Μια ...ξεχωριστή πρόταση για τατού!
Έβρεχε και χιόνιζε μαζί. Παλιόκαιρος. Είχαμε μαζευτεί στον καφενέ του Μπάφα κι ο Δεμπασκαλάς, που σιγά σιγά γινόταν αφεντικό, είχε φροντίσει να μας βάλει ...δεύτερο τραπέζι τζάκι. Στο πρώτο, στο τραπέζι ακριβώς μπροστά στο τζάκι, καθόταν όπως πάντα ο Μαστρομανέλος, που είχε δική του θεώρηση για τον όρο «ρεζερβέ». Όποιον προλάβαινε να κάτσει στο τραπέζι και τη θέση του, τον σήκωνε, του έδειχνε ένα άλλο τραπέζι και τον πρόσταζε «σύρε εκεί. Είπα»! Κι εκείνος, επειδή ο Μαστρομανέλος «είπε», όφειλε να ...σύρει, για να μην τον σύρουν τέσσερις...
Καθόμασταν, λοιπόν, σε προνομιούχο θέση, σε απόσταση αναπνοής από το τραπέζι του Μαστρομανέλου και σε απόσταση ενός Μαστρομανέλου και μιας αναπνοής από το τζάκι. Καλά ήταν. Κάποια στιγμή ο Φώτης σηκώθηκε και πήγε στην άλλη άκρη του καφενέ, επειδή τον φώναξε ο Στέκας, που στην πραγματικότητα λεγόταν Λιούμης, αλλά τον φώναζαν «Στέκα» από την περίοδο που ήταν... «στον Καναδά», όπως έλεγε ο ίδιος. Όπως μας αποκάλυψε κατά τη διετή απουσία του ο νοματάρχης, ο Λιούμης ήταν στη στενή κι εκεί τον φώναζαν Στέκα, επειδή ήταν αψηλός κι αδύνατος κι όχι μόνο επειδή έπαιζε καλό μπιλιάρδο.
Όταν γύρισε ο Φώτης στο τραπέζι μας, μετά την αποχώρηση του Στέκα, μας ενημέρωσε πως «ο Στέκας έκανε καινούργιο τατουάζ τώρα που έλειπε. Μισό εγγλέζικο ερωτηματικό στον καρπό». Ο Στέκας απλώς επιβεβαίωνε την άποψη που επικρατούσε εκείνη την εποχή για τη δερματοστιξία. Τατουάζ είχαν κυρίως οι ναυτικοί, οι φυλακισμένοι και κάποιοι περιθωριακοί - μάγκες. Τουλάχιστον έτσι νομίζαμε. Ο Πέτρος ο Αρμένης ρώτησε τον Φώτη «πού το έκανε το τατουάζ;» κι όλοι γελάσαμε, όταν ο Μαστρομανέλος που κρυφάκουγε από δίπλα, πετάχτηκε στη συζήτηση: «Στον Καναδά, ντε. Πού αλλού;». Ο Στέκας είχε κάνει ένα πρόσφατο, δεύτερο πέρασμα από τον ...Καναδά του, το οποίο ωστόσο αυτή τη φορά ήταν σύντομο. «Να γιατί έμεινε μισό το ερωτηματικό. Αποφυλακίστηκε γρήγορα», είπε ο Πέτρος, αλλά αυτή τη φορά τα χάχανα δεν βάστηξαν πολύ, γιατί τα διέκοψε ο Φώτης. «Θα κάνω κι εγώ τατουάζ. Μόνο που δεν ξέρω τι σχέδιο», είπε με μορφή ανακοίνωσης, ζητώντας παράλληλα και ιδέες. «Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς, «σκέφτεσαι να πας κι εσύ στον Καναδά, ρε Φώτη;» τον ρώτησα εγώ με ειρωνική διάθεση κι έτσι ο μόνος που τον πήρε σοβαρά ήταν ο Πέτρος, ο οποίος πρότεινε λακωνικά: «Μια νεκροκεφαλή να κάνεις».
Ο Πέτρος πέρναγε τότε τη φάση του χεβιμεταλά και προσπαθούσε να δημιουργήσει στυλ. Μάκραινε, για παράδειγμα, τα μαλλιά του με προοπτική να τα κάνει αλογοουρά, αλλά επειδή ήταν σπαστά, το μόνο που κατάφερε ήταν να δημιουργήσει τον περίφημο «λασπωτήρα» και να θυμίζει περισσότερο Τζορτζ Μάικλ χωρίς τις ανταύγειες. Επίσης, φόραγε μαύρα ρούχα και θύμιζε κοράκι. Η μάνα μου, όταν τον έβλεπε, μου έβαζε πόστα: «Αυτόν τον φίλο σου να μην τον φέρνεις σπίτι όταν είμαι εγώ εδώ. Έτσι μαυροντυμένος, είναι σαν τον Χάρο κι αγριεύομαι. Με αυτές τις παρέες που κάνεις, θα με πεθάνεις άρρωστη γυναίκα». Δεν ήταν... Το μόνο θετικό μέσα στη ζούρλια που είχε πιάσει τον Πέτρο, ήταν ότι ανάμεσα στα πολλά κλαπατσίμπαλα που μας ντραγκάνιζαν το κεφάλι κι αυτός τα χαρακτήριζε «μουσική», ακούγαμε και κάποια από τα διαμάντια της παγκόσμιας δισκογραφίας, όπως για παράδειγμα το επικό «Στέργουεϊ του Χέβεν» των Λεντ Ζέπελιν.
Από την άλλη, ο φίλος μας είχε και μουσικές ανησυχίες και μας ζάλιζε τα μπρούλια με ...σοβαρά θέματα που μόνο εκείνον απασχολούσαν. Για παράδειγμα, αναρωτιόταν αν είναι ροκ και αν είναι αποδεκτό να ακούει την μπάντα του Στιβ Μίλερ, τη στιγμή που εμείς απολαμβάναμε την αστεράτη «Σερενάτα» του. Τελικά, όταν διαπίστωσε πως το ίδιο συγκρότημα είχε γράψει και το «Αμπρακαντάμπρα», έκρινε πως ο Στιβ Μίλερ και η μπάντα του ήταν πιο πολύ «ποπ» κι αποφάσισε να σταματήσει να τους ακούει. Εμάς, πάντως, ούτε και το «Αμπακαντάμπρα» μας χάλαγε. Μια χαρά μας ακουγόταν και πολύ συχνά του σπάγαμε τα νεύρα ακούγοντάς το στο μυθικό, τεραστίων διαστάσεων ραδιοκασετόφωνο «Σάνυο» που είχα τοποθετήσει στο καμαράκι -πρώην αποθήκη- που κοιμόμουν, στην αυλή του πατρικού μου. Ήταν το «Σάνυο» που έφερνε τη μάνα μου ένα βήμα από τη συνάντηση με τον Χάρο (όχι τον μαυροντυμένο Πέτρο - τον άλλο). Έβγαινε τότε στο παράθυρο του σπιτιού της, απέναντι στο δικό μου ...σπίτι και ούρλιαζε για να την ακούσω: «Χαμήλωσέ το το ρημάδι. Θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα». Δεν ήταν...
Τέλος πάντων, ο Πέτρος περνούσε φάση μαυρίλας και πρότεινε στον Φώτη να χτυπήσει τατουάζ μια νεκροκεφαλή. «Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς, ενώ από το διπλανό τραπέζι έπεσε μια ξεκούδουνη ιδέα, εννοείται από τον Μαστρομανέλο που επέμενε να κρυφακούει και να συμμετέχει: «Νεκροκεφαλές κι αηδίες. Λίπασμα να κάνεις». Ευτυχώς δεν ολοκλήρωσε τη φράση του με την προσταγή «είπα», γιατί έβλεπα τον Φώτη να τρέχει να βρει τατουατζή για να του ζωγραφίσει λίπασμα στο μπράτσο (τότε στο μπράτσο και στον καρπό τα κάνανε τα τατουάζ, άντε και στο στήθος κάποιοι πιο προχωρημένοι ή πιο βαθιά ...χωμένοι). «Ναι, ρε, λίπασμα να κάνεις. Και να βάλεις πάνω στο σακί και μια νεκροκεφαλή. Ξέρεις, είναι δηλητήρια αυτά», επέμεινε με το σκάλωμά του με τις νεκροκεφαλές ο Πέτρος. «Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς και τελικά ο Φώτης δεν χτύπησε στο μπράτσο ούτε λίπασμα ούτε νεκροκεφαλή. Ούτε τίποτα, γιατί μόλις το είπε στον πατέρα του, τον Σαυρογιώργη, εκείνος έβγαλε τη ζωστήρα και του χτύπησε δυο ανεξίτηλα τατουάζ στα κωλομέρια...
Τη νεκροκεφαλή, πάντως, η παρέα μας δεν τη γλίτωσε. Παίζοντας μπάσκετ μετά από λίγο καιρό, όταν ένας αντίπαλος τράβηξε τη φανέλα του Πέτρου, είδα μια ζωγραφιά στον ώμο του, που ήταν φουσκωμένος σαν μπακλαβάς. «Τι είναι αυτό, ρε Πέτρο;», τον ρώτησα και μου έδειξε μια νεκροκεφαλή, που από κάτω έγραφε «Ντέιντζερ» με σατανικά γράμματα. «Πότε το χτύπησες;», ρώτησα πάλι κι αυτός απάντησε με έναν από τους χρησμούς που χρησιμοποιούσε τότε: «Δεν το χτύπησα εγώ. Αυτό με χτύπησε. Έγινε κάτι μαγικό. Άκουγα όλη νύχτα το ...Αμπρακαντάμπρα και ξύπνησα με τη ζωγραφιά στο μπράτσο»!
Το ανατριχιαστικό τατουάζ έγινε θέμα συζήτησης σε μια τηλεφωνική επικοινωνία που είχα με τον Πέτρο πριν 2-3 χρόνια. «Τι κάνει η νεκροκεφαλή; Πάχυνε καθόλου ή έμεινε σκελετός;», τον ρώτησα και μου απάντησε αφοπλιστικά: «Έσβησε». Σκέφτηκα να τον ρωτήσω αν άκουγε το «Αμπρακαντάμπρα» κανένα βράδυ και ξύπνησε χωρίς τατουάζ, αλλά είχε διάθεση ψυχανάλυσης και αποκαλύψεων. «Πιο πολύ πόνεσα για να το σβήσω παρά να το χτυπήσω. Τότε δεν με ένοιαζε τίποτα. Όπου έβλεπα πόνο, χίμαγα. Τώρα πονάω. Και φοβάμαι. Μαλάκωσα, Μιλτάκο. Μεγάλωσα και μαλάκωσα». Τον ρώτησα γιατί το έσβησε κι έβαλε κι άλλες παραμέτρους στην κρίση μέσης ηλικίας που διέβλεπα στην εξομολόγησή του. «Το έβλεπε το παιδί και τρόμαζε. Μόνο τη νεκροκεφαλή έσβησα. Τον "Κίνδυνο" τον κράτησα», είπε κι έβγαλα λάθος συμπέρασμα: «Για να σε φοβούνται, όπως τότε, ε;». Με διέψευσε. «Όχι, για να φοβάμαι εγώ. Για να το βλέπω κάθε πρωί που ξυπνάω στον καθρέφτη και να προσέχω. Είμαστε σε κρίσιμη ηλικία, Μιλτάκο».
Πάντα τρομάρα προκαλούσε αυτό το παιδί. Πρώτα στη μάνα μου, μετά σε μένα. Άσε μας, ρε Πέτρο και θα με πεθάνεις, άρρωστο άνθρωπο...
Μέχρι να ξεχάσω τη -νεκρή πια- νεκροκεφαλή του Πέτρου, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.