Η «νέα Γιάλτα»

Gazzetta team
Η «νέα Γιάλτα»

bet365

Η γερμανική «πολιτική Ευρώπη», η αποστασιοποίηση των ΗΠΑ, η κρίση χρέους, η ενέργεια και οι γεωπολιτικές συγκρούσεις διαμορφώνουν έναν εκρηκτικό νέο κόσμο, με την Ελλάδα και την Κύπρο να βρίσκονται και πάλι στο σταυροδρόμι ισχύος των μεγάλων δυνάμεων. Γράφει ο Γεώργιος Μαλούχος στο Βήμα.

Με την υπόθεση της Κύπρου η Γερμανία κέρδισε μία ακόμα μάχη στην πορεία της προς την γερμανική «πολιτική» Ευρώπη που είναι και ο τελικός, επίσημα διακηρυγμένος στόχος της. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι θα κερδίσει τελικά και τον πόλεμο, ο οποίος, ουσιαστικά, ακόμα, δεν έχει καν ξεκινήσει. Ο δρόμος του Βερολίνου καθίσταται πλέον εφιαλτικός για όλο και περισσότερους λαούς ενώ το νέο γερμανικό μαξιμαλιστικό όραμα αγνοεί παντελώς τη γεωπολιτική ισορροπία, την κοινωνική και πολιτική ευρωπαϊκή πραγματικότητα όπως και την ιστορία άλλων δύο εγχειρημάτων γερμανικού ηγεμονισμού που κι εκείνα για καιρό έμοιαζαν να επικρατούν πριν τελικά καταβαραθρωθούν φέρνοντας μαζί τους το χάος.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η διαιρεμένη, ηττημένη Γερμανία, έγινε κατά το ένα μέρος της τμήμα της Δύσης. Όμως, από τη στιγμή που επανενώθηκε και ιδίως από την ώρα που δημιουργήθηκε το κοινό νόμισμα, η Γερμανία βρίσκεται πάλι εκτός του δυτικού στρατοπέδου. Είναι τώρα εκ νέου η παλιά Μεσευρώπη, η πλήρης αναβίωση της πρωσικής έμπνευσης Κεντροευρωπαϊκής Αυτοκρατορίας και, στρατηγικά, δεν είναι πλέον τμήμα της Δύσης, αλλά περισσότερο ανερχόμενο αντίπαλο δέος της.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο ο κόσμος «μοιράστηκε» με τη Συμφωνία της Γιάλτας. Όμως, από τότε έχουν αλλάξει πολλά αν όχι περίπου τα πάντα: το ψυχροπολεμικό δίλλημα «ελευθερία ή κουμουνισμός» δεν υπάρχει εδώ και καιρό, ενώ, τώρα, η Γερμανία δεν είναι πια η «ηττημένη», αλλά, μέσα από την κρίση χρέους στην ευρωζώνη αναδύεται ταχύτατα ως η μεγάλη νικήτρια ευρωπαϊκή δύναμη – εξέλιξη που λόγω της άκρατης γερμανικής επιθετικότητας δεν θα αντέξει στο χρόνο, αλλά που αυτή τη στιγμή πάντως συμβαίνει.

Τι γίνεται όμως με το νέο διεθνή καταμερισμό ισχύος που ασφαλώς έχει καταστεί και πάλι το μείζον, αν και ακόμα άδηλο, διεθνές ζήτημα από την ώρα που επιστρέψαμε εκ νέου στην κυριαρχία των εθνικών πολιτικών και στην ουσιαστική πτώση του κοινού ευρωπαικού οράματος που μετεξελίχθηκε σε μονομερή άσκηση γερμανικής βίας και έτσι πλέον προσλαμβάνεται;

 

«Νεομεσοπόλεμος» στην Ευρώπη, Ιράν και Συρία

Όλα δείχνουν λοιπόν πλέον ότι διαμορφώνεται ένας «νεομεσοπολεμικός» κόσμος. Ότι βρισκόμαστε ήδη υπό το μιας νέας συμφωνίας για την αρχιτεκτονική ασφαλείας του κόσμου, μιας «νέας Γιάλτας». Αλλά με μία κρίσιμη διαφορά που θυμίζει περισσότερο τον μεσοπολεμικό παρά τον μεταπολεμικό κόσμο: ότι τα οριστικά πραγματικά δεδομένα δεν έχουν ακόμα διαμορφωθεί σε επίπεδο ζωνών επιρροής των δυνάμεων, καθώς, μεταξύ άλλων, σημειώνεται και μία πρωτοφανής ιδιαιτερότητα: η επιρροή σε επίπεδο οικονομικής ισχύος να μην αντιστοιχίζεται πια με στρατιωτική και γεωπολιτική ισχύ. Λ.χ., η Ελλάδα ανήκει σαφώς σήμερα στη γερμανική οικονομική σφαίρα. Όμως, τι γίνεται με τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας; Αφορά άραγε λιγότερο τους Αμερικανούς από ότι τους Γερμανούς;

Την ώρα που η ευρωζώνη ζει τις αναταράξεις της, η κατάσταση στη Συρία έχει καταστεί οριακή, όπως και στο Ιράν, για το οποίο η αμερικανική πλευρά εκτιμά ότι «πέρασε την κόκκινη γραμμή» για την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Τα δύο αυτά δεδομένα, οδηγούν σαφώς τις ΗΠΑ στο κλείσιμο των εστιών έντασης που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τη Δύση στο άμεσα ορατό ενδεχόμενο σύγκρουσης. Ετσι, την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα, την ώρα που η Κύπρος κυριολεκτικά έβραζε μέσα στο καζάνι μιας γεωπολιτικής τάξεως αναμόχλευσης των ισορροπιών Γερμανίας και Ρωσίας επί του κυπριακού ζητήματος, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα βρισκόταν, γεωγραφικά τουλάχιστον, πολύ κοντά στην Κύπρο: ολοκλήρωνε την πρώτη του προεδρική επίσκεψη στο Ισραήλ. Η κατάληξη της επίσκεψης ήταν απροσδόκητη: οδήγησε, έπειτα από τρία ολόκληρα χρόνια, τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Νετανιάχου να ζητήσει τελικά συγνώμη από την Τουρκία για το επεισόδιο του Μαβί Μαρμαρά, όταν από ισραηλινά πυρά έπεφταν νεκροί εννέα Τούρκοι που επέβαιναν στο πλοίο προς την αποκλεισμένη από τους Ισραηλινούς Γάζα. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι λίγες μόλις ημέρες πριν, ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν είχε εξαπολύσει μία πρωτοφανή επίθεση κατά των ισραηλινών. Μέσα σε λίγες ώρες, στο Ισραήλ είχαν αρχίσει να ακούγονται οι πρώτες φωνές για την ανάγκη συνεργασίας με την Αγκυρα στο ζήτημα του φυσικού αερίου, όπως εκείνη του Αλόν Λιέλ, πρώην υπουργού Εξωτερικών της χώρας.

Υπό «κανονικές συνθήκες», η εξέλιξη αυτή θα είχε προκαλέσει μεγάλα ερωτηματικά στην Κύπρο που έχει στενή συνεργασία με το Ισραήλ σε θέματα ενέργειας και ασφάλειας, αλλά και στην Ελλάδα, που το ζήτημα την αφορά επίσης πολλαπλά, όχι μόνον έμμεσα, λόγω Κύπρου, αλλά και άμεσα, λόγω των κοιτασμάτων στην ελληνική ΑΟΖ. Πάντως, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, μετά όμως από όλες αυτές τις εξελίξεις, επικοινώνησε με τον Ισραηλινό ομόλογό του και συναποφάσισαν την επιτάχυνση του διακυβερνητικού συμβουλίου Ελλάδας – Ισραήλ, κάτι στο οποίο η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε εργαστεί πολύ περισσότερο, πολύ νωρίτερα.

Η Κύπρος βράζει: χρεοκοπία και συνεκμετάλλευση

Όμως, την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα, οι συνθήκες κάθε άλλο παρά «κανονικές» ήταν: η Κύπρος ζούσε την πιο δύσκολη στιγμή της ιστορίας της μετά τον Αττίλα, ενώ η Ελλάδα έτρεμε το ενδεχόμενο της μετάδοσης της κρίσης αυτής όχι μόνον σε τραπεζικό επίπεδο, αλλά και ως προς την επίδρασή της στην ελληνική πολιτική και ίσως κοινωνική πραγματικότητα: ουσιαστικά, Αθήνα και Λευκωσία, βρέθηκαν όλες τις προηγούμενες ημέρες που ακολούθησαν το «όχι» της κυπριακής Βουλής στο Eurogroup πιο «μακριά» από ποτέ στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Το θρίλερ της κυπριακής «διάσωσης» οδήγησε τα χαράματα της Δευτέρας 25 Μαρτίου στη συμφωνία του Eurogroup με την οποία η Κύπρος δεχόταν τελικά όλα όσα η Γερμανία και η τρόικα της επέβαλαν, με όρους ακόμα σκληρότερους από εκείνους που πριν από περίπου μία εβδομάδα είχε απορρίψει η κυπριακή βουλή.

Ολες εκείνες τις κρίσιμες για την Κύπρο ημέρες, η Ουάσιγκτον τήρησε μία εκκωφαντική σιωπή ως προς το ζήτημα. Γιατί όχι άλλωστε; Ούτε η Αθήνα ούτε η Λευκωσία φαίνεται ότι επιχείρησαν ορατά τουλάχιστον, να συνομιλήσουν σε βάθος με τους Αμερικανούς γι αυτό – τις τελευταίες μόνο ώρες πριν την εκπνοή του πρώτου γερμανικού τελεσιγράφου, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι φέρεται σε τηλεφωνική συνομιλία με τον πρόεδρο της Κύπρου Ν. Αναστασιάδη να είχε αναφερθεί σε ενδεχόμενο αμερικανικής παρέμβασης για τις υπό πτώχευση τράπεζες.

Είναι άγνωστο αν και κατά πόσο υπήρξε πραγματικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τις εξελίξεις που, μεταξύ άλλων, έχουν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό και με την ενέργεια, είτε αυτή έπεφτε πια στα χέρια της Γερμανίας με παραμονή της Κύπρου στο ευρώ, είτε, στο ενδεχόμενο εξόδου, έπεφτε στα χέρια της Ρωσίας. Τότε, μία πολύ σημαντική παράμετρος φάνηκε στον ορίζοντα: το ορατό ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να στηρίξουν τελικά την τουρκική άποψη για την κυπριακή ΑΟΖ και περί συνεκμετάλλευσης με τους τουρκοκύπριους, κάτι που δεν είχαν κάνει μέχρι τώρα. Αυτή εμφανίζεται ως η κύρια «παρενέργεια» για την Ελλάδα και την Κύπρο από το νέο μέτωπο που διαμορφώνεται εν όψει του Ιράν. Πάντως, η μακροσκοπική εικόνα είναι ότι, δυστυχώς, η Αθήνα, εδώ και πολλά χρόνια, φρόντισε με πολλούς τρόπους συστηματικά να ψυχράνει επί της ουσίας, για να μην πει κανείς σχεδόν να «παγώσει», τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, έρμαιη ενός αντιαμερικανισμού που ακόμα ζει και βασιλεύει άκριτα πολλές δεκαετίες μετά τον Εμφύλιο ευθέως εις βάρος των ζωτικών συμφερόντων της χώρας και διαπερνώντας οριζόντια το πολιτικό της φάσμα.

Διαβάστε τη συνέχεια στο vima.gr