Άνδρας με τα όλα του
Tο αποδυτήριο του Παναθηναϊκού ήταν επί των ημερών Ομπράντοβιτς άβατο ιερό. Ομοίως και το γραφείο του ίδιου του «Ζοτς». Εκεί σχεδιάστηκαν πράγματα και θαύματα, μία αλυσίδα τίτλων που όμοιά της δεν ξανάγινε στον ελληνικό αθλητισμό.
Κάνε εγγραφή στην bet-at-home και πάρε μπόνους 50%
Στο αποδυτήριο των παικτών, δημοσιογράφοι μπήκαν μόνο τις βραδιές των θριάμβων, αφού η Ευρωλίγκα φρόντιζε να ανοίγει τις πόρτες μετά το ακαδημαϊκό 15λεπτο.
Στο γραφειάκι του Ομπράντοβιτς, όμως, δημοσιογράφος δεν πάτησε το πόδι του την ώρα της μάχης. Εκτός από μία φορά.
Ηταν 1 Ιουνίου του 2003. Στο γήπεδο του Σπόρτιγκ, το οποίο φιλοξενούσε τότε τον ξεσπιτωμένο λόγω Ολυμπιακών Αγώνων Παναθηναϊκού. Ο αγώνας με το Περιστέρι ήταν ο πρώτος ημιτελικός των πλέι-οφ της Α1. Με απ’ευθείας μετάδοση από το Supersportκαι την αφεντιά μου στο μικρόφωνο.
Το Περιστέρι έπαιξε με ελλείψεις, αλλά είχε δεμένη ομάδα, σπουδαίο προπονητή (Α.Πεδουλάκης), συγκροτημένη αγωνιστική φιλοσοφία και φλόγα που τσουρούφλιζε όποιον βρισκόταν στο δρόμο του. Κράτησε το προβάδισμα επί 39,5 λεπτά, αλλά ισοφαρίστηκε λίγο πριν το τέλος.
Ο αγώνας έμελλε να κριθεί σε δύο φάσεις. Την πρώτη τη μετέτρεψε σε εύστοχο σουτ τριών πόντων ο Μιχάλης Πελεκάνος (82-85). Στη δεύτερη, τον μιμήθηκε ο Ιμπραήμ Κουτλουάι, τη στιγμή που ακουγόταν η κόρνα της λήξης.
Μόνο που το σουτ ήταν εκπρόθεσμο. Το ριπλέι της τηλεόρασης δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία. Μόνο το «έτσι θέλω» της έδρας (ή των διαιτητών) μπορούσε να στείλει τον αγώνα στην παράταση.
Αλλά δεν είχε μπει ακόμη στη ζωή μας το “instant replay”, ούτε υπήρχε η πρακτική δυνατότητα να σκαρφαλώσουν στα ορεινά για να εξετάσουν την τηλεοπτική εικόνα οι άρχοντες του αγώνα (ακόμα και αν το ήθελαν).
Ο γυμνός οφθαλμός δεν έδινε ικανοποιητική απάντηση. Οι διαιτητές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, αλλά κανένας από τους τρεις δεν είχε εμπεριστατωμένη άποψη.
«Ρωτήστε την τηλεόραση», φώναξε ο Αργύρης Πεδουλάκης, χειρονομώντας σαν σεληνιασμένος. Πράγματι, ο Λάζαρος Βορεάδης σήκωσε το βλέμμα προς τη σκαλωσιά όπου ήταν στημένη η θέση του σχολιαστή.
Εγώ φυσικά δεν είχα καμία διάθεση να βρεθώ στο μάτι του κυκλώνα. Μόλις είδα τον Βορεάδη να με κοιτάζει, ανασήκωσα τους ώμους παριστάνοντας τον ανήξερο: «Δεν ξέρω, δεν έχω άποψη», ήταν το μήνυμά μου. Καθένας τη δουλειά του και εγώ τη δική μου. Ας βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά αυτοί που πληρώνονται για να βγάζουν κάστανα από φωτιές.
Αλλά ο Βορεάδης με ξέρει καλά, αφού γνωριζόμαστε χρόνια. Κατάλαβε προφανώς, από τη στάση μου, ότι το ριπλέι δικαίωνε το φιλοξενούμενο Περιστέρι. Ότι η εύκολη λύση θα ήταν να του πω «μετράει», για να γυρίσουμε όλοι ήσυχοι στα σπίτια μας.
«Δεν μετράει», είπε μεμιάς ο έμπειρος διαιτητής. Τελικό αποτέλεσμα, 82-85. Ήταν η ορθή απόφαση και δεν είχα κάνει το παραμικρό νεύμα, αλλά …άντε να το πεις στο αφιονισμένο πλήθος.
Στο κατάμεστο Σπόρτιγκ ξέσπασε χαλασμός. Οι νικητές έφυγαν τρέχοντας προς τα αποδυτήρια, όπως και οι διαιτητές. Και ποιος έμεινε για να παίξει το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος στα νύχια των οργισμένων οπαδών;
Ο σχολιαστής της τηλεόρασης. Αυτός που, υποτίθεται, έριξε τον κύβο!
Αυτό πίστεψαν οι φανατικοί, αυτό πίστεψε και ο Θανάσης Γιαννακόπουλος που ενορχήστρωνε από τον αγωνιστικό χώρο με γλυκόλογα και χειρονομίες την …πάνδημη επίθεση. Τον έβλεπαν οι διακόσιοι και έπαιρναν ακόμα περισσότερο θράσος.
Εμεινα έντρομος πάνω στη σκαλωσιά τουλάχιστον 40 λεπτά. Την εγκατέλειψα με συνοδεία όταν οι αστυνομικοί κατόρθωσαν να αδειάσουν το κλειστό - αλλά όχι πριν εισπράξω ορισμένα παράσημα από τους θρασύδειλους τραμπούκους που κατάφεραν να σπάσουν τον κλοιό.
Περισσότερο με προστάτευσαν οι συνάδελφοί μου (αν και κινδύνευσαν και οι ίδιοι), παρά οι αστυνομικοί. Αλλά αυτό δεν αποτελεί είδηση.
Αλλά δεν μπορούσα να φύγω από το Σπόρτιγκ. Εξω από το γήπεδο έσπασαν αυτοκίνητα και έπεσαν ψιλές ανάμεσα σε οπαδούς και άνδρες των ΜΑΤ. Ένας από αυτούς έσπασε τη λεκάνη του και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.
Και οι πιο διψασμένοι για εκδίκηση περίμεναν στην έξοδο. Τους αλήτες τους διαιτητές, τον ρουφιάνο τον σχολιαστή της τηλεόρασης, τον παλιάνθρωπο τον κομισάριο, κάποιον να πλακώσουν τέλος πάντων για να βγάλουν το άχτι τους.
Δύο άνθρωποι φρόντισαν να με προστατεύσουν εκείνο το βράδυ. Ο πρώτος ήταν ο Παύλος Γιαννακόπουλος, ο οποίος έγινε ασπίδα για να μη με πλησιάσει ο ίδιος του ο αδελφός! Σκηνικό για γέλια και κυρίως για κλάματα.
Ο δεύτερος ήταν ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Μόλις είδε τι συνέβαινε, ο προπονητής του Παναθηναϊκού άνοιξε την πόρτα του γραφείου του και με προσκάλεσε μέσα. Η πόρτα έκλεισε ερμητικά και ουδείς διανοήθηκε να την ανοίξει ή έστω να την ακουμπήσει.
Κάθισα μαζί με τον Ομπράντοβιτς –και με το Δημήτρη Ιτούδη- σχεδόν μία ώρα, όσο ο ίδιος μπαινόβγαινε για να κόψει κίνηση στους διαδρόμους.
Υπενθυμίζω ότι αυτά συνέβησαν μετά από οδυνηρή ήττα, η οποία μπορούσε να στοιχίσει στον Παναθηναϊκό το πρωτάθλημα, απέναντι σε ομάδα την οποία συγκροτούσαν οι Κούρτοβιτς, Παπαμακάριος, Πελεκάνος, Θέος, Δορκοφίκης, Γιοβανόφσκι, Γλυνιαδάκης και Χάντσον.
Άλλος στη θέση του Ομπράντοβιτς θα κλεινόταν στο άδυτό του και θα άφηνε να ανακατευτεί έξω η γαία με το πυρ.
Μιλήσαμε πολύ με τον Ομπράντοβιτς εκείνη τη μέρα. Καλύτερα να μη μεταφέρω εδώ την άποψή του για τον «υπέροχο κόσμο» όχι μόνο του Παναθηναϊκού αλλά και των άλλων ελληνικών ομάδων. Ή για ορισμένα στελέχη της τότε διοίκησης της ΚΑΕ.
Όταν ο «Ζοτς» γράψει τα απομνημονεύματά του από την Ελλάδα, είναι βέβαιο ότι θα καυτηριάσει σε περίοπτη θέση αυτό που τον ενοχλούσε στη χώρα μας όσο τίποτε άλλο: την παντοκρατορία της χουλιγκαναρίας και τις υποκλίσεις όλων μας –πλην Λακεδαιμονίων- σε αυτήν.
Ακόμα και αν σταματήσει αύριο την καριέρα του, ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς θα παραμείνει για πάντα ένα ζωντανό τοτέμ του Παναθηναϊκού, του σερβικού μπάσκετ, του μπάσκετ, του αθλητισμού γενικότερα.
Φεύγοντας από την Ελλάδα αφήνει πίσω του μόνο φιλίες και συμπάθειες, παρά τα ελαττώματά του και ανεξάρτητα από οπαδικές προτιμήσεις.
Ή μήπως δεν είναι έτσι; Θα τον καλωσορίζατε με ανοιχτές αγκάλες στο λιμάνι εσείς οι φίλοι του Ολυμπιακού, ναι ή όχι;
Παρ’όλο που ακούγεται κάπως βαρύς ο αφορισμός, δεν είναι λάθος αν πούμε ότι ο Ομπράντοβιτς μας έμαθε (ακόμα καλύτερα το) μπάσκετ.
Αλλά εμένα δεν με ενδιαφέρουν αυτά. Μου αρκεί η προθυμία και η θέληση με την οποία ο Ομπράντοβιτς άφησε στην άκρη τη σκασίλα του και τα νεύρα της στιγμής για να προστατεύσει έναν άνθρωπο που κινδύνευε.
Χωρίς ίχνος υπερβολής, με διέσωσε από άσχημο μπελά εκείνο το βράδυ στο Σπόρτιγκ, χωρίς να με γνωρίζει προσωπικά όσο με γνωρίζει τώρα.
Μπορεί κατά βάθος να πίστευε και ο ίδιος ότι το επίμαχο καλάθι ακυρώθηκε κατόπιν …δικής μου υπόδειξης. Το ξεπέρασε και αυτό. Άλλος στη θέση του θα με έβλεπε σαν εχθρό.
«Καλά να πάθει το κωλόπαιδο», θα έλεγε. Ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε, αλλά ονόματα φανταζόμαστε. Εύκολα.
Ο Πεδουλάκης μου τηλεφώνησε το ίδιο βράδυ και μου ζήτησε συγγνώμη που με «έδειξε» από τον αγωνιστικό χώρο δίχως να σκεφτεί τις πιθανές συνέπειες. Το ίδιο και ο Βορεάδης.
Το Περιστέρι είχε μία χρυσή ευκαιρία για να πετάξει έξω τον Παναθηναϊκό και να του στερήσει τα σκήπτρα όπως του τα στέρησε το 2002 η ΑΕΚ, αλλά έχασε εντός έδρας το δεύτερο παιχνίδι (όπου πρωταγωνιστής ήταν ο Άριελ ΜακΝτόναλντ) και τελικά αποκλείστηκε με 2-1.
Οι «πράσινοι» κατέκτησαν το πρωτάθλημα του 2003 με 3-1 επί της σπουδαίας ΑΕΚ (Ζήσης, Ντικούδης, Χατζής, Μπουρούσης, Μπλέικνι, Ταπούτος, Αντιτς) στους τελικούς. Ο Ολυμπιακός του Σούμποτιτς τερμάτισε μόλις 4ος, πίσω από το Περιστέρι.
Οι καιροί άλλαξαν, τα χρόνια πέρασαν, το επεισόδιο κλειδώθηκε στο ντουλάπι της λήθης, αλλά ο σεβασμός μου προς τον άνθρωπο Ομπράντοβιτς δεν ελαττώθηκε ούτε στο ελάχιστο. Είναι σπαθί και άνδρας με τα όλα του.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.