Το κορίτσι και το άλογο!
Εκείνη την περίοδο ο Φώτης δούλευε(;) σε ένα κακόφημο μπαρ. Κι επειδή προφανώς έψαχνε για ...κακόφημους πελάτες, λύσσαξε να πάμε κι εμείς. Με τα πολλά, για να κάνουμε το χατίρι στον φίλο μας (λέγεται και «τραβάτε με κι ας κλαίω») και παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Δεμπασκαλά που του ξεκαθάρισε πως «δεν πας καλά», πήγαμε. Όχι όλη η παλιοπαρέα των έιτις, αφού ο Πέτρος ο Αρμένης ήταν φαντάρος στον Έβρο, ο Παππούς φοιτητής στην Αθήνα κι ο Πατούσας είχε πάει το μεγάλο ταξίδι πέρα μακριά. Μόνο εγώ κι ο Δεμπασκαλάς πήγαμε, αφού ακόμα κι ο Μαστρομανέλος με τον Πέτρο της Κουφής άκουγαν «Ουάιτ Χορς» και σταυροκοπιόντουσαν. Σαν να είχαν πέσει από το άσπρο άλογο, ένα πράμα...
Πήραμε το Ούνο του Δεμπασκαλά και πήγαμε. Ο Φώτης, ως συνήθως, σαλιάριζε στην είσοδο. Φίλαγε όλους τους θαμώνες στην είσοδο λες κι ήταν Ανάσταση. Λες κι ήταν φίλοι αδερφικοί κι ας τους έβλεπε πρώτη φορά. Τους έμπαζε μέσα, κατέβαιναν ίσαμε σαράντα σκαλοπάτια κάθετα στη γη, σαν να κατηφόριζες τη λεωφόρο της κόλασης και αντί να δεις τελικά τον Βελζεβούλη, έβλεπες διαβόλους και τριβόλους, στριμωγμένους γύρω από μια μικρή πίστα. Μιλάμε για το ανφάν γκατέ της τοπικής παρανομίας. Μέχρι κι ο Ντένης ο Αμερικάνος από το χωριό μας ήταν, που είχε φτιάξει τον ...πυρηνικό αντιδραστήρα στο υπόγειο του δικού του μπαρ και πλέον προμήθευε ουίσκια και βότκες από γεώτρηση όλα τα νυχτομάγαζα της περιοχής. Ένας κι ένας, διαλεχτοί όλοι οι πελάτες. Ο Φώτης, σοφά ποιών, μας στρίμωξε σε μια γωνία. Ο Δεμπασκαλάς είχε την πλάτη στον ένα τοίχο, εγώ στον άλλο, οι δυο μαζί είχαμε τα μάτια τέσσερα μη μας βρει κανένα κακό. Που δεν άργησε να μας βρει...
Στο διπλανό τραπέζι άναψε ένας καυγάς, επειδή κάποιος από τους θαμώνες, με μια χαρακιά στο μάγουλο από το μάτι μέχρι το πιγούνι, θεώρησε πως ένα άλλο παλικάρι, με μούσι σαν του Βελουχιώτη, κοίταγε τη δικιά του. Περιέργως, οι άντρες τα βρήκαν αμέσως, αφού ο Βελουχιώτης έριξε την ευθύνη στην γκόμενα, που «με κάρφωνε», όπως διάβασα στα χείλη του, αφού να τον ακούσω ήταν αδύνατον με τα ντεσιμπέλ του –«μείνε κοντά μου μια ζωή»- Καμπουρίδη να απειλούν τη δική μου ζωή με οριστική απώλεια ακοής. Ο Χαρακωμένος δέχθηκε την εξήγηση του Βελουχιώτη. Σαν να την ήξερε τη δικιά του, η οποία ξαφνικά έφαγε ένα φούσκο κι έσκασε ανάμεσα στα Κάπτεν Μόργκαν και τα καροτάκια που είχε φροντίσει να μας στείλει ο Φώτης: «Εσένα σου αρέσει ο Καπετάνιος, σήμερα θα αρέσει υποχρεωτικά και στον Δεμπασκαλά, γιατί ό,τι άλλο κι αν πιείτε, θα σας πιει», μου είχε πει εμπιστευτικά στο αυτί.
Όταν η ιπτάμενη γκόμενα προσγειώθηκε στο τραπέζι μας με το πρόσωπό της να στάζει ζουμιά από παντού, δάκρυα από τα μάτια, αίμα από τα ρουθούνια, σάλια από τα χείλη, μείναμε και οι δύο παγωμένοι. Κοίταξα να δω τον Φώτη, που μόλις πήρε χαμπάρι τη φασαρία κατέβηκε πέντε πέντε τα σκαλιά κι έτρεξε να βάλει τάξη. Μέσα σε δυο λεπτά όλα είχαν αποκατασταθεί. Ο ιδιοκτήτης του ευαγούς ιδρύματος είχε έρθει να μας ζητήσει συγνώμη και να ενημερώσει πως ό,τι πιούμε είναι κερασμένο (δεν ξέρω αν θα κέρναγε αν ήξερε ότι πίναμε το μοναδικό ποτό που είχε πληρώσει στην κάβα και όχι στο ...Ξέρνομπιλ το Αμερικάνου), ο Χαρακωμένος επίσης έστειλε τη συγνώμη του με άλλα δυο ποτά και μια κανάτα σφηνάκια «καμικάζι» όνομα και πράμα («ούτε να τα μυρίσετε», ενημέρωσε ο Φώτης) κι ο Βελουχιώτης αντικατέστησε τη δαρμένη στο τραπέζι του Χαρακωμένου!
Όταν ολοκληρώθηκε η υπέροχη βραδιά, στην οποία το πιο ευχάριστο τραγούδι που ακούσαμε ήταν το «πόση μοναξιά» του Μάκη, ο Φώτης μας ζήτησε να τον περιμένουμε για να γυρίσουμε μαζί πίσω. Βγήκαμε με τον Δεμπασκαλά έξω, να μας χτυπήσει λίγο ο αέρας, να ξεβουλώσουν τ΄ αυτιά και να ξεθολώσει το μυαλό που από τα πολλά Κάπτεν Μόργκαν θύμιζε τους Πειρατές της Καραϊβικής.
Χάραζε κι η ψύχρα βοήθησε να ξενερώσουμε γρήγορα, αλλά όχι τόσο ώστε να αρνηθούμε στον Φώτη την πρόταση που μας έκανε όταν εμφανίστηκε απέναντί μας, έξω από την πόρτα του «Ουάιτ Χορς», κρατώντας αγκαζέ δυο σαραντάρες. Τη μία τη λέγανε Κάτια, ήταν ζωντοχήρα, ζούσε μοναχή της σ΄ ένα σπίτι δυο τετράγωνα πιο πάνω κι αν αφήναμε στην άκρη το βάψιμο που θύμιζε τον Τζιν Σίμονς από τους Κις, ήταν καλοβαλμένη. Την άλλη, ξαδέρφη της πρώτης, τη λέγανε Βάσω κι ο Τζιν Σίμονς ήταν μπροστά της κουκλάκι ζωγραφιστό. Το χρέος ήταν πιο όμορφο από δαύτην...
«Παιδιά, πάμε μια βόλτα από της Κάτιας να πιούμε ένα ποτάκι να χαλαρώσουμε και φεύγουμε από εκεί για το σπίτι», είπε ο Φώτης, δεν μας άφησε πολλά περιθώρια και -ακολουθεί επανάληψη- για να κάνουμε το χατίρι στον φίλο μας (λέγεται και «τραβάτε με κι ας κλαίω») και παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Δεμπασκαλά που του ξεκαθάρισε πως «δεν πας καλά», πήγαμε. Μόλις μπήκαμε σπίτι κι η Κάτια έβγαλε το παλτό, είδαμε το κορμί της σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Φόραγε ένα περίεργο πουλόβερ, κλειστό σαν ζιβάγκο μέχρι το λαιμό, αλλά ορθάνοιχτο από τα πλάγια, με αποτέλεσμα να φαίνεται όλη η νεφραμιά. Η απουσία στηθόδεσμου αποκάλυπτε το καλούπι από ένα ενδιαφέρον έργο γλυπτικής (μετέπειτα …«γλειπτικής» για τον Φώτη), ωστόσο το οφθαλμόλουτρο δεν κράτησε πολύ, καθώς πριν περάσουν πέντε λεπτά κι αφού μας έδειξε που είναι τα ποτά και τα ποτήρια σαν καλή οικοδέσποινα (σιγά μη μας σέρβιρε κιόλας), η Κάτια είχε ξεμοναχιαστεί με τον Φώτη στην κρεβατοκάμαρα και αμέσως επιστρέψαμε στην ηχορρύπανση του «Ουάιτ Χορς», με τη διαφορά πως εκεί βόγκαγε ο Κώστας Μοναχός και τώρα η Κάτια.
Το ντελίριο της Κάτιας φαίνεται πως ξεσήκωσε την ...Τζιν Βάσω, που άρχισε να βάζει με το νου της και να προκαλεί εμένα και τον Δεμπασκαλά. «Δεν πας καλά» της είπε ο Δεμπασκαλάς και τραβήχτηκε μακριά, ξαπλώνοντας σε μια πολυθρόνα, με τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, τάχα γιατί νύσταζε και ήθελε να κοιμηθεί. «Δεν πας καλά», της είπα κι εγώ με δανεική ατάκα και τραβήχτηκα μακριά, ξαπλώνοντας στον καναπέ, με τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, τάχα γιατί νύσταζα και ήθελα να κοιμηθώ. «Πάω κι εγώ για ύπνο», είπε ο/η Τζιν Σίμονς και τράβηξε κατά την κουζίνα, όπου η Κάτια της είχε στρώσει ένα ντιβάνι, να κοιμάται εκεί όσες μέρες τη φιλοξενούσε. Όταν η Κάτια βόγκηξε μια μακρόσυρτη, τελευταία φορά από την κρεβατοκάμαρα, ακούστηκε από την κουζίνα η φωνή της Τζιν Βάσως: «Φώτη, έρχεσαι λίγο;». Ο Φώτης εμφανίστηκε με το σώβρακο, πέρασε από μπροστά μας, πήγε στην κουζίνα, αλλά όχι για λίγο. Σε δυο λεπτά βόγκαγε κι η Βάσω. Θα τον ακούγαμε όλο το δίσκο του Κώστα Μοναχού. Δεν ήξερα αν ο Φώτης είχε διαβάσει τον «Ζορμπά» του Καζαντζάκη -τώρα ξέρω, δεν τον είχε διαβάσει, δεν ήξερε περί «αμαρτίας να απαρνείται ένας άνδρας την αγκαλιά μιας γυναίκας»-, ωστόσο δεν άφηνε γυναίκα ανικανοποίητη. Ο ίδιος μπορεί και να θεωρούσε πως ασκεί λειτούργημα, εμείς πάντως τον θεωρούσαμε σαβουροπηδήκουλα, «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω».
Μόλις η Τζιν Βάσω βόγκηξε μια μακρόσυρτη, τελευταία φορά από την κουζίνα, ακούστηκε από την κρεβατοκάμαρα η φωνή της Κάτιας, που καλούσε πίσω τον Φώτη. Ο οποίος ξαναπέρασε μπροστά μας με το σώβρακο. Εννοείται πως ο Μοναχός ξαναβόγκηξε. Αλλά μετά από δυο-τρία βογκητά και πριν την ολοκλήρωση, ξανακούστηκε η φωνή της Τζιν Βάσως από την κουζίνα. Ο Φώτης ξαναεμφανίστηκε με το σώβρακο και πήγε κατά ΄κεί. Μοναχός δεν ακούστηκε. Βογκητό κανένα. Κάτι της έλεγε, κάτι του έλεγε, το σώβρακο του Φώτη ξαναπέρασε μπροστά μας με κατεύθυνση την κρεβατοκάμαρα. Πάλι κανένα βογκητό, λες και τέλειωσε ο δίσκος του Μοναχού. Πάλι κάτι έλεγε, πάλι κάτι του απάνταγε η Κάτια, σε λίγο εμφανίστηκε ο Φώτης με το πανταλόνι φορεμένο, το πουκάμισο στραβοκουμπωμένο και το σακάκι μισοφορεμένο. «Πάμε να φύγουμε», είπε. Καπάκι εμφανίστηκαν η Κάτια και η Τζιν Βάσω νεγκλιζέ. «Γιατί φεύγεις έτσι απότομα;», του είπαν με μια φωνή κι ο Φώτης τους έσκασε από ένα σκαμπίλι, όλο δικό τους. «Γιατί με φάγανε τα δρομολόγια», είπε και βρόντηξε την πόρτα πίσω του. Ενώ εμείς ψάχναμε τα μπουφάν μας για να τον ακολουθήσουμε, εγώ έψαχνα και λέξεις για να δικαιολογήσω ...ούτε που ήξερα τι, ενώ ο Δεμπασκαλάς, μισοκοιμισμένος ακόμα, δεν έψαχνε τίποτα. Είπε «δεν πας καλά» δεν ξέρω σε ποιον απ΄ όλους, φόρεσε το ...δικό μου μπουφάν που κολύμπαγε μέσα του, πήρα το δικό του στο χέρι και φύγαμε.
«Γιατί τις βάρεσες, ρε;», είπα στον Φώτη μόλις τον πρόλαβα κάτω στο πεζοδρόμιο. «Ρε, αυτές θέλουνε μπάτσες κι όχι με τα χέρια. Με ρημάξανε στα πέρα - δώθε. Τους έλεγα να μαζευτούμε κι οι τρεις μαζί κι έλεγαν πως ντρεπόσαντε. Λες και δεν άκουγε η μια την άλλη. Τι ντρεπόσαντε, ρε; Μπάτσες σου λέω κι όχι με τα χέρια», απάντησε ο έξαλλος Φώτης. «Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς, αλλά αυτός μας πήγε καλά με το Ούνο στα σπίτια μας...
Μέχρι να ξεχάσω τα δρομολόγια του Φώτη με το σώβρακο πέρα – δώθε και το «Ουάιτ Χορς», εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.