Δεν ξέρουμε που πάμε, αλλά είμαστε καθ’ οδόν
Όταν το 1974 το ΠΑΣΟΚ μπήκε δυναμικά στη Βουλή με το διόλου ευκαταφρόνητο για πρωτοεμφανιζόμενο κόμμα ποσοστό του 13,6%, εκείνο που γοήτευσε τα «αντιστασιακά» ώτα του εκλογικού σώματος, ήταν η αντι-ευρωπαϊκή και αντι-αμερικανική ρητορική του Μεγάλου Προφήτη Ανδρέα. Απαντώντας στον Κωνσταντίνο Καραμανλή εντός Κοινοβουλίου, που είπε ότι «ασφαλώς ανήκωμεν εις την Δύσιν» ο Ανδρέας υπερήφανα και εν μέσω χειροκροτημάτων από την Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ ανεφώνησε το ιστορικό «προτιμούμεν να ανήκωμεν εις τους Έλληνας». Πλέον ήταν θέμα χρόνου.
Ο Ανδρέας στοχοποιεί την ηγεσία της εαμογενούς αριστεράς για μετριοπάθεια, υιοθετεί αντιδεξιό λόγο και σκληρές -στα όρια του εθνικισμού- θέσεις σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ταυτόχρονα κατακεραυνώνει τη συντηρητική καραμανλική διακυβέρνηση για την υποταγή της στα δυτικά κελεύσματα. Στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1977, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ είναι θεαματική, ο λαός επιβραβεύει τις σκληρές θέσεις και το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ σχεδόν διπλασιάζεται: 25,4% και 93 έδρες. Το ΠΑΣΟΚ είναι πια Αξιωματική Αντιπολίτευση και εισάγει στο πρόγραμμά του σοσιαλιστικές αναφορές για μια Ελλάδα που μοιάζει έτοιμη μετά από 7 χρόνια στο γύψο να περάσει στην εποχή της κοινωνικής απελευθέρωσης και της λαϊκής κυριαρχίας.
Ο κόσμος είναι ερωτευμένος με τον Ανδρέα, για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση αισθάνεται ότι οι πολιτικοί δεν είναι κάτι ξένο και με το παλάτι εκτός νυμφώνος, τα λαϊκά στρώματα είναι έτοιμα για τη μεγάλη ρεβάνς. Η νίκη είναι συντριπτική, η «Αλλαγή» δεν συντελείται μόνο στο πολιτικό σκηνικό αλλά και στην ελληνική κοινωνία γενικότερα. Τα ΜΜΕ εκτός Ελλάδος και οι κοινοτικοί εταίροι, πολλές φορές βράζουν με τις εξτρεμιστικές τοποθετήσεις του Ανδρέα, είναι αδύνατον όμως να σταματήσουν την ορμή του ελληνικού λαού που θέλει «Εδώ και τώρα Αλλαγή». Για πρώτη φορά οι Έλληνες πείθονται ότι θα ακουμπήσουν την εξουσία, για πρώτη φορά η αριστερά αισθάνεται ότι θα απενοχοποιηθεί και θα αναγνωριστεί σε ένα κράτος που δεν έχει αποβάλλει ακόμη τις πληγές του Εμφυλίου, πόσω μάλλον τις ακόμη πρόσφατες πληγές της επταετίας.
Στις 18 Οκτωβρίου του 1981 η νίκη του ΠΑΣΟΚ είναι τόσο συντριπτική και αναμενόμενη, που ο ίδιος ο Καραμανλής έχει αποσυρθεί από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, στέλνοντας το Γεώργιο Ράλλη στην Προεδρία του κόμματος, προκειμένου να μην χρεωθεί ο ίδιος ο ιδρυτής της παράταξης τη συντριβή. Σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες ψηφίζει Ανδρέα, πάνω από 2,7 εκατομμύρια άνθρωποι δίνουν στο ΠΑΣΟΚ το εκπληκτικό 48% και τη σαφέστατη εντολή να «αλλάξει» τη χώρα. Στη Δύση υπάρχει ανησυχία, γιατί είναι αδύνατον να προσδιοριστεί η πολιτική προέλευση του εκπληκτικού ποσοστού με το οποίο ο Ανδρέας θριαμβεύει. Το ΠΑΣΟΚ εκτός το μεσαίο χώρο, λεηλατεί και το αριστερό ρεύμα της μεταπολίτευσης, ενώ πείθει ακόμη και κεντροδεξιούς να το ακολουθήσουν, κάνοντας την πολιτική ανάλυση του αποτελέσματος μη επεξηγήσιμη.
Η Ελλάδα γιορτάζει, το ΠΑΣΟΚ προχωρά άμεσα σχεδόν στην εκπλήρωση των προεκλογικών του δεσμεύσεων και σταδιακά κρατικοποιεί επιχειρήσεις, ικανοποιώντας τα λαϊκά στρώματα που ανέκαθεν στοχοποιούσαν τα ελιτιστικά «τζάκια» της ελληνικής κοινωνίας. Από την αρχή της διακυβέρνησης της «Αλλαγής» επιτυγχάνεται συμφωνία με την ΕΟΚ (πάει περίπατο το «έξω από την ΕΟΚ» και το θρυλικό «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο») αφού ο Ανδρέας κατορθώνει να εξασφαλίσει πληθώρα κονδυλίων και να εντάξει τη χώρα στα Μ.Ο.Π. που από το 1986 θα έκαναν το χρήμα να ρέει άφθονο. Έξυπνος γαρ, μοιράζει αφειδώς αυξήσεις στους ονομαστικούς μισθούς του Δημοσίου, το οποίο γιγαντώνεται. Ο λαός κοιτάζει πόσα παίρνει στο χέρι και δεν τον αφορά (ή δεν καταλαβαίνει) ότι η αύξηση δεν έχει αντίκρυσμα αφ’ ης στιγμής υπάρχει παράλληλη αύξηση πληθωρισμού.
Η πολυπόθητη ρήξη με τη Δύση δεν έχεται ποτέ, οι «Βάσεις του θανάτου» όχι απλώς παραμένουν, αλλά το 1983 υπογράφεται η ανανέωση της σύμβασης με την αμερικάνικη Κυβέρνηση, γεγονός που πέρασε σε δεύτερη μοίρα, αφού την ίδια χρονιά ο Ανδρέας έχει προχωρήσει στην πρώτη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος πλήττοντας την αγοραστική δύναμη της αγοράς στα εισαγόμενα προϊόντα. Στο εσωτερικό όμως όλα πάνε καλά, ο Ανδρέας έχει φροντίσει να ικανοποιήσει το λαϊκό αίσθημα με -ορθές- κινήσεις όπως η κατάργηση της Χωροφυλακής, η προσπάθεια της Εθνικής Συμφιλίωσης μέσω της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης και κυρίως ο εκσυγχρονισμός του απαρχαιωμένου νομικού πλαισίου της χώρας με αναγκαίες κινήσεις αστικού χαρακτήρα, όπως η ισότητα των φύλων, η αποποινικοποίηση της μοιχείας, η καθιέρωση του πολιτικού γάμου και το δικαίωμα ψήφου αμά τη ενηλικιώσει.
Αυτές οι μεταρρυθμίσεις του Ανδρέα, είναι και εκείνες που πνίγουν την οποιαδήποτε αντιπολιτευτική φωνή εν τη εμφανίσει της. Η αποσκίρτηση από το ΝΑΤΟ μετατρέπεται σε «κάθετη διαφωνία με τη συνθήκη Ρότζερς», η έξοδος από την ΕΟΚ γίνεται «διαφύλαξη των εθνικών συμφερόντων» και η ρήξη με τους Ευρωπαίους προσδιορίζεται ως «επιδίωξη που θα επιτευχθεί μέσω δημοψηφίσματος που σέβεται τις συνταγματικές διαδικασίες». Η χώρα δεν διαμαρτύρεται και ζει σε ρυθμούς απενοχοποίησης, σε ρυθμούς ενός ιδιότυπου σοσιαλισμού ελληνικής πατέντας. Οι κακοί δυτικοί είναι καλοί αφού μας δανείζουν, εμείς γλεντάμε την «Αλλαγή» και αποκτάμε τη νοοτροπία του βολέματος, της «σιγουριάς του Δημοσίου» και της επίπλαστης κοινωνικοοικονομικής ελευθερίας, «στην υγεία των κορόιδων». Το δημόσιο είναι πάντα εκεί για τον Έλληνα πολίτη, είναι εκεί όταν οι προβληματικές επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο, είναι εκεί όταν η κεφαλαιοκρατία απολύει τους υπεράριθμους προκειμένου να καταστεί βιώσιμη η εταιρεία. Το δημόσιο είναι το απόλυτο δίχτυ ασφαλείας του Έλληνα.
Ουδείς είναι σε θέση να αντιληφθεί το πρόβλημα, όλοι εκλαμβάνουν την κυβερνητική πολιτική σαν την πρώτη προσπάθεια ρεαλιστικής αντιμετώπισης της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Ο Ανδρέας έχει καταφέρει να λειάνει τις γωνίες και κόψε-ξύσε να μετατρέψει το τετράγωνο σε κύκλο. Η δημοσιονομική πολιτική παρουσιάζεται σαν «επεκτατική» και η οικονομική κρατική επιθετικότητα ερμηνεύεται σαν μονόδρομος ανάπτυξης. Τα αποτελέσματα δεν είναι τα προσδοκώμενα, εντός διετίας παρίσταται ανάγκη νέας υποτίμησης της δραχμής, αλλά η «φιλική» προς τους συνδικαλιστές πολιτική αποδίδει καρπούς. Ουδείς από την κύρια μάζα ανθίσταται, ακόμη και σε «περίεργες» τροπολογίες όπως εκείνη του ν.1365/83 που ουσιαστικά καθιστούσε νόμιμη την απαγόρευση της απεργίας. Ο μεταρρυθμιστικός μαξιμαλισμός του Παπανδρέου, έχει οδηγήσει στις πρώτες διασταλτικές ερμηνείες της πολιτικής του και έχει μπερδέψει κατά μεγάλο ποσοστό την Αριστερά που μοιάζει παγιδευμένη ανάμεσα στη Σκύλλα του συντηρητισμού και τη Χάρυβδη του πασοκικού ιδεολογικού αχταρμά.
Η χώρα έχει προοδεύσει, αλλά το έκανε κοντόφθαλμα, με τον εντελώς λάθος τρόπο. Αγνοούσε βασικές οικονομικές έννοιες, αδιαφορούσε για επιπτώσεις και συνέπειες του δημόσιου υδροκεφαλισμού και αδυνατούσε να διαχειριστεί μεταρρυθμίσεις στη δημόσια υγεία (ΕΣΥ) ή την εκπαίδευση (Νόμος Πλαίσιο) που εάν εφαρμόζονταν σωστά θα της επέτρεπαν να προάγει τις επενδύσεις και να στηρίξει την ιδιωτική πρωτοβουλία. Επελέγη ο εύκολος δρόμος, εκείνος της κρατικής ομπρέλας και του ευτελισμού του δημοσίου. Οι δημόσιες δαπάνες από το (επίσης καταστροφικό) 30% του ΑΕΠ το 1980, αγγίζουν το 50% με τη διακυβέρνηση Παπανδρέου. Η Δύση έχει γίνει πλέον διστακτική και δεν δανείζει αφειδώς όπως τα πρώτα χρόνια της «Αλλαγής», με αποτέλεσμα η Κυβέρνηση να στραφεί στον εσωτερικό δανεισμό και τις υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες.
Δεν αργεί η πρώτη πολιτική «αναδίπλωση» και οι πρώτες φωνές για «προσαρμογή στην πραγματικότητα». Οι Εκλογές του ’85 διεξάγονται σε κλίμα απόλυτης πόλωσης μετά την επιλογή Σαρτζετάκη και η «Αλλαγή» έχει περάσει σε δεύτερο πλάνο αφού προτάσσεται η Συνταγματική Αναθεώρηση και η πτώση του καραμανλισμού. Η Αριστερά σε πολιτικό δείχνει να ανασυντάσσεται, αλλά και πάλι μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της στηρίζει Ανδρέα. Η νίκη δεν είναι εμφατική όπως το 1981, αλλά είναι σαφής και διδακτική για την πολιτική ιστορία του τόπου. Ο Ανδρέας υπόσχεται πλήρη αποδεξιοποίηση της κοινωνίας (ανέκαθεν η αναγωγή στο θυμικό εξυπηρετούσε) και λαοπλάνος ων, μοιράζει υποσχέσεις και λεφτά. Ο λαός στηρίζει γιατί είναι πολύ νωπές οι μνήμες και ο σκοταδισμός του φακελλώματος και του διαχωρισμού των πολιτών σε α’ και β’ διαλογής. Το ΠΑΣΟΚ μένει στην εξουσία για τους λάθος λόγους και η Οικονομία είναι στα σχοινιά.
Αυτό που ακολουθεί τη μεγάλη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις Εκλογές του Ιουνίου του 1985 δεν έχει προηγούμενο στη νεότερη οικονομικοπολιτική ιστορία της Ελλάδας. Ο Ανδρέας υπό το βάρος των σκανδάλων και της παροιμιώδους ραστώνης του ελληνικού λαού, προχωρά σε διαδοχικούς ανασχηματισμούς του κυβερνητικού σχήματος (έχει το ρεκόρ μέχρι και σήμερα με επτά ανασχηματισμούς) επιδίδεται σε «τσαμπουκάδες» με τους Τούρκους, κάνει ακατανόητα ανοίγματα στην εξωτερική πολιτική (από Καντάφι μέχρι Ορτέγκα) και καταφεύγει σε λαϊκισμούς και στις τόσο αγαπημένες στο λαό θεωρίες συνωμοσίας, για να καλύψει την ελλειματική πολιτική και να δικαιολογήσει το «τέρας» που εξετράφη στο συμβόλαιο που είχε υπογράψει με το λαό. Ακόμη και το σκάνδαλο της Τράπεζας Κρήτης, είναι ένα «οργανωμένο σχέδιο των ξένων κύκλων για να πλήξουν την Ελλάδα και την πορεία της», μια συνωμοσία των Δυτικών που ξαναέγιναν κακοί και ευθύνονται για την αλλαγή πλεύσης και τη λιτότητα. Η φοβισμένη Ελλάδα της μεταπολίτευσης που επιζητούσε επιτακτικά την «Αλλαγή» έχει μετατραπεί σε Ελλάδα της διαφθοράς, του νεοπλουτισμού και της κατάρρευσης των αξιών.
Αποσβολωμένη η χώρα παρακολουθεί τις εξελίξεις, μια χώρα που φωνάζει ότι «εξαπατήθηκε» και απεμπολεί τις ευθύνες της. Μια χώρα που έκανε το ρουσφέτι δεύτερη φύση της, μια χώρα που εξέθρεψε συνδικαλιστές και τους εξέλεξε στο Κοινοβούλιο, μια χώρα που η μόνιμη επωδός των γονέων στα παιδιά τους που έβγαιναν στην παραγωγή, ήταν η φράση «στο Δημόσιο που είναι σίγουρο». Κανείς δεν ασχολείτο με το οικονομικό σκέλος, κανέναν δεν ενδιέφερε το δημοσιονομικό έλλειμμα και το κρατικό τέρας. Το ενδιαφέρον μονοπωλούσε η «δίκη του αιώνα» και η απόδοση ευθυνών γενικά και αόριστα. Ούτε τότε μπορούσε να αποφασίσει ο λαός και να αναλάβει τις ευθύνες του, ούτε τότε υπήρχε η παρρησία να παραδεχθούμε ότι εν γνώσει μας κάναμε κακό στο σύνολο και βυθίσαμε τις επόμενες γενιές στο οικονομικό χάος και την ανυποληψία. Άλλωστε «οι άλλοι κλέψανε περισσότερα» και «δεν ζητούσαμε εμείς αύξηση, το κράτος μας τα έδινε». Σε εκείνο το Ειδικό Δικαστήριο την πλήρωσε τελικά με το χειρότερο τρόπο χάνοντας τη ζωή του μόνο ο Μένιος Κουτσόγιωργας.
Ένας ολόκληρος λαός, αντί να ασχολείται με τα πραγματικά προβλήματα της καθημερινότητάς του, κρυβόταν πίσω από τα πρώτα ψήγματα gossip και σχολίαζε το love affair Ανδρέα-Δήμητρας που κατέληξε και σε γάμο, δύο μόλις μήνες πριν την παραπομπή των εμπλεκομένων πολιτικών προσώπων από την Ειδική Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής της συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας-Συνασπισμού της Αριστεράς. Η χώρα γονάτισε, το περιοδικό TIME μιλούσε ανοιχτά για λεηλασία και ο λαός χωριζόταν ακόμη μια φορά στα δύο. Άνθρωποι που ευεργετήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι ο Ανδρέας γνώριζε, ακόμη και σήμερα ορκίζονται ότι όλα ήταν ένα σχέδιο ανατροπής, μια οργανωμένη επίθεση των «ξένων κέντρων» στον άνθρωπο που μας έδωσε ψωμί, στον άνθρωπο που έβγαλε τη χώρα από τη φτώχεια και το σκοταδισμό και την οδήγησε στην ανάπτυξη και την ευημερία. Δεν υπάρχει μέση κατάσταση: είτε είναι λεηλασία είτε συνωμοσία. Η Ελλάδα δεν μπορεί να δει καθαρά ούτε τότε.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Κυβέρνηση Μητσοτάκη, σχέδιο αποκρατικοποιήσεων, για πρώτη φορά αναφορά στη Βουλή για διαφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Μακεδονικό, Κολλάς, Σταμούλος, κόντρα με τα συνδικάτα και μόλις μια τριετία μέχρι να επιστρέψει ο αποκαμωμένος Ανδρέας στην εξουσία. Η χώρα έχει ποτιστεί με τη νοοτροπία του «εμείς Vs οι άλλοι» επιχαίρει με τακτικές αυριανισμού και έχει υποδεχθεί την «αλλαγή σελίδας» με νεωτερισμούς όπως η ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση, έχει απενοχοποιήσει το sex και προετοιμάζεται για την εποχή του ΚΛΙΚ και της επίδειξης πλούτου. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι ίσως κάποτε μας ζητήσουν το λογαριασμό, κανείς δεν διανοείται ότι η «ωραιότερη χώρα του κόσμου», η μοναδική χώρα στον πλανήτη που έχει στο λεξιλόγιό της τη λέξη «φιλότιμο», θα κληθεί από αυτούς που τρώγανε βελανίδια πάνω στα δέντρα να επιστρέψει τα δανεικά. Η ασυδοσία και ο νεοπλουτισμός που επιδεικνύει ο ελληνικός λαός τη δεκαπενταετία 1994-2009 είναι πρωτοφανείς.
Επαρχιωτισμός, ψευτο-lifestyle, blue chips στο χρηματιστήριο, επιδοτήσεις και κοινοτικά πακέτα στα μπουζούκια, στα Cayenne και στη Μύκονο. Τα σκάνδαλα πληθαίνουν, η εθνική υπερηφάνεια στα ύψη με τους «καλύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες ever», κάθετι λογικό και συνετό στο περιθώριο, αφού οι Έλληνες εξέλιξαν τη μαγκιά και μετέτρεψαν το ΠΑΣΟΚ από Κίνημα σε τρόπο ζωής. Κάποια στιγμή πρέπει να παραδεχθούμε ότι για όλα αυτά δεν φταίει (μόνο) το ΠΑΣΟΚ και δεν είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου ο πατέρας όλων των δεινών. Κάποια στιγμή πρέπει να βρούμε την παρρησία και να αναλογιστούμε τις δικές μας τις ευθύνες για το χάλι που παραδώσαμε στις γενιές που εμείς μεγαλώσαμε χωρίς να τους λείψει τίποτα. Γενιές που δεν έχουν στερητικά σύνδρομα, ούτε ενοχές από το αμαρτωλό παρελθόν το δικό μας. Αυτόν τον κόσμο τους δείξαμε, αυτόν ξέρουν και γι’αυτό το σοκ ήταν μεγαλύτερο από το δικό μας. Διότι αν συνεχίσουμε με το moto «δεν ξέρουμε που πάμε αλλά είμαστε καθ’ οδόν», τότε είναι βέβαιο ότι θα καταλήξουμε στον αγύριστο.