Τρίγωνα, λάχανα, μες στη γειτονιά!
Την ιδέα την είχε ο Φώτης. Ποιος άλλος; Ήθελε να πάμε να πούμε τα κάλαντα «για να κονομήσουμε». Πάντα ρέστος ο Φώτης και πάντα έτοιμος να σκαρφιστεί ιδέες για να τσιμπήσει κανένα ψιλό, είχε βαλθεί να μας τραβολογήσει μαζί του σε έναν δημόσιο εξευτελισμό σε όλο το χωριό, παρότι είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που είπαμε κάλαντα όλοι μαζί. Γυμνάσιο πηγαίναμε πια, δεν ήμασταν πιτσιρίκια. «Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς μόλις άκουσε την ιδέα, διαχώρισε τη θέση του και είχε δίκιο. Δεν πήγαινε καλά...
Ο Πέτρος ο Αρμένης, δυο χρόνια και κάτι μεγαλύτερος παρότι πηγαίναμε στην ίδια τάξη, σωστός άντρας πια, επίσης ξεκαθάρισε πως δεν θα ακολουθούσε: «Καλά σου λέει, ρε. Δεν πας καλά. Πώς θα έρθω εγώ με το καμπανάκι ολόκληρος άντρας; Θα γελάει ο κόσμος». Θα γέλαγε...
Άσε που η εικόνα του συγκεκριμένου μαντράχαλου να ρωτάει «να τα πούμε;» πόρτα - πόρτα, θα ήταν αντίστοιχη με εκείνη του μπεκροκανάτα του Μαστρομανέλου, να μπαίνει στον καφενέ του Μπάφα και να παραγγέλνει «μια πορτοκαλάδα μπλε». Γίνονται αυτά τα πράγματα; Δεν γίνονται...
Τον μακαρίτη τον Πατούσα τον απέκλεισε ο ίδιος ο Φώτης, ο οποίος ήδη είχε βγάλει χρονοδιάγραμμα και σε αυτό δεν χώραγε ο φίλος μας, λόγω της πλατυποδίας του, που τον περιόριζε σε ταχύτητα και αντανακλαστικά: «Εσύ να κάτσεις σπίτι σου. Αν έρθεις μαζί, στο πρώτο σπίτι θα λέμε "καλήν εσπέραν, άρχοντες" και στο τελευταίο θα μας πουν "Χριστός Ανέστη"». Θα μας έλεγαν...
Πριν προλάβω, όχι να διατυπώσω, αλλά ούτε και να σκεφτώ το επιχείρημά μου, είχα βρεθεί μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα: «Μιλτάκο, σε εμάς έλαχε ο κλήρος. Μαζί θα πάμε. Να σου πω και κάτι; Καλύτερα έτσι. Καλύτερα να μοιραστούμε τα λεφτά στα δύο, παρά στα πέντε. Τι θα έμενε;». Έλα ντε...
Και πήγαμε...
Η αλήθεια είναι πως αυτή, η τελευταία φορά που είπα κάλαντα στη ζωή μου, είχε μεγάλη πλάκα. Μετά την αρχική συστολή που με συνόδευσε στα πρώτα σπίτια, αποφάσισα μέσα μου να το διασκεδάσω. Σπάνια θυμάμαι τον εαυτό μου τόσο ευδιάθετο. Ακόμα κι όταν μπήκαμε σε σπίτια συμμαθητών και -κυρίως- συμμαθητριών, πάλι χαμογελαστός ήμουν, τόσο που αν έβλεπα σήμερα έναν τόσο χαρούμενο έφηβο στο κατώφλι να μου λέει τα κάλαντα, θα έβαζα με το νου μου τι είχε μασουλήσει πριν χτυπήσει το κουδούνι. Δεν είχα μασουλήσει τίποτα τότε...
Στα μέσα του δρομολογίου που είχε σχεδιάσει ο Φώτης, περάσαμε από το σπίτι της Δωροθέας της Ζαβής. Εκείνη άργησε να ανοίξει, ωστόσο ο Φώτης δεν αγχώθηκε. Την είχε υπολογίσει αυτή την καθυστέρηση στο πρόγραμμα. Η γερόντισσα ήθελε το χρόνο της, μέχρι να κινηθεί μέσα στο σπίτι με το «πι» και να φτάσει στην πόρτα. Όταν της είπαμε τα κάλαντα (περίμενε να τα πούμε όλα, μέχρι και το «σ΄ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει»), εκείνη είπε ένα ξεψυχισμένο «χρόνια πολλά» -τάχα πως μελαγχόλησε για τον μακαρίτη τον Ζαβό- κι έκανε μεταβολή για να φέρει το πορτοφόλι. Κι όταν το ΄φερε μετά από ...ενάμισο χρόνο, έβγαλε και μας έδωσε ένα τάλιρο! Πέντε δραχμές, δηλαδή, αλλά σε ένα νόμισμα. Με ένα τάλιρο τότε δεν έπαιζες ούτε πάκμαν στα ηλεκτρονικά. Δεκάρικο ήθελε το μηχάνημα!
Είδα τον Φώτη να «ανάβει» και περίμενα τα χειρότερα. Αν της είχε δώσει τίποτα άλλο, θα της το έπαιρνε πίσω, αλλά τα κάλαντα πώς να τα πάρει πίσω; Και της τα είχαμε πει κι όλα. Μέχρι και να ζήσει χίλια χρόνια ο πεθαμένος της είχαμε ευχηθεί. Οπότε, άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. «Κανένα μελομακάρονο, κανέναν κουραμπιέ, δεν έχεις να μας τρατάρεις, θεια; Έτσι, με ένα τάλιρο θα τη βγάλεις την υποχρέωση;», έκανε μια προσπάθεια να τη ρίξει στο φιλότιμο, αλλά η Δωροθέα η Ζαβή ήταν εκ φύσεως αφιλότιμη. «Δεν μπορώ εγώ, στην κατάστασή μου, να καθίσω να φτιάξω γλυκά. Άσε που έχω και πένθος», του απάντησε κι οι δυο μας αναρωτηθήκαμε τι σόι πένθος είναι αυτό που βαστάει τόσο, αφού τον Ζαβό τον είχε στείλει στα θυμαράκια πολύ πριν γεννηθούμε εμείς...
Τελικά, μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω μας κι αφού γαμωσταύρισε σε πλήρη αρμονία με το εορταστικό κλίμα της γεννήσεως του Θεανθρώπου, ο Φώτης έβγαλε από την κωλότσεπη μια νάιλον σακούλα (κι όμως, την είχε τυλιγμένη εκεί, περιμένοντας προφανώς πως θα μαζεύαμε πεσκέσια) κι ένα σουγιά, μπήκε στο μποστάνι της Ζαβής κι έκοψε δυο μαρούλια κι ένα λάχανο! «Τόση ...δουλειά κάναμε. Όχι και να μείνουμε απλήρωτοι»! Δεν μείναμε...
Ωστόσο, ήμασταν πλέον οι μοναδικοί στον κόσμο που για να πουν τα κάλαντα, απίθωναν πρώτα μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού μια τσάντα με ζαρζαβατικά και μετά έψαχναν τις τσέπες τους για το τρίγωνο. Εγώ, δηλαδή, έψαχνα, γιατί σιγά να μην κουβάλαγε ο Φώτης τη σακούλα. «Εγώ ...ψώνισα, Μιλτάκο. Κάνε κι εσύ καμιά δουλειά». Κι έκανα...
Αλλά παρέμενα χαμογελαστός. Το απολάμβανα. Είχε πλάκα. Ο απόλυτος χαβαλές. Είχα ξεπεράσει κάθε όριο αυτοσαρκασμού. Αισθανόμουν πως όσο ξεφτιλιζόμουν εγώ λέγοντας κάλαντα ολόκληρο γομάρι, άλλο τόσο ξεφτιλίζονταν κι εκείνοι που κάθονταν να με ακούσουν και με πλήρωναν κι από πάνω. Τελικά, κανείς δεν ξεφτιλιζόταν. Αυτό ήταν το πνεύμα των Χριστουγέννων. Να μικραίνουμε όλοι μας. Να κάνουμε πράγματα που δεν θα δοκιμάζαμε ποτέ υπό άλλες συνθήκες. Να ζούμε «χωρίς το αύριο, χωρίς το παραπέρα», που έλεγε περίπου εκείνη την εποχή ο Τόλης ο Ατολείωτος.
Για επικό φινάλε ο Φώτης είχε κρατήσει την επίσκεψη στον καφενέ του Μπάφα. Όπως τα είχε υπολογίσει, η ώρα 12 και χρονιάρα μέρα, ο καφενές θα ήταν γεμάτος μπεκρήδες, έτοιμους να ακούσουν, όχι μόνο τα κάλαντα, αλλά και την Παπαλάμπραινα από χορωδία χρυσόψαρων. «Τώρα θα ρεφάρουμε τη χασούρα της Ζαβής και θα βγάλουμε μεροκάματο», προέβλεψε ο Φώτης λίγο πριν φτάσουμε στον καφενέ. Αλλά έπεσε έξω...
Στον καφενέ είχε στηθεί πανηγύρι, καθώς το σεμνό και ταπεινό ντουέτο κρουστών «Φώτη – Μίλτου», το είχε προλάβει το κουαρτέτο πνευστών και κρουστών «Τζίπσι Κινγκς». Ή, κάπως έτσι... Οι Ρόμηδες, με τα κλαρίνα και τα τουμπελέκια, είχαν ξεσηκώσει τους θαμώνες και τα κατοστάρικα πέφτανε βροχή. Ο Φώτης προς στιγμήν μου εκμυστηρεύτηκε τη φαεινή ιδέα «να χωθούμε ανάμεσά τους μπας και κονομήσουμε κι εμείς κανένα κατοστάρικο», όμως του έκοψα τη φόρα υπενθυμίζοντας πως σε θέματα τιμής και εμπορίου, οι Ρόμηδες τραβάγανε στιλέτο και πως το σουγιαδάκι που βάσταγε εκείνος στην κωλότσεπη, ήταν για να κόβουν τα νύχια τους. Αν τα έκοβαν ποτέ...
Έτσι, αποχωρήσαμε διακριτικά και κάτσαμε σε ένα τραπέζι έξω από τον καφενέ για να κάνουμε τη μοιρασιά. «Τα ζαρζαβατικά θα τα πάρω εγώ που τα έκοψα. Εσύ τι να τα κάνεις;», ρώτησε ρητορικά ο Φώτης. Τι να τα έκανα;
Μετά μετρήσαμε τα λεφτά, χαρτονομίσματα και κέρματα, που το μεγαλύτερο ήταν ένα κατοστάρικο και το μικρότερο το τάλιρο της Ζαβής. Το θυμάμαι σαν τώρα. Είχαμε μαζέψει εννιά χιλιάδες πεντακόσιες πενηνταπέντε δραχμές (αρ. 9.555). Δεν τα έλεγες και λίγα. Ο Φώτης πετάχτηκε ακριβώς απέναντι, στον περιπτερά τον Ρέντχερ, για να δώσει τα ψιλά και να τα κάνει χοντρά. Ο Ρέντχερ δεν ήταν Γερμανός που ξώμεινε από την κατοχή. Δεν τον έλεγαν έτσι. «Κοκκινοτρίχη» τον ήξερε όλο το χωριό επειδή ήταν ...κοκκινοτρίχης, αλλά επειδή τσαντιζόταν άμα τον άκουγε να τον λένε κοκκινοτρίχη, εμείς τον φωνάζαμε κοκκινοτρίχη στα εγγλέζικα κι επειδή δεν καταλάβαινε τι λέγαμε, του άρεσε κιόλας.
Όταν γύρισε ο Φώτης είχε στα χέρια του ένα πεντοχίλιαρο (αυτό με τον Κολοκοτρώνη πάνω), τέσσερα χιλιάρικα, ένα πεντακοσάρικο, ένα πενηντάρικο και το τάλιρο της Ζαβής. Είχε τα λεφτά, είχε και νεύρα. «Του είπα να μου δώσει δυο πεντοχίλιαρα, αλλά δεν μου τα έδωσε», αποκάλυψε το λόγο της συννεφιάς του. «Και γιατί να στα δώσει, ρε Φώτη; Αφού λείπει κοντά ένα πεντακοσάρικο», προσπάθησα να σκεφτώ λογικά. «Ναι, αλλά όταν θέλεις ψιλά, πρέπει να τα αγοράζεις. Να τα πλερώνεις! Έρχομαι, κύριε, και σου φέρνω ένα κάρο ψιλά. Δεν πρέπει να με αποζημιώσεις;», με ...αποζημίωσε κι εμένα ο Φώτης. Τελικά, ήρθε η ώρα της μοιρασιάς. «Τώρα, Μιλτάκο, επειδή δεν έχουμε ψιλά, θα βαστήξω εγώ το πεντοχίλιαρο, που ήταν και δική μου ιδέα τα κάλαντα και πάρε εσύ τα υπόλοιπα». Και μου έβαλε στο χέρι τα τέσσερα χιλιάρικα, το πεντακοσάρικο και το πενηντάρικο (με τα οποία αγόρασα μια καλή, δερμάτινη μπάλα μπάσκετ «Μόλτεν», για να παίζουμε με την παλιοπαρέα).
Το τάλιρο της Ζαβής το έριξε στην τσέπη του. Αλλά του το ζήτησα. Όχι για να ρεφάρω τη χασούρα, αλλά για να το έχω ενθύμιο, από την τελευταία φορά που είπα τα κάλαντα. Αν ψάξω στην παλιά σερβάντα στο σπίτι της μάνας μου, κάπου εκεί μέσα θα είναι...
Μέχρι να ξεχάσω εκείνα τα κάλαντα, τα χάχανα και τα ...λάχανα της Ζαβής, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ. Καλά Χριστούγεννα σε όλους! Τη ρετρό ιστορίας αυτής της Τρίτης, θα τη χρωστάω, αλλά δεν την ξεχνάω. Μέσω της στήλης θα τα πούμε και πάλι ανάμεσα σε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Μέσω της ιστιοσανίδας μου στο φέισμπουκ, ίσως υπάρξουν και άλλες εκπλήξεις. Και μια κοινωνική προσφορά της στήλης: Ντον΄τ ντρινκ εντ ντράιβ. Να περάσετε καλά και να είστε όλοι πίσω στο επόμενο ραντεβού μας!
Υ.Γ.2: Για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από την Εμβιπή Παμπλικέισονς (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, επίσης θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.