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...