Άδικα, μωρό μου, άδικα, έμπλεξα με τα σκυλάδικα!
Η ρετρό ιστορία αυτής της Τρίτης θα μας πάει πάλι πολλά χρόνια πίσω, στη γνωστή παλιοπαρέα των έιτις, η οποία πλέον είχε ενηλικιωθεί. Εκείνο το βράδυ, τέτοιος καιρός ήταν θυμάμαι, είχαμε ξεκινήσει με βροχή από το χωριό για μια εξόρμηση «Γιάννενα μπάι νάιτ» που λένε και στον Παρακάλαμο. Μπήκαμε στην καμπίνα του αγροτικού του Πέτρου της Κουφής, εγώ, ο Φώτης κι ο Πέτρος ο Αρμένης, ο οποίος είχε δανειστεί για ακόμα μία φορά τα κλειδιά από τον νονό του.
Ο Φώτης, που όπως πάντα «ήξερε», μας πήγε σε μια χαμοκέλα. Ένα ημιυπόγειο μπαράκι, το οποίο από τα μεσάνυχτα και μετά γύρναγε τη μουσική σε ...έντεχνα ελληνικά, από Γιώργο Καμπουρίδη μέχρι Πλανητάρχη Μπουγά κι από Γιάννη Βασιλείου μέχρι Χαρά Ντάνου. Ωραία...
Με τα κονέ του Φώτη, βολευτήκαμε σε ένα υπερυψωμένο τραπέζι στη μέση του μαγαζιού, που είχε καλή θέα, τόσο στο μπαρ όσο και σε μια υποτυπώδη πίστα όπου λίκνιζαν τα λίπη τους αρκετές παρατημένες σαπιοκοίλες. Πολύ ωραία...
Πήραμε μια μπουκάλα Κάπτεν Μόργκαν κι αρχίσαμε να την τσακίζουμε, ενόσω ο Πέτρος κι εγώ προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε εν μέσω πολλών ντεσιμπέλ και ο Φώτης προσπαθούσε να εντοπίσει πιθανούς «στόχους». Ή, έστω, πιθανούς στόκους. Πάρα πολύ ωραία...
Κάποια στιγμή, τους εντόπισε. Μια παρέα τεσσάρων μεσόκοπων «κοριτσιών» στη μια άκρη της μπάρας κι άλλη μία, τριών νεότερων αλλά Βήτα Εθνικής κοριτσιών, στην άλλη. Αμέσως, μας άρχισε το «ψηστήρι» για να κάνουμε παιχνίδι, προτείνοντάς μας να διαλέξουμε «στόχο». Τις παντρεμένες;-χωρισμένες;-γεροντοκόρες;-σαραντάρες (το τελευταίο χωρίς ερωτηματικό) της μιας παρέας ή τις τρεις της άλλης που ζύγιζαν τουλάχιστον όσο πέντε; Ωραία δε λες τίποτα...
Ο Πέτρος έριξε μια βαριεστημένη ματιά στις σαραντάρες και μισή στις χοντρούλες (προφανώς με τη μισή τις είδε ολόκληρες). Δεν αντέδρασε. Ήταν ξεκάθαρο πως βαριόταν, αλλά και πως δεν ενέκρινε. Εγώ είπα «κάτσε λίγο», με την ελπίδα να κάτσει λίγο, μπας και μας «κάτσει» τίποτα πιο ενδιαφέρον στη βραδιά. Σε κάτι τέτοια ήμουν από αυτούς που άφηναν για μεθαύριο ό,τι μπορούσε να αναβληθεί για αύριο. Ωστόσο, ο Φώτης σηκώθηκε να πάει. Κατά πού δεν ξέραμε, αλλά σηκώθηκε να πάει. «Τουλάχιστον τράβα στις σαραντάρες», του είπαμε με μια φωνή, παίρνοντας την επιλογή των «μονόφθαλμων» αντί των «τυφλών». Για να μην τυφλωθούμε! Και πήγε...
Κατά τις σαραντάρες ξεκίνησε να πάει, αλλά στη διαδρομή άρχισε να στρίβει κατά τις χοντρούλες. Και εκεί πήγε...
Όταν μετά από λίγα λεπτά επέστρεψε χαμογελαστός, είπε πως τις κάλεσε στο τραπέζι μας και του είπαμε «δεν πας καλά», παρότι ανάμεσά μας δεν βρισκόταν ο Δεμπασκαλάς. Πριν ...εφοδεύσουν οι 3-5 χοντρούλες (κατά τα 3-5 Πηγάδια στα οποία θέλαμε να πέσουμε εγώ με τον Πέτρο), ο Πέτρος του χώθηκε. «Καλά, ρε χαμένε. Γιατί δεν πήγες στις σαραντάρες, που τουλάχιστον βλέπονται;», τον ρώτησε. «Με ξέρατε για αυστηρό κριτή;», απάντησε αφοπλιστικά. Δεν τον ξέραμε...
«Ρε χαμένε...», επέμεινε στην κατσάδα ο Πέτρος, «με αυτές για να σου σηκωθεί, θα πρέπει να πιεις ολόκληρο το μπουκάλι». Ακολούθησε νέα αφοπλιστική απάντηση: «Αφού με ξέρετε, πίνω πολύ». Τον ξέραμε...
Και «πλάκωσαν» οι χοντρούλες. Και μας πλακώθηκε η ψυχή. Εμένα και του Πέτρου, δηλαδή, γιατί του Φώτη πέταγε η δική του. «Έχει και Έσκορτ κάμπριο», μου ψιθύρισε κάποια στιγμή για τη χοντρούλα που είχε πλευρίσει. «Τι να το κάνεις το κάμπριο, ρε μ@λ@κα; Καρεκλοπόδαρα ρίχνει έξω...», του είπα και διακόψαμε διπλωματικές σχέσεις. Μετά από λίγο με τον Πέτρο καληνυχτίσαμε την παρέα, πήραμε το αγροτικό και εν μέσω κατακλυσμού, επιστρέψαμε στο χωριό. Ο Φώτης έμεινε με τις 3-5 χοντρούλες...
Έπεσα σε ύπνο βαθύ. Τόσο βαθύ που τα χτυπήματα στο παράθυρο της αποθήκης που είχα μετατρέψει σε «δωμάτιο ανεξαρτησίας» στην αυλή του σπιτιού μου, μου φάνηκαν χτυπήματα της μοίρας σε ένα όνειρο που έγερνε προς τον εφιάλτη. Πετάχτηκα από το κρεβάτι. Έξω είχε ξημερώσει, αλλά ήλιος δεν είχε βγει. Μέχρι να ανοίξω το παντζούρι, άκουγα τη βροχή. Όταν το άνοιξα, άκουγα τον Φώτη. Βαριανάσαινε και το πρόσωπό του ήταν σφιγμένο, σαν από πόνο. Του έκανα νόημα να πηδήξει μέσα, όπως είχε κάνει αμέτρητες φορές στο παρελθόν. «Από την πόρτα», μου είπε και κινήθηκε προς τα εκεί. Δεν μπορούσε από το παράθυρο. Αυτή τη φορά πήγε ακριβώς εκεί και όχι σε καμιά άλλη πόρτα. Του άνοιξα. «Βόηθα», πρόσταξε, σκύβοντας μπροστά και κάνοντας νόημα να τον βοηθήσω να βγάλει το μπουφάν και το πουκάμισο. Μόλις του έβγαλα το μπουφάν, είδα το πουκάμισο ματωμένο. «Σε βάτα έπεσες;», τον ρώτησα. «Έχει βάτα στα Γιάννενα;», με ρώτησε. Είχε; Δεν είχε; Δεν ήξερα...
«Με πελέκησε», μου είπε και συνέχισε, ενόσω έψαχνα μπαμπάκι, οινόπνευμα και ιώδιο για να περιποιηθώ τις πληγές που αυλάκωναν την πλάτη του. «Μ΄ έσκισε με τα νύχια. Όσο πιο πολύ την έφτιαχνα, τόσο πιο πολύ τα έμπηγε. Στο τέλος, μπας και γλιτώσω, τη γύρισα μπρούμυτα και της πίεσα το κεφάλι στο μαξιλάρι. Ούτε έτσι δεν την έκανα καλά. Πάλι βρήκε τρόπο και με άρπαξε από τα κρέατα. Δεν ήταν νύχια αυτά. Σκαλιστήρια ήταν. Κομμάτια μ΄ έκανε η σκρόφα». Κομμάτια ήταν...
Τον περιποιήθηκα όπως μπορούσα. Τώρα, χρόνια μετά, ομολογώ πως είχα και μια σαδιστική ευχαρίστηση όσο πότιζα τις χαρακιές με οινόπνευμα. Ένα «εγώ σου τα ΄λεγα», που δεν του το ΄λεγα. Του έδωσα ένα λευκό φανελάκι και ξάπλωσε στα λευκά μου σεντόνια. Που το απόγευμα, όταν σηκώθηκε, με τόσα αίματα και ιώδια, δεν ήταν πια λευκά, φέρνοντας πιο κοντά την κατσάδα της μάνας μου. «Τι αίματα είναι αυτά; Θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα». Δεν ήταν...
Μέχρι να ξεχάσω τα ...αυστηρά κριτήρια του Φώτη στις γυναίκες, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...