Και ο πρώτος ματάκιας!
Κατ΄ αρχάς, στα σχόλια της ρετρό ιστορίας της προηγούμενης Τρίτης, ο φίλος Παναγιώτης ρωτούσε σε ποιο κέντρο είχαμε πάει (στο «Αχίλλειον», αν δεν με απατά η μνήμη μου) και ποιοι τραγουδούσαν μαζί με το δίδυμο Κώστα Μοναχού - Μαρίας Ρούσσου (εδώ με απατά η μνήμη μου - πάντως, αν ήταν ο Τζον Τίκης θα τον θυμόμουν!). Επίσης, ο «Φαν Παρκ Ρέντη» ήταν ...αλλού (φαν παρκ;) και αναρωτιόταν αν ο φίλος μου ο Φώτης τις άρπαξε ποτέ με τα καμώματά του. Αμ πώς δεν τις άρπαξε! Μια και δυο; Ακολουθεί η μία, ενώ μια άλλη μπορείτε να τη διαβάσετε στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς!
Η πιο ωραία γυναίκα στη γειτονιά ήταν η Νίτσα του Μήτσου του Μαμούα. Γι΄ αυτήν τα έχουμε πει αρκετές φορές. Η πιο ωραία Κυρία (προσέξτε το κεφαλαίο κάπα), όμως, δεν ήταν η Νίτσα, αλλά η κυρία Αθηνά του κύριου Στάθη του τραπεζικού. Άλλο επίπεδο η κυρία Αθηνά κι απορούσαμε όλοι πώς την είχε καταφέρει ο Στάθης, ο οποίος ναι μεν ήταν κύριος με γραβάτα και κοστούμι, αλλά αυτό το κοστούμι ήταν ψωνισμένο από τα ...παιδικά. Κοντούλιακας, χοντρούλης, με φαλακρίτσα, με ένα μουστακάκι δανεικό από τον Σαρλό και τουλάχιστον 15 χρόνια μεγαλύτερος από την κυρία Αθηνά, δικαίως προκαλούσε απορίες. «Από προξενιό παντρεύτηκαν», έλεγε η Δωροθέα η Ζαβή, η κουτσομπόλα της γειτονιάς, η οποία πρόσθετε: «Αυτός είναι κοντά 60 κι εκείνη στα 40 πάνω κάτω». Η Δωροθέα η Ζαβή πρόσθετε γενικώς. Ο πατέρας του μακαρίτη του Πατούσα ήταν συμμαθητής με τον κύριο Στάθη, οπότε αυτός ήταν βαριά 55 και σίγουρα η κυρία Αθηνά δεν ήταν πάνω από 37-38.
Φινετσάτη, πάντα περιποιημένη, πάντα από το κομμωτήριο (δυο-τρεις φορές τη βδομάδα πήγαινε στα Γιάννενα για μιζανπλί), με το νύχι στην πένα και με συνολάκια από επώνυμες μπουτίκ στην Αθήνα, όπου κατέβαινε μαζί με τον κύριο Στάθη, όταν εκείνος επισκεπτόταν την πρωτεύουσα για σεμινάρια και συνέδρια τραπεζικών. Άλλο επίπεδο λέμε. Σε στυλ θύμιζε εν πολλοίς τη Μόνικα Μπελούτσι από τη «Μαλένα», αν και μάλλον στα πιο βαριά της. Είχε και πιασίματα η κυρία Αθηνά...
Εννοείται πως όλοι τη χαζεύαμε στο πέρασμά της και εννοείται πως ο Φώτης είχε κι άλλα πράγματα στο νου του. Και πως τα τελευταία χρόνια του Λυκείου είχε βρει το τρόπο για να εξασφαλίσει κάποια επιπλέον προνόμια σε σχέση με την κυρία Αθηνά. Όχι πως τόλμησε να την πλησιάσει και να της εκφράσει το θαυμασμό του, δηλαδή, ωστόσο κατά κάποιον τρόπο ...την πλησίασε. Με τον τρόπο του, έστω κι αν δεν είχε καθόλου τρόπους. Τι έκανε; Σκαρφάλωνε στον ψηλό μαντρότοιχο του σπιτιού του κυρίου Στάθη, που στα μάτια μας φαινόταν βίλα με όλα τα κομφόρ. Κολλητά στη μάντρα ήταν μια μηλιά κι αυτός πήγαινε και χωνόταν μόλις νύχτωνε πίσω από τη φυλλωσιά της, ώστε να κατασκοπεύει τα δυο παράθυρα που φαίνονταν καθαρά από εκεί. Της κρεβατοκάμαρας και του μπάνιου του σπιτιού! Όταν τα παντζούρια ήταν ανοικτά, ο Φώτης είχε την άνεση να μπανίζει το αντικείμενο του πόθου όλων μας και όταν αποκαλύφθηκε στην παρέα το μυστικό του, μας εκμυστηρευόταν και όσα είχε δει, με τον δικό του, μοναδικό τρόπο: «Νταντέλα, μάγκες. Όλο νταντέλα. Και στα εσώρουχα και από κάτω. Δέρμα μικρού παιδιού και βυζιά γυναίκας με τα όλα της. Άλλο να σας το λέω κι άλλο να τη βλέπετε», έλεγε κι εμείς βάζαμε με το νου μας, ωστόσο κανείς μας δεν τόλμησε ποτέ να σκαρφαλώσει μαζί του στο μαντρότοιχο. Ούτε καν όταν μας περιέγραψε πώς μπανιαρίζεται η κυρία Αθηνά και ότι την είχε δει με ένα ψαλιδάκι να κουρεύει «τον ...σκαντζόχοιρό της», όπως γλαφυρά περιέγραφε ο Φώτης το επίμαχο σημείο...
Τη χρονιά που τελειώναμε το Λύκειο, ένα απόγευμα είχαμε μείνει μέχρι να σουρουπώσει στον καφενέ του Μπάφα. Έριχνε χιονόνερο, έκανε ψοφόκρυο κι είχαμε πιει ένα-δυο τσιπουράκια να ζεσταθούμε, προσφορά του καταστήματος όπου είχε ήδη αρχίσει να δουλεύει ο φίλος μας ο Δεμπασκαλάς. Όταν φύγαμε, ο Πέτρος ο Αρμένης, εγώ κι ο Φώτης, ο δρόμος μας έβγαλε έξω από το σπίτι του Στάθη του τραπεζικού. Ο Φώτης, που έκλεβε γουλιές τόσο από το δικό μου τσίπουρο όσο κι απ΄ του Πέτρου, είχε μπει στα αίματα κι ήθελε να κάνει μπανιστήρι. Μόλις, μάλιστα, διαπίστωσε από μακριά πως τα παντζούρια ήταν ανοιχτά, δεν κρατιόταν με τίποτα, παρά το δικό μας φόβο και τις συμβουλές να καθίσει ήσυχος. Δεν έκατσε...
Σκαρφάλωσε στο μαντρότοιχο, πήγε πίσω από τη μηλιά κι ενώ εμείς συνεχίζαμε να τον συμβουλεύουμε να κατέβει, τον ακούσαμε να λέει «αμάν, ο Στάθης!» και να κουτρουβαλιάζεται από τη μέσα μεριά του μαντρότοιχου, αφού πρώτα ακούστηκε ένας γδούπος σώματος που τράκαρε με δέντρο. Ο Φώτης, αντί για την κυρία Αθηνά, είχε βρεθεί φάτσα κάρτα με τον κύριο Στάθη που βγήκε εκείνη τη στιγμή να κλείσει τα παντζούρια! Τρόμαξε και δεδομένης της κατανάλωσης τσίπουρου, δεν ήθελε και πολύ να χάσει την ισορροπία του και να βρεθεί φαρδύς πλατύς στον τοίχο. Μέχρι να συνέλθει από την πτώση, ο κύριος Στάθης είχε βουτήξει ένα λοστάρι, είχε χιμήξει στην αυλή και είχε περιλάβει τον ζαλισμένο από την πτώση και τον πόνο φίλο μας. «Τι γύρευες εδώ, ρε σαϊταναρούδ΄; Μπανιστηρτζής είσαι, ε;», τον ακούσαμε να ουρλιάζει, ενώ ο Πέτρος είχε πάρει το θάρρος να ανοίξει την αυλόπορτα και να μπουκάρει μέσα για να σώσει τον Φώτη που βόγκαγε, τόσο λόγω της πτώσης όσο και εξαιτίας των επεισοδιακών συναντήσεών του με το λοστάρι του κυρίου Στάθη.
«Μην τον βαράς, θείο. Ένα μήλο ήθελε να κόψει. Του το είπαμε ότι δεν είναι σωστό, αλλά επέμενε ότι έχετε τα πιο νόστιμα του μαχαλά και σκαρφάλωσε. Έχει πιει και λίγο, συγχωρέστε τον», είπε με μια ανάσα ο Πέτρος, μπας και προλάβει καμιά ματσουκιά. Και τις πρόλαβε όλες τις επόμενες. Ο κύριος Στάθης σάστισε, πέταξε το λοστό από το χέρι και το πρότεινε στο Φώτη για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Μόλις ο φίλος μας τα κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, ο Πέτρος του ΄βαλε ένα φούσκο που θα τον θυμάται ακόμα. «Δεν στα λέγαμε, ρε χαμένε; Να πάμε στο μανάβη να πάρουμε όσα μήλα θέλεις», τάχα του έβαλε πόστα και τότε ο Φώτης βρήκε απρόσμενο συνήγορο στο πρόσωπο του κυρίου Στάθη. «Μην τον βαράς, τζάμπα είναι τα μήλα. Δεν το ΄λεγες πρωτύτερα, παλικάρι μου; Συγνώμη, χίλια συγνώμη», του ΄λεγε και του ματάλεγε του Φώτη. Και μετά, μόλις ο Φώτης ξαναβρήκε την ανάσα του και του ξεκαθάρισε πως «πήδηξα το φράχτη για τα μήλα», ο κύριος Στάθης, προφανώς κολακευμένος από τα περί νοστιμιάς των μήλων του αλλά και έχοντας τύψεις που τον βάραγε τζάμπα(;) με το λοστάρι, του έδωσε το ελεύθερο να μπαίνει όποτε θέλει από την αυλόπορτα και να κόβει μήλα. «Να παίρνεις όσα θέλεις. Και για τους φίλους σου. Κι εσύ να μην τον βαράς. Είναι καλό παιδί ο Φώτης. Θα πάρω τώρα κι ένα τηλέφωνο τον πατέρα του, να ζητήσω συγνώμη».
Καθόλου καλές ιδέες δεν είχε αυτός ο άνθρωπος. Πρώτα έμπαζε στο σπίτι του τον Φώτη και μετά ήθελε να ενημερώσει και τον πατέρα του. Ο οποίος, βέβαια, μόλις μάθαινε ότι ο γιος του πήδηξε μέσα από ξένο φράχτη, θα έλυνε τη ζωστήρα και θα τον περίμενε να γυρίσει σπίτι για να τον περιποιηθεί. Τις είχε ήδη αρπάξει από τον κύριο Στάθη και τον Πέτρο, σε λίγο θα τρίτωνε το κακό...
Πάντως, τον Φώτη αυτό το ξύλο δεν τον ένοιαζε. Το ζητούμενο ήταν να ανοίξει την πόρτα της κυρίας Αθηνάς κι αυτήν του την άνοιξε ο ίδιος ο άντρας της. Πού να ΄ξερε τι φίδι έμπαζε στον κόρφο του! Δεν ήξερε...
Αλλά και το φίδι αυτό, δεν δάγκωνε με τίποτα άλλο, πέρα από τα μάτια του. Έπαιρνε ο Φώτης το οφθαλμόλουτρό του από τον σκαντζόχοιρο της κυρίας Αθηνάς, αλλά χέρι δεν άπλωσε ποτέ. Χρόνια μετά, όταν ο σκαντζόχοιρος από το «κούρεψε, κούρεψε» είχε σχεδόν καραφλιάσει, άπλωσε χέρι κάποιος άλλος, αλλά δεσμεύομαι και δεν μπορώ να το αποκαλύψω.
Μέχρι να το αποκαλύψω, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ.: Για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.