Παρέλασαν αυτές καλά κι εμείς καλύτερα...
Η παρέλαση του σχολείου μας ήταν εξ ορισμού σουρεαλιστική, ως αποτέλεσμα του πάθους του Γιωργομάκου, του δήμαρχου, για τήρηση των παραδόσεων, αλλά και των αντίστοιχων πεποιθήσεων των καθηγητών και του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων. Μιλάμε για παρέλαση ...τρικολόρ. Άλλα ρούχα φόραγαν ο σημαιοφόρος κι οι παραστάτες, άλλα τα αγόρια κι άλλα τα κορίτσια, ενώ τα κριτήρια επιλογής ήταν εμπνευσμένα από μια κλασική γκοφρέτα της εποχής: κουκουρούκου!
Για παράδειγμα, σημαιοφόρος δεν ήταν πάντα ο καλύτερος μαθητής, όπως ίσχυε στα πιο πολλά -αν όχι σε όλα- σχολεία της χώρας, αλλά ο καλύτερος ...τσολιάς! Προσοχή, τσολιάς και όχι Σουλιώτισσα. «Παιδί κι όχι κορίτσι»! Τι να κλάσει η Μπουμπουλίνα μπροστά στον Κίτσο τον Τζαβέλλα; Δεν πα΄ να πέφτανε όλες οι μαθήτριες - Σουλιώτισσες από το Ζάλογγο, σημαία δεν βλέπανε. Ούτε κι εγώ βέβαια είδα, παρότι ο πιο καλός ο μαθητής. Εκείνη τη χρονιά, τελευταία του Λυκείου για την παλιοπαρέα των έιτις, τη σημαία την καβάτζωσε ο μακαρίτης ο Βαγγέλης ο Πατούσας, ανήμερα της τελευταίας του γιορτής. Όχι γιατί γιόρταζε, φυσικά. Σιγά μην του κάνανε τέτοιο δώρο. Ο λόγος ήταν πως ο παππούς του είχε βαστήξει μιαν αψεγάδιαστη φορεσιά τσολιά κι ο Βαγγέλης δεν ντρεπόταν να κυκλοφορεί φουστανελάς ούτε δίσταζε να αντιμετωπίσει τους πιτσιρικάδες που του πετάγανε δίφραγκα, ρεβίθια και μαστίχες μασημένες. Αντικειμενικά κριτήρια!
Κάπως έτσι, το σχολείο μας πέτυχε ακόμα μια πανελλήνια πρωτιά. Είχε τον πρώτο σημαιοφόρο με πλατυποδία, ο οποίος ντυμένος με την παραδοσιακή στολή και βηματίζοντας με τα πόδια ανοιχτά, πιο πολύ θύμιζε πιγκουίνο που υποδύεται τον Μάρκο Μπότσαρη. Γύρω του, ως παραστάτες, είχε άλλους δυο φουστανελάδες και τρεις Σουλιώτισσες, ενώ από εκεί και πίσω άρχιζε το μεγάλο ...γλέντι. Κυριολεκτικά! Γιατί η τιμή που επιφύλασσαν στους μαθητές της 3ης του Λυκείου ο Γιωργομάκος και οι λοιποί δημογέροντες, ήταν να τους κάνουν ...άντρες. Με ποιο τρόπο; Ορίζοντας πως στην τελευταία τους παρέλαση, οι μελλοντικοί τελειόφοιτοι δεν θα φορούσαν κάποια στολή παρέλασης, αλλά κοστούμια! Βγήκαμε στην πλατεία και δίναμε την εντύπωση πως ετοιμαζόμασταν να πάμε στα μπουζούκια. Ή πως γυρίζουμε!
Το τι φόραγε ο καθένας, δεν λέγεται! Ο Πέτρος ο Αρμένης, δυο μέτρα μαντράχαλος, είχε δανειστεί κοστούμι από τον νονό του, τον Πέτρο της Κουφής, ο οποίος ήταν βαριά ένα ογδόντα σε ύψος. Σαν τον Φασουλή έμοιαζε. Το σακάκι αποκάλυπτε δυο πήχες πουκάμισο στα μανίκια, ενώ το πανταλόνι πρόσφερε σε κοινή θέα τις ολόλευκες, αθλητικές κάλτσες μάρκας ...«Πόμα» που είχε φροντίσει να φορέσει με τα σκαρπίνια του ο Πέτρος. Ο οποίος, φυσικά, στην παρέλαση ήταν αρβάλας όπως πάντα και δεν σήκωνε τα χέρια, μπας και ακουστεί κανένα «κρατς» από το στενό σακάκι του νονού του...
Ο Πέτρος, όμως, δεν ήταν το χειρότερο παράδειγμα, γιατί με δανεικά ρούχα εμφανιστήκαμε σχεδόν όλοι οι μελλοντικοί άντρες. Ο Δεμπασκαλάς, ας πούμε, είχε φορέσει ένα κοστούμι του πατέρα του, με τον οποίο ευτυχώς είχε την ίδια σωματική διάπλαση, αλλά δυστυχώς και το ίδιο γούστο. Το κοστούμι ήταν μουσταρδί, σχεδόν κίτρινο, ο Δεμπασκαλάς έβαλε από μέσα κι ένα ροζ πουκάμισο κι ο Ταμτάκος μπροστά του ήταν φιγουρίνι. Άσε που όλοι φοράγαμε σκούρα κοστούμια και ξεχώριζε σαν την κίτρινη μύγα στο Μίλκο. Φυσικά, κανείς μας δεν σχολίασε την εικόνα που παρουσίαζε ο φίλος μας, και γιατί δεν ήμασταν εμείς πολύ καλύτεροι αλλά και για να μην ακούσουμε το κλασικό ρεφρέν «δεν πας καλά» και δεν πάει καλά η παρέλαση. Λες και θα πήγαινε...
Ο καλύτερος απ΄ όλους, πάντως, ήταν ο Φώτης, ο οποίος δεν τόλμησε να ζητήσει κοστούμι από τον πατέρα του, τον Σαυρογιώργη (το πολύ πολύ να εξασφάλιζε μόνο τη ζωστήρα κι αυτή στα κωλομέρια του). Όπως πάντα ...εφευρετικός, ο Φώτης πήγε και ζήτησε σακάκι από τον Μαστρομανέλο. Ο οποίος, όπως πάντα απρόβλεπτος, του έδωσε! Ένα γκρι σακάκι ψαροκόκαλο, που είχε κάνει επί χρόνια πολλά χιλιόμετρα στα μπουζουξίδικα της περιοχής. Ο Φώτης, μάλιστα, που ήταν τόσο προνοητικός όσο οι υπουργοί οικονομίας της Ελλάδας, φρόντισε να περάσει να πάρει το σακάκι από το σπίτι του Μαστρομανέλου πέντε λεπτά πριν ξεκινήσει η παρέλαση. Όταν έφτασε ανάμεσά μας και επειδή ένιωθε βαριές τις τσέπες, έπιασε να τις ψαχουλεύει. Το πρώτο που βρήκε ήταν ένα πακέτο «σαντέ» σκέτο, με το σελοφάν. Ο Μαστρομανέλος κάπνιζε «άσο φίλτρο», οπότε τα «σαντέ» τα είχε για να κερνάει τις σαντέζες.
Συνεχίζοντας το ψάξιμο, ανακάλυψε ένα ρολόι τσέπης (αυτά με την αλυσίδα, που τα κρεμάγανε τα γερόντια από τη ζώνη του πανταλονιού), ένα κουτί προφυλακτικά «στοπ» (έλειπε ένα από τη συσκευασία) και ένα ...σταυροκατσάβιδο! «Τι θα βιδώσεις, ρε Φώτη, στην παρέλαση;», τον ρώτησε περιπαικτικά ο πιγκουίνος σημαιοφόρος Πατούσας, αλλά αυτόν δεν τον έπαιρνε να κάνει πλάκες έτσι που γύρναγε γύρω γύρω σαν τον Κόγκα Δράκο. Ο Φώτης έβγαλε από την άλλη τσέπη τα προφυλακτικά και απείλησε να συνουσιαστεί «πρώτη φορά με φουστανελά», ενώ μετά άνοιξε τα «σαντέ» και γύρναγε γύρω γύρω στα κορίτσια προσφέροντας «τσιγαράκι, τσιγαράκι;», σε μια κίνηση που εκείνη την εποχή θα μπορούσε να συνδυάσει την τελευταία του παρέλαση με την τελευταία του μέρα στο σχολείο. Περιέργως, ίσως κι ακριβώς επειδή ήταν ο Φώτης, τη γλίτωσε. Εμείς δεν γλιτώσαμε από δαύτον, καθώς κατά τη διάρκεια της παρέλασης έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να ξεφτιλιστούμε ακόμα περισσότερο. Μέχρι που κάποια στιγμή, όταν πλησιάζαμε προς τους επισήμους κι εγώ, ως -άμοιρος- διμοιρίτης ετοιμαζόμουν να σηκώσω το χέρι για να γυρίσουν να τους κοιτάξουν, είδα μπροστά μου ένα μπαλόνι από τα φουσκωμένα «στοπ» που είχαν περισσέψει του Μαστρομανέλου. Καλύτερα να μου πέταγε το κατσαβίδι...
Το ασκέρι της παρέλασης, πίσω από τους ...ήρωες της επανάστασης, τον πιγκουίνο και τους θαμώνες των μπουζουξίδικων, συμπλήρωνε η διμοιρία των κοριτσιών, η οποία ήταν και η μοναδική που ακολουθούσε τον κανόνα της στολής παρελάσεων: λευκή μπλούζα, μπλε φούστα, μαύρα παπούτσια. Ωστόσο εκεί ήταν στραμμένα τα πιο πολλά βλέμματα. Όχι για το ομοιόμορφον της συνολικής εικόνας, αλλά γιατί η διμοιρίτισσα, η Λένα του Μπάιλα που ήταν ...δυο μέτρα παλικάρι, μαζί με τις τρεις αψηλές της πρώτης σειράς, τη Βάσω τη σεξουάλα, τη Βαγγελιώ του Σφήνα και τη Βαγγελιώ του άλλου Σφήνα (πρωτοξαδέρφη της προηγούμενης), είχαν φροντίσει από τότε να λανσάρουν τη νέα μόδα με τις κοντές φούστες στις παρελάσεις. Φάτε μάτια ...πόδια! Ως κι ο Γιωργομάκος είχε μείνει μ΄ ανοικτό το στόμα και χειροκροτούσε, λες και παρέλαυναν μπροστά του Λοκατζήδες αφού πρώτα έκαμαν το Μεγάλο Πεύκο ροκανίδια.
Η παράδοση και ο πιγκουίνος σημαιοφόρος τον μάραναν...
Μετά την παρέλαση, ακολουθούσε ...δεξίωση στην πλατεία Γεωργίου Μάκου (εννοείται πως Γιωργομάκος είχε δώσει το όνομά του στην πλατεία του δημαρχείου, ισχυριζόμενος πως πρόκειται για τιμή σε κάποιον προπάππο του οπλαρχηγό της Επανάστασης - άμα βρείτε τέτοιον σε κανένα βιβλίο, γράψτε μου). Η δεξίωση πάντα εξελισσόταν σε γλέντι, αφού οι ορχήστρες των γύφτων περίμεναν κουρντισμένες στον καφενέ του Μπάφα να σκολάσει η παρέλαση και ν΄ αρχίσει το πανηγύρι, σε μια αντιστροφή της κλασικής ηπειρώτικης ρήσης «απόλκε η εκκλησιά, σκόλασ΄ το πανηγύρ΄». Εδώ που τα λέμε, μόνο για τα πανηγύρια θα μπορούσε να είναι τέτοια παρέλαση...
Μέχρι να ξεχάσω εκείνη, την τελευταία σχολική παρέλαση, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.