Εφιάλτης στις 10 το πρωί
Ηταν Τρίτη, 30 Ιουλίου 1996. Πρωί, στην Ατλάντα. Πολύ πρωί. Δέκα η ώρα. Μα παίζεται μπάσκετ στις 10 το πρωί, με τα αυγά και τα πανκέικς στον οισοφάγο;
Οσοι θέλησαν να παρακολουθήσουν τον προημιτελικό του Ολυμπιακού τουρνουά μπάσκετ μεταξύ Ελλάδας-Λιθουανίας χρειάστηκε να σηκωθούν από τις 8, αν όχι νωρίτερα.
Για τον Έλληνα δημοσιογράφο που κάλυπτε τους Αγώνες, αυτό ήταν καταστροφή. Τρεις ώρες ύπνος, σκάρτες, μετά από 15ωρο εξοντωτικής δουλειάς. Όπως και τα προηγούμενα βράδια. Και τα επόμενα. Η διαφορά της ώρας σε συνδυασμό με τον όγκο της δουλειάς μας άλλαζε τον αδόξαστο.
Μάλιστα είχαν προηγηθεί δύο απανωτές ολονυχτίες λόγω της βομβιστικής επίθεσης στο Ολυμπιακό Πάρκο της πόλης. Η τρομοκρατική ενέργεια συνέβη την ίδια ώρα που η ελληνική αποστολή γιόρταζε το χρυσό μετάλλιο του Πύρρου Δήμα σε γειτονικό μπαρ.
Οι δύο απεσταλμένοι που μέναμε στο θρυλικό για τα "κομφόρ" του Days Inn Clairmont, εγώ και ο Σκουντής δηλαδή, κοιμόμασταν μέσα στο ευρύχωρο ταξί που μας πήγαινε και μας έφερνε στην πόλη.
Ο οδηγός, ένας μαύρος κύριος στα 50 του, μάς είχε μάθει και φρόντιζε να κάνει ησυχία στα δρομολόγια. Ξυπνούσε τα δύο «πτώματα» του πίσω καθίσματος μόλις έφτανε στον προορισμό μας και ούτε δευτερόλεπτο νωρίτερα.
Προημιτελικός στις 10 το πρωί. Επειδή έτσι άρεσε στους διοργανωτές. Και στην ίδια την Εθνική μας.
Δεν είναι τρόπος του λέγειν. Η ελληνική ομάδα είχε επιλέξει αντίπαλο, όπως έκανε τόσες και τόσες φορές πριν το πολυσυζητημένο «ανδραγάθημα» του 2010 στην Άγκυρα. Είναι πολύ παλιό αυτό το έθιμο. Κρατάει από το ’94 και …βγάλε.
Τότε η Εθνική ήθελε να αποφύγει την Κροατία, στα χέρια της οποίας είχε μαρτυρήσει τέσσερα συνεχόμενα καλοκαίρια (1992-95). Ο αγώνας με τους Αυστραλούς αντιμετωπίστηκε ως φιλικό και, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, άφησε πληγές.
Το τελικό 62-103 ήταν μία από τις πιο βαριές ήττες στην ιστορία της Εθνικής. Ηθελημένη, αλλά συντριπτική και ασήκωτη. Ο προημιτελικός που ακολουθούσε βρήκε τους Ελληνες διεθνείς με κατεβασμένα μούτρα.
Και τους Λιθουανούς με ακονισμένα νύχια.
Ευτυχώς για τον ταλαιπωρημένο μου οργανισμό, δεν είχα δουλειά εκείνο το πρωινό στο Τζόρτζια Ντομ. Το μπάσκετ το κάλυπτε εξ ολοκλήρου για την Ελευθεροτυπία ο Φίλιππος Συρίγος, οπότε η δική μου αρμοδιότητα άρχιζε από το κολύμπι, τελείωνε στο στίβο και περνούσε από …όλα τα υπόλοιπα.
Ηθελα, όμως, να δω το ματς και να συμπαρασταθώ στην Εθνική. Ο έρωτας δεν κρύβεται. Ούτε η νύστα.
Μπήκα στο γήπεδο με μικρή καθυστέρηση και έχασα το εναρκτήριο τρίλεπτο. Πριν καθίσω στη θέση μου, κοίταξα το ταμπλό. «Lithuania 12, Greece 3»!
Μέχρι να ψελλίσω τη λέξη «καταστροφή», ο Σαμπόνις είχε καρφώσει τη μπάλα στα μούτρα του Φασούλα και η διαφορά έφτανε τους 15 πόντους. Ο Μάκης Δενδρινός ζήτησε τάιμ-άουτ. Η ομάδα έδειχνε κιόλας νικημένη.
Εγειρα μπροστά και χρησιμοποίησα το μπράτσο μου για μαξιλάρι. Με ξύπνησε από το λήθαργο η κόρνα που σήμανε τη λήξη του πρώτου ημιχρόνου. Το σκορ είχε φτάσει στο 45-19.
Αλλαξα πλευρό. Ο εφιάλτης ολοκληρώθηκε με νουμεράκια που ζαλίζουν: 66-99. Ο πρώτος Ολυμπιακός προημιτελικός στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ ήταν αληθινή πανωλεθρία.
Μήπως τελικά ήταν προτιμότερο το ζευγάρωμα με την Κροατία, από μία μετωπική σύγκρουση με την ταξιαρχία των Σαμπόνις, Μαρτσουλιόνις, Κουρτινάιτις, Καρνισόβας, Στομπέργκας;
Στο δικό τους προημιτελικό, οι αυτοκαταστροφικοί Κροάτες κατόρθωσαν να χάσουν από την Αυστραλία και να βρεθούν (μαζί με την αφεντιά μας) στον Όμιλο 5-8.
Η παρέα των Κούκοτς, Ράτζα, Βράνκοβιτς ξέμεινε τελικά στην 7η θέση, ενώ η Εθνική μας τερμάτισε στην 5η, με θρίαμβο 92-71 επί της Βραζιλίας στο αποχαιρετιστήριο ρεσιτάλ του Παναγιώτη Γιαννάκη και του Όσκαρ Σμιτ.
Ο Γιώργος Σιγάλας πέτυχε 35 πόντους σε εκείνον τον αγώνα, ρεκόρ καριέρας δηλαδή, αλλά οι προβολείς έπεσαν στο «δράκο».
Ο 37χρονος αρχηγός έβγαλε τη μπλε φανέλα με τον αριθμό 6, την ακούμπισε σε μία καρέκλα στα αποδυτήρια του «Τζόρτζια Ντομ» και έκανε τους τοίχους να ραγίσουν με τον αποχαιρετιστήριο λόγο του.
Λίγους μήνες αργότερα, έμελλε να επιστρέψει στην αγαπημένη του ομάδα, ως πρώτος προπονητής της.
Την επόμενη διετία, η Εθνική συνέχισε τις υψηλές πτήσεις, αλλά έχασε μετάλλια λόγω της πατροπαράδοτης «κατάρας των μικρών τελικών»: 4η στο Ευρωμπάσκετ του 1997 στη Βαρκελώνη, 4η και στο Παγκόσμιο του 1998 στην Αθήνα.
Μετά το «αντίο» του Παναγιώτη Φασούλα και του Φάνη Χριστοδούλου, ακολούθησε το στραπάτσο της Ντιζόν (1999) και ο αποκλεισμός από τους Αγώνες του Σίντνεϊ (2000).
«Τετέλεσται», είπαν οι πιο βιαστικοί. «Μέχρι εδώ ήταν».
Αμούστακη ακόμη, η γενιά των Παπαλουκά, Φώτση, Διαμαντίδη, Ζήση, Κακιούζη, Παπαδόπουλου, Σπανούλη, Χατζηβρέττα, Ντικούδη, Τσαρτσαρή εποφθαλμιούσε ήδη το δαχτυλίδι της διαδοχής. Η Ελλάδα είχε ήδη αναλάβει τους Αγώνες του 2004 και η επιστροφή της ομάδας μπάσκετ στο Ολυμπιακό προσκήνιο ήταν δεδομένη.
Την ελληνική ομάδα στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα συγκροτούσαν οι Γιαννάκης, Παταβούκας, Μπακατσιάς, Κακιούσης, Σιγάλας, Χριστοδούλου, Αλβέρτης, Παπανικολάου, Οικονόμου, Αγγελίδης, Φασούλας, Ρεντζιάς.
Η τρίτη κατά σειρά εμφανίσεως «Ντριμ-Τιμ» των ΗΠΑ κέρδισε το χρυσό μετάλλιο με Πέιτον, Στόκτον, Χάρνταγουεϊ, Ρίτσμοντ, Μίλερ, Πίπεν, Χιλ, Μπάρκλεϊ, Μαλόουν, Ολάζουον, Ρόμπινσον, Ο’Νηλ και προπονητή τον Λένι Ουίλκενς.
Το ασημένιο κατέληξε στη Γιουγκοσλαβία του Ζέλικο Ομπράντοβιτς και των Τζόρτζεβιτς, Ντανίλοβιτς, Πάσπαλι, Μποντίρογκα, Ντίβατς, Σάβιτς, Ρέμπρατσα, Τομάσεβιτς και το χάλκινο στους Λιθουανούς.
- Στο επόμενο σημείωμα θα θυμηθούμε μαζί τον δεύτερο από τους τρεις τραυματικούς προημιτελικούς: Ελλάδα-Αργεντινή, το 2004 στο φλογισμένο ΟΑΚΑ.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.