Καψούρα ...στερεοφωνική!
Η παρέα βίωνε περίοδο απωλειών. Προσπαθώντας να αφήσει πίσω της τη μοναδική που δεν γινόταν να αναιρεθεί, αυτή του Βαγγέλη του Πατούσα που έβγαλε τα σπασμένα μιας «αργής» -εξαιτίας της πλατυποδίας του- εφηβείας στα σπασμένα της μοτοσικλέτας του το πρώτο καλοκαίρι μετά την αποφοίτησή μας από το Λύκειο, η πεντάδα που απέμεινε θύμιζε πια διαλυμένη διαδήλωση. Ο Πέτρος ο Αρμένης ήταν φαντάρος, ο Παππούς φοιτητής στην Αθήνα, ο Δεμπασκαλάς σκληρά εργαζόμενος στον καφενέ του Μπάφα, ο Φώτης σκληρά εργαζόμενος …στης νύχτας τα καμώματα κι εγώ έτοιμος να ξαναδώσω Πανελλήνιες και μετά να πάω φαντάρος. Τέτοιες ήταν οι πιθανότητες επιτυχίας μου...
Ο Φώτης, μαζί με τα ξενύχτια, είχε αποκτήσει και χούγια ξενύχτη. Δεν έπινε ...μόνο στον ύπνο του, ενώ είχε αποκτήσει και αντίστοιχα ακούσματα. Αν άκουγε το ονοματεπώνυμο «Μίκης Θεοδωράκης», θα νόμιζε πιθανότατα πως ήταν κάποιο καινούργιο καρτούν: ο Μίκυ και ο φίλος του ο Θοδωράκης, ο οποίος προφανώς είχε αντικαταστήσει τον Γκούφυ, όπως ο Παππούς είχε αντικαταστήσει στην παρέα μας τον Πατούσα. Πιθανότατα, κι ο Γκούφυ θα είχε κάποιο δυστύχημα ως Σούπερ Γκούφυ - θα τέλειωσε η βενζίνη από τα σούπερ φυστίκια. Τον ...Γκούφυ Θεοδωράκη, λοιπόν, ο Φώτης σίγουρα δεν θα τον αναγνώριζε, ωστόσο ήξερε απέξω κι ανακατωτά όλα τα τραγούδια των ξενύχτηδων με τις ...κλασικές -όπως ισχυριζόταν- φωνές του Καμπουρίδη, του Βασιλείου και του Μοναχού, οι οποίοι -εδώ που τα λέμε- ήταν και οι πιο γνωστοί από όσους άκουγε. Γιατί εκείνο το απόγευμα είχε βαλθεί να μας κάνει φροντιστήριo σε άγνωστες λέξεις.
«Όποιος δεν έχει ακούσει Σάββα Κιουλάνη, δεν έχει ακούσει τίποτα. Αλλά ακούστε κι αυτό το κομμάτι, που -εδώ είμαι κι εδώ είσαστε- θα γίνει κλασικό. Κόβω φλέβες, μη σας πω κόβω και αρτηρίες...». Τι «κλασικό» ακούσαμε; Το εξής...
«Ποιος είναι αυτός ο ...καρδιολόγος, ρε Φώτη;», τον ρώτησε περιπαικτικά ο Παππούς, ο οποίος είχε βρεθεί για λίγες μέρες στο χωριό, εξαιτίας μιας ...σπάνιας περίπτωσης καταλήψεων στα ελληνικά πανεπιστήμια. «Ρε, δεν ξέρεις τον Βασίλη Ζερβό; Είναι ο νέος Τάκης Κατσάνης», απάντησε με στόμφο ο Φώτης, πριν ο κουλτουριάρης Παππούς τον ρωτήσει «ποιος είναι ο παλιός Τάκης Κατσάνης;». Φυσικά, ο Φώτης ήταν γνώστης του αντικειμένου και είχε απαντήσεις για όλα. «Καλά, ρε... Δεν έχεις ακούσει ποτέ το "για θύμισέ μου τ΄ όνομά σου πρώτα πρώτα"; Θα μας τρελάνεις;», έβαλε πόστα τον Παππού, ο οποίος συνέχισε το πρόγραμμα: «Τότε τι τον θέλουμε τον νέο, ρε Φώτη; Ξέχασε το όνομα της γκόμενας ο παλιός Κατσάνης και θα το θυμηθεί ο νέος;».
Πέραν της πλάκας, με αυτά τα τραγούδια, εκείνη την εποχή είχαμε πιει πολύ ουίσκι. Είτε ήμασταν καψούρηδες είτε όχι, ένα καψουροτράγουδο στη μετεφηβική περίοδο πάντα έβρισκε χώρο στις νύχτες μας, για τις οποίες φυσικά φρόντιζε ο Φώτης που είχε διασυνδέσεις σε όλα τα σκυλάδικα της περιοχής, όπου απλώς χρειαζόταν μια σύσταση από τον Μαστρομανέλο για να δικτυωθεί. Βέβαια, το δίκτυό του δεν περιοριζόταν μόνο στην -καλώς εννοούμενη- κονσομασιόν, με την οποία έβγαζε τζάμπα τα ποτά του και ένα χαρτζιλίκι (καλώς εννοούμενη κονσομασιόν: στην είσοδο σάλιωνε «μάτσα – μούτσα» όλους τους πελάτες, είτε τους γνώριζε είτε όχι, λες και τους ήξερε κι από χθες και μετά τους πάρκαρε στα τραπέζια παριστάνοντας τον μετρ). Δυστυχώς, ίσως και λόγω των ...καίριων πόστων του, ο Φώτης είχε γίνει και ο διασημότερος κλεπταποδόχος της νύχτας, με αποτέλεσμα σχεδόν κάθε πρωί να επιστρέφει στο σπίτι του φορτωμένος, εκτός από ουίσκια και γυναίκες, και με ...ραδιοκασετόφωνα, τα οποία ήταν οι εύκολοι και συνήθεις στόχοι για τα κλεφτρόνια των γύρω περιοχών.
Τη συγκεκριμένη κασέτα με τον ...νέο Κατσάνη, την έπιασε το αυτί μου και το επόμενο μεσημέρι, όταν υπό βροχή κατέβαινα προς τον καφενέ του Μπάφα, για να πιω καφεδάκι με τον Δεμπασκαλά και να τα πούμε. Να του τα πω εγώ, δηλαδή, κι αυτός να μου λέει «δεν πας καλά», αλλά αυτές οι συνήθειες δεν κόβονται. Περνώντας, όμως, έξω από το γκαράζι του Μαστρομανέλου έπιασα τη ...μελωδία - αρτηρία του νέου Κατσάνη και μυρίστηκα Φώτη. Μπήκα μέσα και τον βρήκα εκεί να πίνει ουίσκια με τον Μαστρομανέλο. Πριν πω οτιδήποτε, ο Μαστρομανέλος τράβηξε ένα φλιτζάνι του καφέ, το έτεινε προς το μέρος μου και με ρώτησε: «Θα του βάλεις ένα;».
Ήταν ο τρόπος του να ρωτάει τους φίλους του αν θέλουν να πιουν…
«Θα φτιάξεις καφέ, μάστορα; Έλεγα να πάω να τον πιω στου Μπάφα», είχα μια άστοχη σκέψη, καθώς ο Μαστρομανέλος αποκλείεται να μου πρόσφερε ποτέ καφέ. «Τι καφέ, ρε χαϊβάνι; Ένα ουίσκι θα του βάλεις;». Έκανα τον δύσκολο, αλλά δεν είχα πολλές επιλογές. «Θα του βάλεις. Είπα», είπε και ...του έβαλα, αφού πρώτα μου έβαλε.
Ήταν ο τρόπος του να αποφασίζει ότι οι φίλοι του θα πιουν...
Ο Μαστρομανέλος μου εξήγησε πως μεράκλωσε με την κασέτα που του έφερε ο Φώτης, τον οποίο πρόσταξε να την ξαναβάλει από την αρχή, παρότι ο φίλος μου ήθελε να την πάρει και να πάμε μαζί στου Μπάφα για καφέ, επειδή ήδη ...του είχε βάλει ένα μισομπούκαλο κι άρχιζε να ρετάρει. «Θα την ξαναβάλεις και φεύγετε μετά. Είπα», του είπε, ο Φώτης την ξανάβαλε, οι τρεις του ...ξαναβάλαμε και κάποια στιγμή εμφανίστηκε στην είσοδο του συνεργείου ένα κωλοφτιαγμένο Γκολφάκι, ενώ ο Μαστρομανέλος σιγομουρμούραγε την «τελευταία αρτηρία», την οποία συνέχιζε να ποτίζει με αλκοόλ. «Μάστορα, μου το ανοίξανε χτες το βράδυ και στράβωσαν την κλειδαριά. Θα ρίξεις μια ματιά;», ρώτησε ο πελάτης. «Θα του βάλεις ένα;», ρώτησε ο Μαστρομανέλος. Ο πελάτης, που τον έλεγαν Μάκη όπως μάθαμε μετά τις απαραίτητες συστάσεις, δεν ξέρω αν ήταν άνθρωπος της νύχτας, αλλά καψούρης ήταν. «Ωραίο τραγούδι. Αφού κερνάτε, θα πιω ένα», είπε, ενώ ο Φώτης κοκορευόταν για την κασέτα του, η οποία καπάκι, μετά την αρτηρία του νέου Κατσάνη, είχε και τον παλιό Κατσάνη...
«Κι αυτό μεγάλο τραγούδι. Είχα κι εγώ μια κασέτα και μου τα είχε γράψει ένας φίλος με την ίδια σειρά», είπε ο Μάκης, «για κοίτα κάτι συμπτώσεις», σκέφτηκα ενώ ο νους μου άρχισε να πηγαίνει στο κακό και το κακό δεν άργησε, αφού το επόμενο τραγούδι στη σειρά της κασέτας, η «Νύχτα Ονειρομάνα» της Μαριάνθης Κεφάλα, ήταν όλως τυχαίως το ίδιο με εκείνο που είχε τρίτο στη σειρά η αγαπημένη κασέτα του Μάκη.
Γιατί ήταν η ίδια κασέτα, η οποία βγήκε από το κασετόφωνο του Μάκη, το οποίο με τη σειρά του είχε βγει ...νύχτα από το Γκολφάκι του Μάκη, πριν φτάσει στα χέρια του Φώτη κι από εκεί στα χέρια του Ντούζα με το τρίκυκλο. Ο Φώτης είχε τσιμπήσει τρία πεντοχίλιαρα από τον Ντούζα για να του δώσει το κλεμμένο κασετόφωνο και φυσικά κράτησε την κασέτα που τον πρόδωσε. «Πού τη βρήκες, ρε, την κασέτα;», ούρλιαξε ο Μάκης, ο Μαστρομανέλος μπήκε στη μέση, εγώ έκανα στην άκρη και μέσα στο χαμό ο Φώτης πρόλαβε να σκαρώσει ένα από τα ασυναγώνιστα παραμύθια του, τα οποία τα ξεφούρνιζε και στεγνός και μεθυσμένος...
«Ρε τι του έκαναν τα κωλόπαιδα του ανθρώπου. Αλλά ξέρω ποιοι είναι και θα τους βρω. Κύριε Μάκη μου, δώσε μου ένα τεταρτάκι και θα δεις. Όσο να σου φτιάξει ο μάστορας την κλειδαριά, θα έχω γυρίσει», είπε και με τράβηξε μαζί του κατά το σπίτι του Ντούζα. Εκεί είπε ακόμα ένα παραμύθι, ότι έμαθε πως τάχα το συγκεκριμένο κασετόφωνο ήταν «μαϊμού, δεν υπάρχει τέτοιο μοντέλο στον κατάλογο», υποσχέθηκε «θα σου φέρω ένα μπλάουπουνκτ γνήσιο αύριο κιόλας» (λες κι είχε ...αντιπροσωπεία), πήρε πίσω το -γνήσιο- πάιονιρ του Μάκη και κινήσαμε για το γκαράζι, δίχως να επιστρέψει τα τρία πεντοχίλιαρα στον Ντούζα που τον κοίταζε αρχικά αποσβολωμένος και μετά τον ευχαριστούσε κιόλας που τον έσωσε, λες και τον γλίτωσε από τις μπανάνες που θα έτρωγε το κασετόφωνο για να παίξει.
Όταν φτάσαμε στου Μαστρομανέλου, το Γκολφάκι ήταν έτοιμο για νέα ταξίδια κι ο Μάκης έτοιμος για νέο καυγά. Ωστόσο, μόλις είδε το αγαπημένο του κασετόφωνο, γλύκανε. Ο Φώτης συνέχισε να τον φλομώνει στα ψέματα, ισχυριζόμενος ότι «το είχαν βουτήξει κάτι γυφτάκια αλλά πήγα και καθάρισα», συνέχισε το παραμύθι όταν ο Μάκης επέμεινε να πάει στην αστυνομία («πού να τα βρεις τώρα αυτά, κύριε Μάκη μου; Μπουχός γίνανε, κουρνιαχτό σηκώσανε με την τρεχάλα») και τελικά βγήκε από πάνω και ...τετραπλά κερδισμένος!
1) Ο Μάκης του χάρισε την κασέτα ως ένδειξη φιλίας.
2) Εκτός από την κασέτα, του έδωσε κι ένα πεντοχίλιαρο για τα εύρετρα.
3) Ο Φώτης τον έπιασε και πελάτη από πάνω, λέγοντάς του να πάει το βράδυ στο μαγαζί που «δούλευε» (τον κόσμο).
4) Του έμειναν και τα τρία πεντοχίλιαρα του Ντούζα, το σύνολο είκοσι χιλιάρικα για την ...περιφορά ενός πάιονιρ που τελικά έμεινε στον ιδιοκτήτη του.
Μέχρι να ξεχάσω τις κομπίνες και τα καψουροτράγουδα του Φώτη, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ. Η φωτογραφία της Μόνικας είναι μάλλον άσχετη με το θέμα, αλλά μου άρεσε. Αν δεν σας αρέσει, κοιτάξτε τις μπούκλες του Βασίλη Ζερβού!
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.