Όταν ο Μοναχός τραγούδησε ...Μικρούτσικο!
Όταν ξεκίνησα να γράφω το -αστυνομικό- μυθιστόρημα «Είναι στημένο», ομολογώ πως δεν δυσκολεύτηκα σχεδόν καθόλου στη διαμόρφωση των βασικών χαρακτήρων. Λίγο ως πολύ, τους ήξερα. Είχα μεγαλώσει μαζί τους. Ήταν και είναι οι φίλοι μου, έστω και σε υβριδική μορφή. Άλλωστε, αν τολμούσα να βάλω τον Φώτη με ονοματεπώνυμο σε οποιαδήποτε ιστορία, σίγουρα θα μου ζητούσε μερτικό για πνευματικά δικαιώματα. Ακόμα δεν έχει ζητήσει...
Λέτε να φταίει που δεν σηκώνω το τηλέφωνο όταν καλεί;
Τον Φώτη, ακόμα κι αν δεν έχετε πάρει στα χέρια σας το βιβλίο, τον έχετε γνωρίσει ήδη από τη στήλη, μέσα από τις ρετρό ιστορίες της Τρίτης. Ο -αναχρονιστικός- χαρακτηρισμός «περίπτωση» είναι ακριβής. Με τον επιθετικό προσδιορισμό «ξεχωριστή». Όπου Φώτης και μπελάς. Ο άνθρωπος που μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση με την παρουσία του, αλλά και με την απουσία του. Κυρίως με τη δεύτερη, όταν ψάχναμε να τον βρούμε για να μην τον βρουν πρώτοι άλλοι...
Μια τέτοια «παρουσία» που εξελίχθηκε σε «απουσία» είναι το θέμα αυτής της ρετρό ιστορίας, η οποία αυτή τη φορά ΔΕΝ διαδραματίζεται στην παλιά μας γειτονιά, αλλά στην Αθήνα, όπου σπούδαζε τότε ο Παππούς. Ο φίλος μας ο Χρόνης, που τον είχε βαφτίσει «Παππού» ο Φώτης επειδή από τα εφηβικά μας χρόνια «η καράφλα του έχει φτάσει στον κώλο»! Ο Παππούς έμενε σε μια γκαρσονιέρα στην Ηπείρου, κοντά στο σταθμό Λαρίσης. Είχαμε αποφασίσει να τον επισκεφτούμε μαζί με τον Φώτη για ένα Σαββατοκύριακο και κινήσαμε από το μεσημέρι με το Κτελ. Πιο δύσκολο μας φάνηκε να φτάσουμε από το πρακτορείο του Κηφισού στο σπίτι, παρά από τα Γιάννενα στην Αθήνα. Κι ακόμα πιο δύσκολο του φάνηκε του Φώτη να συνειδητοποιήσει ότι σε εκείνη τη χαμοκέλα που δεν έβλεπε ουρανό από πουθενά, ζούσε ο φίλος μας. «Πάμε να φύγουμε», μου είπε μόλις βρήκαμε το όνομα του Χρόνη στο κουδούνι. «Άμα είναι αυτός ο δρόμος η Ηπείρου, τότε ο καφενές του Μπάφα είναι η πλατεία Συντάγματος». Δεν φύγαμε...
Ανεβήκαμε κι ο Παππούς μας περίμενε φορώντας μια ποδιά και το πιο πλατύ του χαμόγελο. Μόλις είδε τον φίλο μας με ποδιά, ο Φώτης ξέχασε τη δυσάρεστη πρώτη εντύπωση κι έβαλε τα γέλια: «Για δες. Δικηγόρο τον στείλαμε να γίνει κι έγινε μαγείρισσα»! Ο Παππούς έφτιαχνε φαγητό για να μας υποδεχτεί και η αλήθεια είναι πως τόσο νόστιμη μακαρονάδα είχαμε καιρό να φάμε. Δικηγόρος δεν ήξερα -τότε- αν θα γινόταν για να βγάζει το ψωμί του, αλλά νηστικός αποκλείεται να έμενε με τέτοιο ταλέντο στην κουζίνα...
Φάγαμε (πολύ), ήπιαμε (περισσότερο) και κάποια στιγμή, ξεθεωμένοι από το ταξίδι και επιβαρυμένοι από την κρασοκατάνυξη, πέσαμε για ύπνο. Εγώ με τον Παππού ξαπλώσαμε «αγκαλίτσα», όπως μας προέτρεψε ο Φώτης, όταν είδε τον καναπέ - διπλό κρεβάτι που είχε ανοίξει για τους μουσαφιραίους του ο Χρόνης. «Εγώ με τον Μίλτο δεν κοιμάμαι γιατί ροχαλίζει και με τον Παππού δεν κοιμάμαι γιατί μαδάει», είπε κι έπεσε στο μονό, φοιτητικό κρεβάτι του οικοδεσπότη. Ο Φώτης κοιμήθηκε αμέσως κι εγώ με τον Χρόνη ...ώρες μετά. Ο Φώτης ροχάλιζε...
Το πρωί, μετά την κακουχία της δύσκολης νύχτας, εγώ με τον Παππού ξυπνήσαμε κατά τις 11. Κι αρχίσαμε να ψάχνουμε τον Φώτη που είχε εξαφανιστεί. Κινητά τηλέφωνα δεν υπήρχαν τότε κι έτσι ο Χρόνης βγήκε να ρωτήσει στην Έβγα και στο φούρνο της γειτονιάς, μπας και τον είδαν. Τα ίχνη του τα εντόπισε στον φούρνο. Ο Φώτης είχε πάρει μια τυρόπιτα, ένα σιροπιαστό κρουασάν κι ένα Μίλκο κι είχε πει να τα χρεώσουν στον Χρόνη! Όλος ο κόσμος χαρτζιλικώνει τους φοιτητές κι ο Φώτης τους φέσωνε. Περίπτωση λέμε...
Τα ίχνη του τα βρήκαμε, τον Φώτη δεν τον βρήκαμε κι έτσι φάγαμε τις δικές μας τυρόπιτες, ήπιαμε τα δικά μας Μίλκο (τα οποία, από ντροπή, τα πλήρωσα εγώ, μαζί με εκείνα του Φώτη) και καθίσαμε στο σπίτι να τον περιμένουμε. Ψάχνοντας στις κασέτες που είχε στοιβάξει ο Παππούς δίπλα σε ένα μοδάτο κασετοφωνάκι, βρήκα μία που πρέπει να την είχαμε ...λιώσει στην εφηβεία μας. Ο περίφημος «Σταυρός του Νότου», σε ποίηση Νίκου Καββαδία, μουσική Θάνου Μικρούτσικου και ερμηνείες από τον Γιάννη Κούτρα, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και την Αιμιλία Σαρρή. Όταν μαζευόμασταν όλοι μαζί και θέλαμε ένταση, βάζαμε τον πιο ρυθμικό «Γουίλι», τον νέγρο θερμαστή από το Τζιμπουτί, ωστόσο σε πιο «ιδιωτικές» ακροάσεις οι πιο κουλτουριάρηδες της παρέας, ο Παππούς κι εγώ, προτιμούσαμε ...όλα τα υπόλοιπα. Ο Χρόνης λάτρευε το «Μαχαίρι» και το «Κούρο Σίβο», ενώ εγώ τη «Θεσσαλονίκη» και το «Μπολερό» (ο πρωτότυπος τίτλος ήταν «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα» - δεν ήταν σέντερ μπακ στη Ρεάλ Μαδρίτης όπως υποστήριζε ο Φώτης). Επειδή ...δικό μου είναι το κείμενο, θα επιλέξω ένα από τα δικά μου αγαπημένα για να το «ντύσω». Μετά να δείτε τι θα σας βρει...
Και μετά ήρθε ο Φώτης, ο οποίος μας πέτυχε πάνω στην ακρόαση και τις αναμνήσεις. Πριν καν προλάβουμε να τον ρωτήσουμε πού γύρναγε, πέρασε στην επίθεση. Έπιασε στα χέρια την ταλαιπωρημένη, πλαστική θήκη με το εξώφυλλο της κασέτας, μας αποδοκίμασε («πάλι αυτά τα πεθαμενατζίδικα ακούτε;»), μας ...αφόρισε («αφού δεν πιστεύετε, ρε αντίχριστοι, τι τον θέλετε το σταυρό;» - καμία σχέση, άντε να του εξηγήσεις ότι ο σταυρός του νότου είναι αστερισμός, ακόμα εκεί θα ήμασταν) και μετά μας έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Άφησε ανοικτό πάνω στο τραπεζάκι μπροστά μας το «Αθηνόραμα» που είχε βρει στο περίπτερο (δεν είμαι βέβαιος αν το είχε πληρώσει κιόλας), μας έδειξε με το δάχτυλο το όνομα ενός ευαγούς ιδρύματος κάτω από τον υπέρτιτλο «Μπουζούκια» και ξεκαθάρισε: «Απόψε το πρόγραμμα δεν έχει μακαρονάδες και κλείδωμα στη χαμοκέλα της Ηπείρου, ο θεός να την κάνει Ήπειρο. Απόψε έχει Μοναχό-Μαρία Ρούσσου»!
«Γιατί τον λες μοναχό τον άνθρωπο, ρε Φώτη; Αφού έχει και τη Μαρία Ρούσσου», έριξε στην ...πίστα ένα ευφυολόγημα της στιγμής ο Παππούς, με την ελπίδα να αποπροσανατολίσει τον Φώτη, αλλά αυτός είχε άλλα στο μυαλό του, μετά την ταλαιπωρία και το μποτιλιάρισμα της διαδρομής από τα Κτελ του Κηφισού μέχρι την Ηπείρου: «Συγγρού λέει. Είναι κοντά από εδώ; Πότε πρέπει να ξεκινήσουμε;». Ξεκινήσαμε κατά τις 11 το βράδυ...
Και γυρίσαμε στις 8 το πρωί, με τον Φώτη να παρακαλάει εμένα και τον Παππού να σταματήσουμε να τραγουδάμε ...Μοναχό-Μαρία Ρούσσου! «Ρε μ@λ@κες, μου πήρατε τα αυτιά με το ρημάδι το τρένο. Σκάστε επιτέλους να κοιμηθούμε. Έχουμε και ταξίδι το απόγευμα». Δεν σταματήσαμε. Είτε γιατί αυτό που είχαμε πιει ήταν για ντιζελοκίνητους κινητήρες και δεν έσβηνε με τίποτα, είτε γιατί έτσι θεωρούσαμε πως δίναμε μάθημα στον Φώτη. Άλλωστε, τέτοιο έπος σαν το «τρένο» του Κώστα Μοναχού, δεν είχε ξαναγραφτεί ποτέ. Αφού και τώρα που γράφω το θέμα, το σιγομουρμουρίζω: «Τρένο το ΄να, τρένο τ΄ άλλο, μοιάζανε και οι γραμμές κι από το πάθος μου για σένα μπέρδεψα τις διαδρομές, αντί για τον ηλεκτρικό που πάει στο Μοσχάτο, πήρα το τρένο ο τρελός και μ΄ έβγαλε στο Κιάτο». Έπος! Ποιος Σταυρός και ποια εξαπτέρυγα; Απολαύστε υπεύθυνα...
Η αλήθεια είναι πως η βραδιά ξημέρωσε με γέλια, ωστόσο τα γέλια -και τα γόνατα- μας είχαν κοπεί κατά τη διάρκειά της, όταν και πάλι χάσαμε τον Φώτη. Καθόμασταν στη δεύτερη σειρά των πλαϊνών τραπεζιών (και πολύ μας ήταν - ένας φοιτητής και δυο ...αρχοντοχωριάτες αποτελούσαν την παρέα μας) και διασκεδάζαμε διακριτικά. Το πρώτο τραπέζι πίστα, στα πόδια του Μοναχού (που τελικά μόνο μοναχός δεν ήταν) και της Μαρίας Ρούσσου, το είχε ρεζερβέ μια παρέα σαραντάρηδων, τρεις άντρες κουστουμάτοι και τρεις γυναίκες που είχαν φορέσει την Άρτα και τα Γιάννενα. Και μετά νιώθαμε εμείς αρχοντοχωριάτες. Πάνω στο τσακίρ κέφι κι ενώ οι τρεις κουστουμάτοι έπιναν τα «Σίβας» τους βιδωμένοι στις καρέκλες, οι κυρίες τους ανέβηκαν στην πίστα να λικνίσουν τις ατέλειωτες κορμάρες τους. Οι δύο ήταν πραγματικά ατέλειωτες. Από πού ν΄ αρχίσεις και πού να τελειώσεις. «Πού πάτε, ωρέ σαπιοκοίλες;», αναφώνησε ο Φώτης μόλις είδε τις δύο να πασχίζουν να σκαρφαλώσουν στην πίστα, ωστόσο μόλις ανέβηκε αέρινα η τρίτη, του κόπηκε η μιλιά. Και μετά από ένα λεπτό ο Φώτης χόρευε και τις τρεις, αγνοώντας τους κινδύνους. Όπως πάντα...
Όταν κατέβηκε από την πίστα και αφού πρώτα κάτι ψιθύρισε στην όμορφη, του ήρθε ξαφνικό κατούρημα. Και μάλλον θα σερνόταν κάποια ίωση συχνουρίας, γιατί καπάκι μετά τον Φώτη πήγε προς νερού της και η παντρεμένη. Μοναχή της. Όχι μοναχή της σαν τον Μοναχό, που είχε στρατό γύρω του. Μοναχή της κι ολομόναχη, γεγονός ύποπτο, καθώς ποτέ μια γυναίκα δεν πάει μόνη της στην τουαλέτα στα μπουζούκια. Πάντα δυο-δυο πάνε. Καταλάβαμε...
Κάποια στιγμή ο κουστουμάτος της κυρίας άρχισε να γυρίζει το κεφάλι περισκόπιο και να ψάχνει τη γυναίκα του. Κάποια άλλη στιγμή έδωσε μια γερή στο τραπέζι με την παλάμη. Και μια τρίτη στιγμή, πάλεψε να σηκωθεί για να βγει να την ψάξει, αλλά τα ουίσκια που είχε καταναλώσει δεν ευνοούσαν την ευελιξία του, ενώ και οι δύο «σαπιοκοίλες» προσπαθούσαν να τον καθησυχάσουν. Δεν περίμενα άλλο. Προσβλήθηκα άμεσα από την ίωση συχνουρίας, μπούκαρα στην τουαλέτα, έψαξα στων ανδρών, δεν βρήκα τίποτα και μετά μπήκα και στων γυναικών υπό το εξεταστικό βλέμμα και την υπόδειξη «από εκεί είναι των ανδρών» της καθαρίστριας. Τους βρήκα εκεί και ...δεν περιγράφω άλλο!
Τράβηξα τον Φώτη με μισολυμένο το παντελόνι έξω από την τουαλέτα και ακόμα πιο έξω, καθώς ευτυχώς παραδίπλα βρισκόταν η ...μπουκαπόρτα της εξόδου. Τάχα ότι είχε πιει και ήθελε να πάρει αέρα. Βγαίνοντας είδα με την άκρη του ματιού μου τον πιωμένο - φορτωμένο κουστουμάτο να μπαίνει στην τουαλέτα με άγριες διαθέσεις. Όταν μετά από καμιά δεκαριά λεπτά επιστρέψαμε στο τραπέζι μας, ο κουστουμάτος ήταν όλο αγκαλιές και χαμόγελα με την κυρία του κι ο Φώτης είχε ξενερώσει. Από το ποτό ντε. Μετά βγήκε ο Μοναχός κι είπε το «τρένο». Είπε και την «ασπιρίνη». Να πού οφειλόταν η συχνουρία. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε...
Μέχρι να ξεχάσω πόσες φορές έχουμε γλιτώσεις όλοι μας τον Φώτη από μπελάδες και πόσες άλλες μπλέξαμε όλοι μαζί του, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ.: Για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από την Εμβιπή Παμπλικέισονς (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.