Αυτό θα πει ...Ασφάλεια!

Miltos+
Αυτό θα πει ...Ασφάλεια!
Με διπλή αφορμή, την επίθεση στον Τάσο Μητρόπουλο και κάποια γενέθλια, ο Μίλτος ο Νταλικέρης θυμάται μια ακόμα ρετρό ιστορία της Τρίτης μέρα ...Παρασκευή.

Για όσους δεν το διάβασαν, ο Ράμπο Τάσαρος δέχθηκε επίθεση στην πολυκατοικία του, μαχαιρώθηκε, αλλά συνέλαβε τον Γεωργιανό εισβολέα. Τίποτα από όλα αυτά, όμως, δεν θα συνέβαινε, αν την ασφάλεια του σπιτιού του την είχε αναλάβει ο φίλος μου ο ...Φώτης από την παλιοπαρέα των έιτις, ή ένας άλλος φίλος μου, που σήμερα έχει γενέθλια και που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο πρώτο μου μυθιστόρημα, το οποίο κυκλοφορεί αυτές τις μέρες (περισσότερα θα διαβάσετε στη στήλη εντός των επόμενων ημερών, εκτός κι αν βιάζεστε, οπότε ρίξτε μια ματιά στην ...ιστιοσανίδα του Μίλτου του Νταλικέρη στο φέισμπουκ). Χρόνια πολλά, «Μποκ»!

Πού κολλάει τώρα ο Φώτης στην ασφάλεια του σπιτιού του Τάσου; Ο Φώτης είναι σαν την κοκακόλα, πάει με όλα. Είναι σαν τον Μανιτού, θεός παντού! Παιδί της νύχτας μια ζωή ο Φώτης (κι αυτός εκ των πρωταγωνιστών του βιβλίου), κάποια στιγμή ήταν λογικό να γίνει και ...νυχτοφύλακας. Είχαμε στη γειτονιά έναν απόστρατο αστυνομικό, τον κυρ-Θόδωρα, ο οποίος μόλις συνταξιοδοτήθηκε, άρχισε να αναλαμβάνει παρακολουθήσεις και συνεργαζόταν με μια εταιρία ιδιωτικής ασφάλειας, από τις πρώτες που είχαν εμφανιστεί τότε στην περιοχή. Ο ιδιοκτήτης της εταιρίας έψαχνε τότε νέους που να αντέχουν στο ξενύχτι, έβγαλε τελάλη τον κυρ-Θόδωρα κι ο πρώτος που σκέφτηκε αυτός ήταν ο Φώτης. Περίεργο...

Καθόμασταν έξω από τον καφενέ του Μπάφα, εγώ. ο Φώτης κι ο Πέτρος ο Αρμένης, ήρθε κι ο κυρ-Θόδωρας, έκατσε στην παρέα μας κι άρχισε το ψηστήρι. «Φώτη, από ό,τι μου είπε ο πατέρας σου ψάχνεις για δουλειά. Κι από ό,τι ξέρω εγώ, στο ξενύχτι είσαι πρώτος. Σου έχω μια καλή δουλειά, να ξενυχτάς και να κονομάς», έριξε το δόλωμα κι ο Φώτης μόλις άκουσε για λεφτά άρπαξε το αγκίστρι. «Τι πρέπει να κάνω; Μόνο μη μου πεις να γυρνάω όλη νύχτα με το τζιπάκι των σεκιουριτάδων στις ερημιές». Ο κυρ-Θόδωρας του είχε κάτι καλύτερο, όπως του είπε: «Θα σε έχω σε ένα καμαράκι, με θέρμανση και τηλεόραση, στην είσοδο μιας βίλας. Το μόνο που θα κάνεις, θα είναι να μένεις ξύπνιος και να βλέπεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Μην μπει κανένας κλέφτης, δηλαδή...».

«Πόσα θα παίρνω;», πέρασε στο παρασύνθημα τότε ο Φώτης κι επειδή το νούμερο που άκουσε τον ικανοποίησε, προχώρησε στην επόμενη ερώτηση: «Πότε ξεκινάω;». Το «απόψε κιόλας» που άκουσε από το στόμα του κυρ-Θόδωρα, άνοιξε νέο κύκλο συζητήσεων. «Θα με πας να γνωρίσω τα αφεντικά;», ρώτησε ο Φώτης. «Λείπουν», απάντησε ο κυρ-Θόδωρας και πρόσθεσε: «Δεν ξέρω πότε θα γυρίσουν. Μπορεί απόψε τη νύχτα, μπορεί αύριο. Μπορεί να γυρίσουν και να μην τους δεις και καθόλου, γιατί μπαίνουν στο υπόγειο πάρκινγκ από άλλη είσοδο». Ο Φώτης έξυσε για λίγο το κεφάλι κι έκανε την ερώτηση που άλλαξε τα δεδομένα: «Κι άμα δω κανέναν στο μπαλκόνι, ρε κυρ-Θόδωρα, τι θα κάνω; Θα τον χαιρετίσω ή θα τον πυροβολήσω;»!!!

Η ερώτηση ήταν εύστοχη, αλλά ο κυρ-Θόδωρας περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, απαντώντας με νέα ερώτηση: «Και ποιος σου είπε πως θα κουβαλάς όπλο;».

Ο Φώτης τότε άλλαξε γνώμη: «Και με τι θα τους κάνω καλά τους κλέφτες, ρε κυρ-Θόδωρα; Με κλανιές ή με τα χέρια; Άμα είναι με κλανιές, πάρε τον Μίλτο. Άμα είναι με τα χέρια, πάρε τον Πέτρο που βαστάνε τα δικά του». Και πήρε τον Πέτρο...

Κι ο Πέτρος, που δεν φοβόταν ούτε τους κλέφτες ούτε τη δουλειά, τα πρωινά δούλευε οικοδομή με τον νονό του τον Πέτρο της Κουφής και τα βράδια έκανε νυχτοκάματα στη βίλα του Μπαζούκα, που δεν τον φώναζαν έτσι επειδή έτσι έγραφε η ταυτότητά του. Τράβηξε αρκετό καιρό αυτή η ιστορία με τα ξενύχτια, μέχρι που ένα πρωινό, αντί να πετύχει το καρφί με το σκεπάρνι, σημάδεψε το δάχτυλο και το έβαλε σε νάρθηκα για τρεις βδομάδες. Τότε σταμάτησε και τις δυο δουλειές και μετά, όταν συνήλθε, ξανάρχισε μόνο τη μία. Κι ο κυρ-Θόδωρας άρχισε να ξαναψήνει τον Φώτη για τη βίλα του Μπαζούκα, από την οποία ο φίλος μου δεν πέρασε ούτε απέξω...

Μέχρι ο κυρ-Θόδωρας να δώσει λύση και για την πολυκατοικία του Τάσου, εγώ ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Μέχρι ο κυρ-Θόδωρας να δώσει λύση και για την πολυκατοικία του Τάσου, εγώ ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...Για όσους δεν το διάβασαν, ο Ράμπο Τάσαρος δέχθηκε επίθεση στην πολυκατοικία του, μαχαιρώθηκε, αλλά συνέλαβε τον Γεωργιανό εισβολέα. Τίποτα από όλα αυτά, όμως, δεν θα συνέβαινε, αν την ασφάλεια του σπιτιού του την είχε αναλάβει ο φίλος μου ο ...Φώτης από την παλιοπαρέα των έιτις, ή ένας άλλος φίλος μου, που σήμερα έχει γενέθλια και που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο πρώτο μου μυθιστόρημα, το οποίο κυκλοφορεί αυτές τις μέρες (περισσότερα θα διαβάσετε στη στήλη εντός των επόμενων ημερών, εκτός κι αν βιάζεστε, οπότε ρίξτε μια ματιά στην ...ιστιοσανίδα του Μίλτου του Νταλικέρη στο φέισμπουκ). Χρόνια πολλά, «Μποκ»!
Πού κολλάει τώρα ο Φώτης στην ασφάλεια του σπιτιού του Τάσου; Ο Φώτης είναι σαν την κοκακόλα, πάει με όλα. Είναι σαν τον Μανιτού, θεός παντού! Παιδί της νύχτας μια ζωή ο Φώτης, κάποια στιγμή ήταν λογικό να γίνει και ...νυχτοφύλακας. Είχαμε στη γειτονιά έναν απόστρατο αστυνομικό, τον κυρ-Θόδωρα, ο οποίος μόλις συνταξιοδοτήθηκε, άρχισε να αναλαμβάνει παρακολουθήσεις και συνεργαζόταν με μια εταιρία ιδιωτικής ασφάλειας, από τις πρώτες που είχαν εμφανιστεί τότε στην περιοχή. Ο ιδιοκτήτης της εταιρίας έψαχνε τότε νέους που να αντέχουν στο ξενύχτι, έβγαλε τελάλη τον κυρ-Θόδωρα κι ο πρώτος που σκέφτηκε αυτός ήταν ο Φώτης. Περίεργο...
Καθόμασταν έξω από τον καφενέ του Μπάφα, εγώ ο Φώτης κι ο Πέτρος ο Αρμένης, ήρθε κι ο κυρ-Θόδωρας, έκατσε στην παρέα μας κι άρχισε το ψηστήρι. «Φώτη, από ό,τι μου είπε ο πατέρας σου ψάχνεις για δουλειά. Κι από ό,τι ξέρω εγώ, στο ξενύχτι είσαι πρώτος. Σου έχω μια καλή δουλειά, να ξενυχτάς και να κονομάς», έριξε το δόλωμα κι ο Φώτης μόλις άκουσε για λεφτά άρπαξε το αγκίστρι. «Τι πρέπει να κάνω; Μόνο μη μου πεις να γυρνώ όλη νύχτα με το τζιπάκι των σεκιουριτάδων στις ερημιές». Ο κυρ-Θόδωρας του είχε κάτι καλύτερο, όπως του είπε: «Θα σε έχω σε ένα καμαράκι, με θέρμανση και τηλεόραση, στην είσοδο μιας βίλας. Το μόνο που θα κάνεις, θα είναι να μένεις ξύπνιος και να βλέπεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Μην μπει κανένας κλέφτης, δηλαδή...».
«Πόσα θα παίρνω;», πέρασε στο παρασύνθημα τότε ο Φώτης κι επειδή το νούμερο που άκουσε τον ικανοποίησε, προχώρησε στην επόμενη ερώτηση: «Πότε ξεκινάω;». Το «απόψε κιόλας» που άκουσε από το στόμα του κυρ-Θόδωρα, άνοιξε νέο κύκλο συζητήσεων. «Θα με πας να γνωρίσω τα αφεντικά;», ρώτησε ο Φώτης. «Λείπουν», απάντησε ο κυρ-Θόδωρας και πρόσθεσε: «Δεν ξέρω πότε θα γυρίσουν. Μπορεί απόψε τη νύχτα, μπορεί αύριο. Μπορεί να γυρίσουν και να μην τους δεις και καθόλου, γιατί μπαίνουν στο υπόγειο πάρκινγκ από άλλη είσοδο». Ο Φώτης έξυσε για λίγο το κεφάλι κι έκανε την ερώτηση που άλλαξε τα δεδομένα: «Κι άμα δω κανέναν στο μπαλκόνι, ρε κυρ-Θόδωρα, τι θα κάνω; Θα τον χαιρετίσω ή θα τον πυροβολήσω;»!!!
Η ερώτηση ήταν εύστοχη, αλλά ο κυρ-Θόδωρας περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, απαντώντας με νέα ερώτηση: «Και ποιος σου είπε πως θα κουβαλάς όπλο;».
Ο Φώτης τότε άλλαξε γνώμη: «Και με τι θα τους κάνω καλά τους κλέφτες, ρε κυρ-Θόδωρα; Με κλανιές ή με τα χέρια; Άμα είναι με κλανιές, πάρε τον Μίλτο. Άμα είναι με τα χέρια, πάρε τον Πέτρο που βαστάνε τα δικά του». Και πήρε τον Πέτρο...
Κι ο Πέτρος, που δεν φοβόταν ούτε τους κλέφτες ούτε τη δουλειά, τα πρωινά δούλευε οικοδομή με τον νονό του τον Πέτρο της Κουφής και τα βράδια έκανε νυχτοκάματα στη βίλα του Μπαζούκα, που δεν τον φώναζαν έτσι επειδή έτσι έγραφε η ταυτότητά του. Τράβηξε αρκετό καιρό αυτή η ιστορία με τα ξενύχτια, μέχρι που ένα πρωινό, αντί να πετύχει το καρφί με το σκεπάρνι, σημάδεψε το δάχτυλο και το έβαλε σε νάρθηκα για τρεις βδομάδες. Τότε σταμάτησε και τις δυο δουλειές και μετά, όταν συνήλθε, ξανάρχισε μόνο τη μία. Κι ο κυρ-Θόδωρας άρχισε να ξαναψήνει τον Φώτη για τη βίλα του Μπαζούκα, από την οποία ο φίλος μου δεν πέρασε ούτε απέξω...
Μέχρι ο κυρ-Θόδωρας να δώσει λύση και για την πολυκατοικία του Τάσου, εγώ ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...Για όσους δεν το διάβασαν, ο Ράμπο Τάσαρος δέχθηκε επίθεση στην πολυκατοικία του, μαχαιρώθηκε, αλλά συνέλαβε τον Γεωργιανό εισβολέα. Τίποτα από όλα αυτά, όμως, δεν θα συνέβαινε, αν την ασφάλεια του σπιτιού του την είχε αναλάβει ο φίλος μου ο ...Φώτης από την παλιοπαρέα των έιτις, ή ένας άλλος φίλος μου, που σήμερα έχει γενέθλια και που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο πρώτο μου μυθιστόρημα, το οποίο κυκλοφορεί αυτές τις μέρες (περισσότερα θα διαβάσετε στη στήλη εντός των επόμενων ημερών, εκτός κι αν βιάζεστε, οπότε ρίξτε μια ματιά στην ...ιστιοσανίδα του Μίλτου του Νταλικέρη στο φέισμπουκ). Χρόνια πολλά, «Μποκ»!
Πού κολλάει τώρα ο Φώτης στην ασφάλεια του σπιτιού του Τάσου; Ο Φώτης είναι σαν την κοκακόλα, πάει με όλα. Είναι σαν τον Μανιτού, θεός παντού! Παιδί της νύχτας μια ζωή ο Φώτης, κάποια στιγμή ήταν λογικό να γίνει και ...νυχτοφύλακας. Είχαμε στη γειτονιά έναν απόστρατο αστυνομικό, τον κυρ-Θόδωρα, ο οποίος μόλις συνταξιοδοτήθηκε, άρχισε να αναλαμβάνει παρακολουθήσεις και συνεργαζόταν με μια εταιρία ιδιωτικής ασφάλειας, από τις πρώτες που είχαν εμφανιστεί τότε στην περιοχή. Ο ιδιοκτήτης της εταιρίας έψαχνε τότε νέους που να αντέχουν στο ξενύχτι, έβγαλε τελάλη τον κυρ-Θόδωρα κι ο πρώτος που σκέφτηκε αυτός ήταν ο Φώτης. Περίεργο...
Καθόμασταν έξω από τον καφενέ του Μπάφα, εγώ ο Φώτης κι ο Πέτρος ο Αρμένης, ήρθε κι ο κυρ-Θόδωρας, έκατσε στην παρέα μας κι άρχισε το ψηστήρι. «Φώτη, από ό,τι μου είπε ο πατέρας σου ψάχνεις για δουλειά. Κι από ό,τι ξέρω εγώ, στο ξενύχτι είσαι πρώτος. Σου έχω μια καλή δουλειά, να ξενυχτάς και να κονομάς», έριξε το δόλωμα κι ο Φώτης μόλις άκουσε για λεφτά άρπαξε το αγκίστρι. «Τι πρέπει να κάνω; Μόνο μη μου πεις να γυρνώ όλη νύχτα με το τζιπάκι των σεκιουριτάδων στις ερημιές». Ο κυρ-Θόδωρας του είχε κάτι καλύτερο, όπως του είπε: «Θα σε έχω σε ένα καμαράκι, με θέρμανση και τηλεόραση, στην είσοδο μιας βίλας. Το μόνο που θα κάνεις, θα είναι να μένεις ξύπνιος και να βλέπεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Μην μπει κανένας κλέφτης, δηλαδή...».
«Πόσα θα παίρνω;», πέρασε στο παρασύνθημα τότε ο Φώτης κι επειδή το νούμερο που άκουσε τον ικανοποίησε, προχώρησε στην επόμενη ερώτηση: «Πότε ξεκινάω;». Το «απόψε κιόλας» που άκουσε από το στόμα του κυρ-Θόδωρα, άνοιξε νέο κύκλο συζητήσεων. «Θα με πας να γνωρίσω τα αφεντικά;», ρώτησε ο Φώτης. «Λείπουν», απάντησε ο κυρ-Θόδωρας και πρόσθεσε: «Δεν ξέρω πότε θα γυρίσουν. Μπορεί απόψε τη νύχτα, μπορεί αύριο. Μπορεί να γυρίσουν και να μην τους δεις και καθόλου, γιατί μπαίνουν στο υπόγειο πάρκινγκ από άλλη είσοδο». Ο Φώτης έξυσε για λίγο το κεφάλι κι έκανε την ερώτηση που άλλαξε τα δεδομένα: «Κι άμα δω κανέναν στο μπαλκόνι, ρε κυρ-Θόδωρα, τι θα κάνω; Θα τον χαιρετίσω ή θα τον πυροβολήσω;»!!!
Η ερώτηση ήταν εύστοχη, αλλά ο κυρ-Θόδωρας περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, απαντώντας με νέα ερώτηση: «Και ποιος σου είπε πως θα κουβαλάς όπλο;».
Ο Φώτης τότε άλλαξε γνώμη: «Και με τι θα τους κάνω καλά τους κλέφτες, ρε κυρ-Θόδωρα; Με κλανιές ή με τα χέρια; Άμα είναι με κλανιές, πάρε τον Μίλτο. Άμα είναι με τα χέρια, πάρε τον Πέτρο που βαστάνε τα δικά του». Και πήρε τον Πέτρο...
Κι ο Πέτρος, που δεν φοβόταν ούτε τους κλέφτες ούτε τη δουλειά, τα πρωινά δούλευε οικοδομή με τον νονό του τον Πέτρο της Κουφής και τα βράδια έκανε νυχτοκάματα στη βίλα του Μπαζούκα, που δεν τον φώναζαν έτσι επειδή έτσι έγραφε η ταυτότητά του. Τράβηξε αρκετό καιρό αυτή η ιστορία με τα ξενύχτια, μέχρι που ένα πρωινό, αντί να πετύχει το καρφί με το σκεπάρνι, σημάδεψε το δάχτυλο και το έβαλε σε νάρθηκα για τρεις βδομάδες. Τότε σταμάτησε και τις δυο δουλειές και μετά, όταν συνήλθε, ξανάρχισε μόνο τη μία. Κι ο κυρ-Θόδωρας άρχισε να ξαναψήνει τον Φώτη για τη βίλα του Μπαζούκα, από την οποία ο φίλος μου δεν πέρασε ούτε απέξω...
Μέχρι ο κυρ-Θόδωρας να δώσει λύση και για την πολυκατοικία του Τάσου, εγώ ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...Για όσους δεν το διάβασαν, ο Ράμπο Τάσαρος δέχθηκε επίθεση στην πολυκατοικία του, μαχαιρώθηκε, αλλά συνέλαβε τον Γεωργιανό εισβολέα. Τίποτα από όλα αυτά, όμως, δεν θα συνέβαινε, αν την ασφάλεια του σπιτιού του την είχε αναλάβει ο φίλος μου ο ...Φώτης από την παλιοπαρέα των έιτις, ή ένας άλλος φίλος μου, που σήμερα έχει γενέθλια και που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο πρώτο μου μυθιστόρημα, το οποίο κυκλοφορεί αυτές τις μέρες (περισσότερα θα διαβάσετε στη στήλη εντός των επόμενων ημερών, εκτός κι αν βιάζεστε, οπότε ρίξτε μια ματιά στην ...ιστιοσανίδα του Μίλτου του Νταλικέρη στο φέισμπουκ). Χρόνια πολλά, «Μποκ»!
Πού κολλάει τώρα ο Φώτης στην ασφάλεια του σπιτιού του Τάσου; Ο Φώτης είναι σαν την κοκακόλα, πάει με όλα. Είναι σαν τον Μανιτού, θεός παντού! Παιδί της νύχτας μια ζωή ο Φώτης, κάποια στιγμή ήταν λογικό να γίνει και ...νυχτοφύλακας. Είχαμε στη γειτονιά έναν απόστρατο αστυνομικό, τον κυρ-Θόδωρα, ο οποίος μόλις συνταξιοδοτήθηκε, άρχισε να αναλαμβάνει παρακολουθήσεις και συνεργαζόταν με μια εταιρία ιδιωτικής ασφάλειας, από τις πρώτες που είχαν εμφανιστεί τότε στην περιοχή. Ο ιδιοκτήτης της εταιρίας έψαχνε τότε νέους που να αντέχουν στο ξενύχτι, έβγαλε τελάλη τον κυρ-Θόδωρα κι ο πρώτος που σκέφτηκε αυτός ήταν ο Φώτης. Περίεργο...
Καθόμασταν έξω από τον καφενέ του Μπάφα, εγώ ο Φώτης κι ο Πέτρος ο Αρμένης, ήρθε κι ο κυρ-Θόδωρας, έκατσε στην παρέα μας κι άρχισε το ψηστήρι. «Φώτη, από ό,τι μου είπε ο πατέρας σου ψάχνεις για δουλειά. Κι από ό,τι ξέρω εγώ, στο ξενύχτι είσαι πρώτος. Σου έχω μια καλή δουλειά, να ξενυχτάς και να κονομάς», έριξε το δόλωμα κι ο Φώτης μόλις άκουσε για λεφτά άρπαξε το αγκίστρι. «Τι πρέπει να κάνω; Μόνο μη μου πεις να γυρνώ όλη νύχτα με το τζιπάκι των σεκιουριτάδων στις ερημιές». Ο κυρ-Θόδωρας του είχε κάτι καλύτερο, όπως του είπε: «Θα σε έχω σε ένα καμαράκι, με θέρμανση και τηλεόραση, στην είσοδο μιας βίλας. Το μόνο που θα κάνεις, θα είναι να μένεις ξύπνιος και να βλέπεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Μην μπει κανένας κλέφτης, δηλαδή...».
«Πόσα θα παίρνω;», πέρασε στο παρασύνθημα τότε ο Φώτης κι επειδή το νούμερο που άκουσε τον ικανοποίησε, προχώρησε στην επόμενη ερώτηση: «Πότε ξεκινάω;». Το «απόψε κιόλας» που άκουσε από το στόμα του κυρ-Θόδωρα, άνοιξε νέο κύκλο συζητήσεων. «Θα με πας να γνωρίσω τα αφεντικά;», ρώτησε ο Φώτης. «Λείπουν», απάντησε ο κυρ-Θόδωρας και πρόσθεσε: «Δεν ξέρω πότε θα γυρίσουν. Μπορεί απόψε τη νύχτα, μπορεί αύριο. Μπορεί να γυρίσουν και να μην τους δεις και καθόλου, γιατί μπαίνουν στο υπόγειο πάρκινγκ από άλλη είσοδο». Ο Φώτης έξυσε για λίγο το κεφάλι κι έκανε την ερώτηση που άλλαξε τα δεδομένα: «Κι άμα δω κανέναν στο μπαλκόνι, ρε κυρ-Θόδωρα, τι θα κάνω; Θα τον χαιρετίσω ή θα τον πυροβολήσω;»!!!
Η ερώτηση ήταν εύστοχη, αλλά ο κυρ-Θόδωρας περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, απαντώντας με νέα ερώτηση: «Και ποιος σου είπε πως θα κουβαλάς όπλο;».
Ο Φώτης τότε άλλαξε γνώμη: «Και με τι θα τους κάνω καλά τους κλέφτες, ρε κυρ-Θόδωρα; Με κλανιές ή με τα χέρια; Άμα είναι με κλανιές, πάρε τον Μίλτο. Άμα είναι με τα χέρια, πάρε τον Πέτρο που βαστάνε τα δικά του». Και πήρε τον Πέτρο...
Κι ο Πέτρος, που δεν φοβόταν ούτε τους κλέφτες ούτε τη δουλειά, τα πρωινά δούλευε οικοδομή με τον νονό του τον Πέτρο της Κουφής και τα βράδια έκανε νυχτοκάματα στη βίλα του Μπαζούκα, που δεν τον φώναζαν έτσι επειδή έτσι έγραφε η ταυτότητά του. Τράβηξε αρκετό καιρό αυτή η ιστορία με τα ξενύχτια, μέχρι που ένα πρωινό, αντί να πετύχει το καρφί με το σκεπάρνι, σημάδεψε το δάχτυλο και το έβαλε σε νάρθηκα για τρεις βδομάδες. Τότε σταμάτησε και τις δυο δουλειές και μετά, όταν συνήλθε, ξανάρχισε μόνο τη μία. Κι ο κυρ-Θόδωρας άρχισε να ξαναψήνει τον Φώτη για τη βίλα του Μπαζούκα, από την οποία ο φίλος μου δεν πέρασε ούτε απέξω...
Μέχρι ο κυρ-Θόδωρας να δώσει λύση και για την πολυκατοικία του Τάσου, εγώ ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...Για όσους δεν το διάβασαν, ο Ράμπο Τάσαρος δέχθηκε επίθεση στην πολυκατοικία του, μαχαιρώθηκε, αλλά συνέλαβε τον Γεωργιανό εισβολέα. Τίποτα από όλα αυτά, όμως, δεν θα συνέβαινε, αν την ασφάλεια του σπιτιού του την είχε αναλάβει ο φίλος μου ο ...Φώτης από την παλιοπαρέα των έιτις, ή ένας άλλος φίλος μου, που σήμερα έχει γενέθλια και που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο πρώτο μου μυθιστόρημα, το οποίο κυκλοφορεί αυτές τις μέρες (περισσότερα θα διαβάσετε στη στήλη εντός των επόμενων ημερών, εκτός κι αν βιάζεστε, οπότε ρίξτε μια ματιά στην ...ιστιοσανίδα του Μίλτου του Νταλικέρη στο φέισμπουκ). Χρόνια πολλά, «Μποκ»!
Πού κολλάει τώρα ο Φώτης στην ασφάλεια του σπιτιού του Τάσου; Ο Φώτης είναι σαν την κοκακόλα, πάει με όλα. Είναι σαν τον Μανιτού, θεός παντού! Παιδί της νύχτας μια ζωή ο Φώτης, κάποια στιγμή ήταν λογικό να γίνει και ...νυχτοφύλακας. Είχαμε στη γειτονιά έναν απόστρατο αστυνομικό, τον κυρ-Θόδωρα, ο οποίος μόλις συνταξιοδοτήθηκε, άρχισε να αναλαμβάνει παρακολουθήσεις και συνεργαζόταν με μια εταιρία ιδιωτικής ασφάλειας, από τις πρώτες που είχαν εμφανιστεί τότε στην περιοχή. Ο ιδιοκτήτης της εταιρίας έψαχνε τότε νέους που να αντέχουν στο ξενύχτι, έβγαλε τελάλη τον κυρ-Θόδωρα κι ο πρώτος που σκέφτηκε αυτός ήταν ο Φώτης. Περίεργο...
Καθόμασταν έξω από τον καφενέ του Μπάφα, εγώ ο Φώτης κι ο Πέτρος ο Αρμένης, ήρθε κι ο κυρ-Θόδωρας, έκατσε στην παρέα μας κι άρχισε το ψηστήρι. «Φώτη, από ό,τι μου είπε ο πατέρας σου ψάχνεις για δουλειά. Κι από ό,τι ξέρω εγώ, στο ξενύχτι είσαι πρώτος. Σου έχω μια καλή δουλειά, να ξενυχτάς και να κονομάς», έριξε το δόλωμα κι ο Φώτης μόλις άκουσε για λεφτά άρπαξε το αγκίστρι. «Τι πρέπει να κάνω; Μόνο μη μου πεις να γυρνώ όλη νύχτα με το τζιπάκι των σεκιουριτάδων στις ερημιές». Ο κυρ-Θόδωρας του είχε κάτι καλύτερο, όπως του είπε: «Θα σε έχω σε ένα καμαράκι, με θέρμανση και τηλεόραση, στην είσοδο μιας βίλας. Το μόνο που θα κάνεις, θα είναι να μένεις ξύπνιος και να βλέπεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Μην μπει κανένας κλέφτης, δηλαδή...».
«Πόσα θα παίρνω;», πέρασε στο παρασύνθημα τότε ο Φώτης κι επειδή το νούμερο που άκουσε τον ικανοποίησε, προχώρησε στην επόμενη ερώτηση: «Πότε ξεκινάω;». Το «απόψε κιόλας» που άκουσε από το στόμα του κυρ-Θόδωρα, άνοιξε νέο κύκλο συζητήσεων. «Θα με πας να γνωρίσω τα αφεντικά;», ρώτησε ο Φώτης. «Λείπουν», απάντησε ο κυρ-Θόδωρας και πρόσθεσε: «Δεν ξέρω πότε θα γυρίσουν. Μπορεί απόψε τη νύχτα, μπορεί αύριο. Μπορεί να γυρίσουν και να μην τους δεις και καθόλου, γιατί μπαίνουν στο υπόγειο πάρκινγκ από άλλη είσοδο». Ο Φώτης έξυσε για λίγο το κεφάλι κι έκανε την ερώτηση που άλλαξε τα δεδομένα: «Κι άμα δω κανέναν στο μπαλκόνι, ρε κυρ-Θόδωρα, τι θα κάνω; Θα τον χαιρετίσω ή θα τον πυροβολήσω;»!!!
Η ερώτηση ήταν εύστοχη, αλλά ο κυρ-Θόδωρας περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, απαντώντας με νέα ερώτηση: «Και ποιος σου είπε πως θα κουβαλάς όπλο;».
Ο Φώτης τότε άλλαξε γνώμη: «Και με τι θα τους κάνω καλά τους κλέφτες, ρε κυρ-Θόδωρα; Με κλανιές ή με τα χέρια; Άμα είναι με κλανιές, πάρε τον Μίλτο. Άμα είναι με τα χέρια, πάρε τον Πέτρο που βαστάνε τα δικά του». Και πήρε τον Πέτρο...
Κι ο Πέτρος, που δεν φοβόταν ούτε τους κλέφτες ούτε τη δουλειά, τα πρωινά δούλευε οικοδομή με τον νονό του τον Πέτρο της Κουφής και τα βράδια έκανε νυχτοκάματα στη βίλα του Μπαζούκα, που δεν τον φώναζαν έτσι επειδή έτσι έγραφε η ταυτότητά του. Τράβηξε αρκετό καιρό αυτή η ιστορία με τα ξενύχτια, μέχρι που ένα πρωινό, αντί να πετύχει το καρφί με το σκεπάρνι, σημάδεψε το δάχτυλο και το έβαλε σε νάρθηκα για τρεις βδομάδες. Τότε σταμάτησε και τις δυο δουλειές και μετά, όταν συνήλθε, ξανάρχισε μόνο τη μία. Κι ο κυρ-Θόδωρας άρχισε να ξαναψήνει τον Φώτη για τη βίλα του Μπαζούκα, από την οποία ο φίλος μου δεν πέρασε ούτε απέξω...
Μέχρι ο κυρ-Θόδωρας να δώσει λύση και για την πολυκατοικία του Τάσου, εγώ ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...