Ρετρό πορνό και ζωή ποδήλατο!
Κόντευαν τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, όταν ο Πέτρος ο Αρμένης (πρώην Κεβόρκ και πάντα ...Μορφονιός για την παρέα μας) μας ανακοίνωσε πως μετακομίζει. Κεραυνός, αλλά όχι εν αιθρία, αφού πάλι έβρεχε. «Βρήκαμε πιο φτηνό σπίτι στη Βρύση και το νοικιάσαμε», εξήγησε και αυτό σήμαινε πως δεν θα μπορούσαμε πια να συναντιόμαστε τόσο εύκολα. Ωστόσο, τελικά τα πράγματα δεν ήταν τόσο σκούρα όσο τα είδαμε αρχικά, μόλις μάθαμε το μαντάτο της μετακόμισης του Πέτρου στη Βρύση, που τη λέγαμε και «πάνω μαχαλά». Ήταν ένα χωριουδάκι που είχε προσαρτηθεί στον Δήμο μας, όπως και το Πέτρινο, γνωστό και ως «κάτω μαχαλάς».
Οι αποστάσεις από τη Ρίζα, όπου ζούσαμε εμείς και αποτελούσε το ...μητροπολιτικό κέντρο του μικρού μας Δήμου, ήταν σχετικά μικρές, ωστόσο για να πάμε στον πάνω μαχαλά θέλαμε τουλάχιστον ένα τέταρτο της ώρας ορθοπεταλιά, γιατί ήταν ανήφορος. Και τον γυρισμό, παρότι κατήφορος, πάλι τόσο τον κάναμε, γιατί ήταν όλο στροφές και κινδυνεύαμε να βρεθούμε σε κανένα χαντάκι (στην καλύτερη περίπτωση) ή σε κανέναν γκρεμό της Μουργκάνας (οπότε θα μας βρίσκανε σαν το προϊστορικό μαμούθ, μόλις έλιωναν τα χιόνια). Πάντως, η μετακόμιση του Πέτρου μας βγήκε σε καλό, παρότι μας έκανε τη ζωή ...ποδήλατο. Με τόση γυμναστική, πέρα-δώθε Ρίζα-Βρύση, φτιάξαμε κορμί, ενώ παράλληλα ο Πέτρος έκανε νέες γνωριμίες και μας άνοιξε τους ορίζοντες.
Δύο από αυτές τις γνωριμίες, ήταν δυο αδερφές, η Μάρω και η Μένη, εκ του Μελπομένη. Η Μάρω ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη από εμάς, που τότε πηγαίναμε στη Δευτέρα Λυκείου. Πήγαινε Τρίτη, δηλαδή, σε ένα ιδιωτικό σχολείο στα Γιάννενα, μαζί με τη μικρότερη αδερφή της, που πήγαινε στην Πρώτη Λυκείου. Έμεναν με τη μάνα τους, την τρελοκαμπέρω Αλεξάνδρα, που οδηγούσε ένα γκολφάκι τζιτιάι και φορούσε μαύρα από χρόνια, από τότε δηλαδή που χάθηκε ο άντρας της σε ναυάγιο στο Βλαδιβοστόκ. Με την αποζημίωση που πήρε από την ασφαλιστική και με κάποιο ποσό που της επιδικάστηκε μετά τη δικαίωση των θυμάτων στην αγωγή κατά της πλοιοκτήτριας εταιρίας, αγόρασε το σπίτι στη Βρύση και εξασφάλισε τις σπουδές των παιδιών, ενώ τα προς το ζην τα είχε εξασφαλίσει από τη διόλου ευκαταφρόνητη σύνταξη του μακαρίτη, με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται καν να δουλεύει. Βασική της ασχολία, ήταν να φορτώνει τα δυο κορίτσια στο τζιτιάι και να τα πηγαινοφέρνει στη διασταύρωση της Βουτζαρά, όπου τις φόρτωνε και τις ξεφόρτωνε το σχολικό.
Για όλα αυτά μας ενημέρωσε ο Πέτρος, ο οποίος εκείνο το απόγευμα Σαββάτου είχε κανονίσει να μας γνωρίσει τα κορίτσια στην πλατεία της Βρύσης. Ο Πατούσας, όμως, βαριόταν να έρθει, ενώ ο Δεμπασκαλάς έκανε μεροκάματο στον καφενέ του Μπάφα. Έτσι ξεκινήσαμε εγώ κι ο Φώτης. Αυτός με ένα ρημάδι, σκουριασμένο Βελοσόλεξ κι εγώ με το μπάνικο Μερσιέρ που μου είχε αγοράσει το προηγούμενο καλοκαίρι ο πατέρας μου, επειδή είχα φέρει -πάλι- τους καλύτερους βαθμούς. Ξεκινήσαμε απογευματάκι, με λιακάδα, αλλά μέχρι να φτάσουμε στον πάνω μαχαλά άνοιξαν οι ουρανοί. Αποτέλεσμα, να φτάσουμε παπιά στο ραντεβού με τον Πέτρο και τα κορίτσια, τα οποία μόλις μας είδαν έτσι, μας κάλεσαν στο σπίτι τους, να στεγνώσουμε μπροστά στο τζάκι για να μην πουντιάσουμε. Εγώ έκανα τον δύσκολο, αλλά ο Φώτης δεν κρατιόταν. Έτσι πήγαμε για πρώτη φορά στης Αλεξάνδρας...
Η οποία, μόλις μας είδε σε αυτό το χάλι, μας έφερε κάτι μάλλινα πουλόβερ που φόραγε ο άντρας της στα καράβια, φούντωσε το τζάκι με δυο μεγάλα κούτσουρα, μας έβαλε μπροστά του για να ζεσταθούμε και γέμισε και το τσαγερό με τσάι του βουνού. Τη ρώτησα αν μπορώ να πάρω ένα τηλέφωνο, μου απάντησε «δεν μπορείς, γιατί κόπηκε την περασμένη βδομάδα με τα χιόνια κι ακόμα να το φτιάξουν» και μας καθησύχασε πως μπορούσε να ενημερώσει τους δικούς μας στη Ρίζα η ίδια, επειδή θα κατέβαινε για ψώνια με το τζιτιάι. Επειδή, όμως, δεν ήξερε τους δικούς μας, τη στείλαμε στον καφενέ του Μπάφα, να πει στον Δεμπασκαλά ότι θα αργήσουμε μέχρι να δούμε πώς θα γυρίσουμε, για να τηλεφωνήσει εκείνος στη μάνα μου και τη μάνα του Φώτη. «Δεν πας καλά», θα της έλεγε, αλλά μετά θα ειδοποιούσε.
Όταν έφυγε η Αλεξάνδρα, ο Φώτης παρατήρησε πως το σπίτι είχε απ΄ όλα τα καλά, μεταξύ των οποίων και βίντεο. «Έχετε καμιά κασέτα να δούμε;», ρώτησε ρητορικά, καθώς ήδη είχε αρχίσει να ψάχνει τα συρτάρια του επίπλου που φιλοξενούσε την έγχρωμη Φίλιπς και το βίντεο Τζιβισί της Αλεξάνδρας. Μέχρι που στο χέρι του έπεσε η απόλυτη πρόκληση: «Καυτά κορμιά», έλεγε το ταμπελάκι της κασέτας. «Τσόντα είναι», του είπε η Μάρω, η οποία μάλιστα τον προέτρεψε να βάλει την κασέτα στο βίντεο. «Εμείς το έχουμε δει εκατό φορές, αλλά μία παραπάνω δεν βλάπτει». Βρεθήκαμε να βλέπουμε τσόντα στο σπίτι δυο κοριτσιών που μόλις είχαμε γνωρίσει, φορώντας τα πουλόβερ του μακαρίτη πατέρα τους. «Φωτιά θα ρίξει και σας κάψει», θα έλεγε η Δωροθέα η Ζαβή αν μας έβλεπε, αλλά δεν μας έβλεπε κι εμείς βλέπαμε τα καυτά κορμιά κι όχι το δικό της το σκεβρωμένο με το «πι».
Στην πρώτη σκηνή, ο σκηνοθέτης-δημιουργός έκανε κοντινό πλάνο σε ένα ανδρικό μόριο, που μόνο μόριο δεν ήταν. Πολλά μόρια μαζί ήταν, εδώ που τα λέμε. Θηρίο. «Δεντρογαλιά, σαν του Πατούσα», είπε ο Φώτης, διαφημίζοντας την πραμάτεια του απόντα φίλου μας, ο οποίος δεν είχε πλατυποδία μόνο στα δυο του ποδάρια, αλλά είχε και στο ...τρίτο. Κάπου εκεί άρχισε το πρόγραμμα του Φώτη, ο οποίος σχολίαζε ό,τι έβλεπε, προκαλώντας ξάφνιασμα, απορία αλλά και τρανταχτά γέλια στις νέες μας φίλες. Μόλις στην οθόνη εμφανίστηκε μια προικισμένη πρωταγωνίστρια, ο Φώτης αναφώνησε «πω ρε κάτι μαστάρια, σαν τις καμπάνες της Αγιαμαρίνας» και πρόσθεσε «να βάλω μέσα το κεφάλι μου ν΄ ακούσω τον Θεό τον ίδιο», ενώ εγώ ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, καθώς αντίστοιχου μεγέθους στήθος πρέπει να είχε και η Μάρω, πλήρως ανεπτυγμένη στα 18 της χρόνια. Μεταξύ μας, ωραία γκόμενα ήταν η Μάρω. Μάλλον κοντούλα, γλυκιά και ζουμερή, από εκείνες για τις οποίες ανακαλύφθηκε ο όρος «μπαμπάτσικη». Εδώ που τα λέμε, κι η μικρή, η Μένη, δεν πήγαινε πίσω, έστω κι αν δεν είχε σχηματιστεί ακόμα πλήρως. Λίγο πιο ψηλή εκείνη, πιο ελαφριά, χωρίς προοπτικές ...μπαμπάτσικης, αλλά μια χαρούλα. Δυο χαρούλες, δηλαδή. Μπορεί και τρεις...
Το σπίτι ...σείστηκε όταν φτάσαμε στο σημείο που η πρωταγωνίστρια ξεβρακώθηκε και αποκαλύφθηκε το ξανθό ηβικό της τρίχωμα. «Ρε σεις, πρώτη φορά βλέπω ξανθό σκαντζόχοιρο. Εσείς, βέβαια, δεν έχετε δει ποτέ, ούτε ξανθό ούτε μαύρο», κοκορεύτηκε ο Φώτης, αλλά μετά το ξέσπασμα των γέλιων, η Μάρω τον έβαλε στη θέση του. «Κι αν δεν έχουν δει, θα τους δείξω εγώ τον δικό μου αν το συνεχίσεις», τον ...απείλησε κι ο Φώτης μόνο που δεν τρόμαξε: «Τότε να το συνεχίσω», της είπε. Αλλά ούτε εκείνος το συνέχισε ούτε η Μάρω μας έδειξε τον σκαντζόχοιρό της.
Ίσως γιατί τότε ακούσαμε απέξω το μουγκρητό από το τζιτιάι της Αλεξάνδρας και τρέχαμε να αλλάξουμε κασέτα στο βίντεο και να βάλουμε το «κλεφτρόνι και τζέντλεμαν» με τον Στάθη Ψάλτη. «Δεν πιστεύω να βλέπατε τίποτα τσόντες», είπε χαμογελώντας όταν μπήκε στο σπίτι η Αλεξάνδρα. «Μπα, αυτό με τον ...Μουστάκα βλέπαμε», καρφώθηκε ο Φώτης και η άκρη του ματιού μου πήρε το -με νόημα- κλείσιμο του ματιού της Αλεξάνδρας στη Μάρω.
Τελικά από την παρέα μας τον σκαντζόχοιρο της Μάρως τον είδε ο ...Πατούσας. Είτε επειδή έπιασε τόπο η διαφήμιση που του έκανε ο Φώτης, είτε επειδή μόλις τον είδε η Μάρω να χορεύει σε ένα πάρτι τοπικού, πειρατικού ραδιοφωνικού σταθμού λίγες μέρες αργότερα, μέσα στις διακοπές των Χριστουγέννων, τον ερωτεύτηκε από τον τρόπο που μπέρδευε τα μπούτια του και την πλατυποδία του. Μπα, τώρα που το ξανασκέφτομαι, η πλατυποδία έφταιγε. Του τρίτου ποδιού...
Όσο για τη Μένη, δυο χρόνια μετά τα έφτιαξε με τον Πέτρο. Αυτός, όμως, δεν είδε σκαντζόχοιρο. Η Μένη είχε από τότε πολύ προχωρημένες απόψεις για την αισθητική της επίμαχης περιοχής...
Μέχρι να ξεχάσω τη γνωριμία μας με τη Μάρω, τη Μένη και -κυρίως- την Αλεξάνδρα, εγώ, ο Μίλτος, νά ΄μαι καλά...
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.