Μια ...καυτή Πρωτοχρονιά!
Η χρονιά θα φύγει με ακόμα μια ρετρό ιστορία της Τρίτης (κι ας είναι Δευτέρα), αυτή τη φορά αναδημοσιευμένη. Η αλήθεια είναι πως από το πρωί σκεφτόμουν να γράψω κάποια ...καινούργια παλιοϊστορία, ωστόσο μέρες που είναι «οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουνε και μας θυμίζουνε τα περασμένα», που έλεγε κι ο Τόλης ο Ατολείωτος. Οπότε, το 2012 θα μας αφήσει και το 2013 θα μας βρει με μια ήδη γνωστή ιστορία της παλιοπαρέας των έιτις. Πρωτοχρονιάτικη, γλυκιά και πικρή μαζί, όπως άλλωστε οι περισσότερες Πρωτοχρονιές και η ίδια η ζωή...
Εκείνη την χρονιά τα πράγματα είχαν αλλάξει πολύ, ωστόσο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η παλιοπαρέα των έιτις ενώθηκε και πάλι, από ...τύχη και ως αποτέλεσμα πολλών μικρών ατυχιών. Μαζευτήκαμε, λοιπόν, χωρίς τον μακαρίτη τον Πατούσα βέβαια, που όλοι προτιμούσαμε να τον φανταζόμαστε κάπου εκεί γύρω, μέσα σε μια στολή Αγιοβασίλη έτσι χοντρούλης που ήταν πάντα. Ήταν ακόμα πρόσφατο το φευγιό του, αλλά και τώρα ακόμα, μια εικοσαετία και βάλε μετά, πάλι το ίδιο σκέφτομαι όταν βλέπω στρουμπουλούς «γέροντες» μέσα στην κόκκινη φορεσιά. Πως μου χαμογελάει ο Πατούσας μέσα από τα άσπρα τους μουστάκια.
Πατούσα δεν είχαμε, αλλά είχαμε όλοι πόδια για να τα σύρουμε και να μαζευτούμε στο σπίτι του Πέτρου του Αρμένη, ο οποίος μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος κι αποφάσισε να το γιορτάσει με ρεβεγιόν. Πόδια είχαμε όλοι, χέρια όχι όλοι κι αυτός ήταν ο λόγος που βρέθηκα κι εγώ στην παλιοπαρέα. Είχα σπάσει το χέρι μου γλιστρώντας στον πάγο που είχε σχηματιστεί στην ορεινή σκοπιά μου, με αποτέλεσμα το Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας, αφού με γύψωσε από το μπράτσο μέχρι την παλάμη, να με στείλει σπίτι με αναρρωτική άδεια. Άδεια από το στρατό είχε πάρει και ο Φώτης, επειδή παραμονές Χριστουγέννων είχε πάθει έμφραγμα ο πατέρας του ο Σαυρογιώργης, ενώ ο Δεμπασκαλάς που είχε προγραμματίσει να πάει τριήμερο με μια γκόμενα από τον Βόλο στο Πήλιο, μπλοκαρίστηκε στο χωριό επειδή τα εμφράγματα ήταν μεταδοτικά, σαν να σερνόταν γρίπη: είχε πάθει κι ο Μπάφας, ο καφετζής, με αποτέλεσμα ο Δεμπασκαλάς να μείνει στο χωριό για να κρατήσει ανοικτό τον καφενέ. Παρών στο χωριό ήταν και ο Παππούς, ο νέος, ευρυμέτωπος φίλος μας, ο οποίος είχε ανέβει για να δει τους δικούς του, εκμεταλλευόμενος το κλείσιμο των πανεπιστημίων για τις γιορτές.
Όλοι εμείς, λοιπόν, κι άλλοι πολλοί, μεταξύ των οποίων κάποιοι φίλοι του Πέτρου από το στρατό, γίναμε ένα εκείνη την παραμονή από νωρίς το απόγευμα. Ένα γύρω από το εορταστικό τραπέζι, ένα μάτσο όταν βγήκαν τα μάτσα με τα χιλιάρικα για να παίξουμε χαρτιά, ένα μάτσο χάλια αργότερα, όταν χαμένοι και κερδισμένοι το ρίξαμε στο πιοτό, να θυμηθούμε ή και να ξεχάσουμε όσα μας ένωναν. Κυρίως να ξεχάσουμε το κακό που βρήκε εκείνον που θα θυμόμασταν για πάντα, τον Πατούσα...
Πάνω που άρχισαν τα μάτια να θαμπώνουν από την υγρασία, ο Φώτης πήρε ανάποδες. «Έτσι, ρε, θα ήθελε να μας βλέπει ο Πατούσας; Να κλαίμε σαν τις γκόμενες; Βάλε μουσική, ρε Μορφονιέ», γύρισε κι είπε στον Πέτρο κι όλοι αλλάξαμε διάθεση μόλις ακούσαμε το ξεχασμένο παρανόμι του Πέτρου του Αρμένη, από τότε που είχε πρωτοεμφανιστεί στο χωριό ως Κεβόρκ κι ο Φώτης του είχε κολλήσει το παρατσούκλι «Μορφονιός» κρίνοντας πως έφερνε στη γνωστή φιγούρα του Θεάτρου Σκιών εξαιτίας της μεγάλης μύτης του.
Ο Μορφονιός, όμως, αντί να βάλει μουσική, είχε άλλη ιδέα. Έκανε νόημα σε δυο από τους καινούργιους φίλους του από το στρατό, αυτοί βγήκαν από το σπίτι και μετά από δυο λεπτά γύρισαν με γεμάτα χέρια. Ο ένας βάσταγε μια κιθάρα, ο άλλος ένα μπουζούκι και το γλέντι ξεκίνησε. Στην αρχή με το αγαπημένο «Κανείς εδώ δεν τραγουδά», του Νίκου Παπάζογλου...
Μετά, πάντα στο ίδιο ύφος, σαν από σεβασμό στον αδικοχαμένο φίλο μας. Ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά, σπονδές κρασιού, δάκρυα να πηγαινοέρχονται, ν΄ αλλάζουν μάτια και μάγουλα, ανάλογα τι θυμόταν ο καθένας σε κάθε στίχο, ποιους είχε συνδέσει με τον Πατούσα και ποιοι του τον θύμιζαν. Επειδή η κομπανία των δύο νέων φίλων του Πέτρου υστερούσε από τραγουδιστή, πήγα κι έκατσα δίπλα τους, ως ο πιο καλλίφωνος της παρέας, για να τους σιγοντάρω. Μετά από λίγα λεπτά, ο Μάνος, εις εκ των δύο οργανοπαικτών, έβγαλε από μια θήκη ένα μπαγλαμαδάκι και μου το άφησε στο χέρι. Στο ένα χέρι, γιατί στο άλλο είχα τον γύψο. Λες κι ήθελε να θυμίζουμε κομπανία, έστω κι εν εγώ ένιωθα σαν εικαστικό δρώμενο, σαν ντεκόρ από ένα υποτυπώδες πάλκο. Και μάλλον επειδή ένιωθα έτσι, άρχισα τότε να γρατζουνάω εκείνο το μπαγλαμαδάκι, προσπαθώντας να πατήσω κάποιες νότες λυγίζοντας με κόπο τα δάχτυλα μέσα από τον γύψο. Ομολογώ πως ακόμα και τώρα, που έχω αποκτήσει δικό μου μπαγλαμά και έχω και τα δυο χέρια ελεύθερα, με τον ίδιο τρόπο παίζω. Σαν να έχω το αριστερό χέρι στο γύψο...
Μην πω ότι καλύτερα έπαιζα εκείνο το βράδυ, που ένιωθα όλες τις νότες να χτυπάνε κέντρο, κέντρο στην καρδιά, κέντρο στην ψυχή, κέντρο στο μυαλό και στις αναμνήσεις...
Κάποια στιγμή, ενώ όλη η παρέα, μετά από πολύ κρασί, είχε αρχίσει να τραγουδάει φωναχτά και να δίνει ρυθμό στο γλέντι, διαπίστωσα πως ο Δεμπασκαλάς κοιτούσε κάτι πίσω από το πάλκο. Στην αρχή σκέφτηκα πως είχε αφαιρεθεί, πως όπως όλοι μας είχε σκαλώσει σε κάποια σκηνή από την κοινή μας ζωή με τον Πατούσα. Ωστόσο, το σκάλωμα κράταγε πολύ. Κι ο Δεμπασκαλάς κούναγε συνέχεια πέρα-δώθε το κεφάλι, σαν να προσπαθούσε να παρακολουθήσει κάτι. Γύρισα πίσω μου, στην τηλεόραση που είχε μείνει ανοικτή, ποιος ξέρει γιατί. Είδα τον Τραβόλτα να λικνίζεται στους ρυθμούς του «Στέινγκ Αλάιβ». Σημειολογικό τραγούδι για το ασυνήθιστο μνημόσυνο που κάναμε στον Πατούσα, ωστόσο αποκλείεται να είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο ο Δεμπασκαλάς. Ειδικά ο Δεμπασκαλάς, όχι!
Είχα δίκιο κι αυτό αποδείχθηκε άμεσα. Πάνω στη στιγμή που ο Μάνος είχε πιάσει ένα ταξίμι και σιγομουρμούραγε κάποια λόγια, ο Δεμπασκαλάς άρχισε να του κάνει νοήματα. Κι ακριβώς όταν ο Μάνος έφτασε στο ρεφρέν κι έπιασε να κλαίει «καίγομαι, καίγομαι, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά», ο Δεμπασκαλάς τον πλησίασε κρατώντας το τηλεκοντρόλ στο χέρι. «Άκου, φίλε. Σταμάτα λίγο και καίγεσαι πιο μετά. Κάτσε να δούμε λίγο την ταινία». Κι ενώ ο Μάνος τον κοίταγε σοκαρισμένος, εκείνος δυνάμωσε τη φωνή, κάθισε στον καναπέ απέναντι από την τηλεόραση και του έκανε νόημα να παραμερίσει για να μπορεί να απολαμβάνει τον Τραβόλτα χωρίς να κινδυνεύει από αυχενικό. Ο Μάνος κάτι έκανε να πει, του τύπου «μα, ρε φίλε, καλά δεν περνάγαμε;», ωστόσο ο Δεμπασκαλάς τον έβαλε άμεσα στη θέση του με το ακλόνητο επιχείρημα που είχε χρησιμοποιήσει χιλιάδες φορές ως τότε και προς πάσα κατεύθυνση: «Δεν πας καλά»!
Ο Μάνος, που δεν τον ήξερε, πήγε να αρπαχτεί, ωστόσο ο οικοδεσπότης Πέτρος έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Σηκώθηκε, τράβηξε την τηλεόραση από την πρίζα και φώναξε προς όλους μας, λες κι ήταν ο Μαστρομανέλος: «Ο Μάνος θα καεί τώρα. Είπα»!
«Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς, ωστόσο ο Τραβόλτα είχε ήδη χαθεί μέσα στις λυχνίες της σβηστής τηλεόρασης, ο Μάνος καιγόταν κι η φωτιά του Πατούσα ξανάβραζε μέσα μας...
Μέχρι να ξεχάσω εκείνη, την ιδιαίτερη Πρωτοχρονιά, εγώ, ο Μίλτος, νά ΄μαι καλά...
Υ.Γ. Καλή Πρωτοχρονιά! Και Καλή Χρονιά να έχουμε, γιατί δεν μας βλέπω καθόλου καλά. α υπενθυμίσω τη συμβουλή της προηγούμενης εβδομάδας, «ντον΄τ ντρινκ εντ ντράιβ» και θα ανανεώσω το ραντεβού μας για το νέο έτος, με νέες ιστορίες, παλιές και καινούργιες. Χρόνια Πολλά!
Υ.Γ. 2: Για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από την Εμβιπή Παμπλικέισονς (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.