Οι Κυριακές του Ρίνγκο, της Γαβριέλας, του Μήτρογλου...

Οι Κυριακές του Ρίνγκο, της Γαβριέλας, του Μήτρογλου...
Το gazzetta.gr υποδέχεται στην ομάδα του τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη. Λέγεται κι αλλιώς: Όταν η μπάλα συνάντησε τον κινηματογράφο. Τους ενώνει άλλωστε ένα κοινό. Η τέχνη.

Πολλοί ίσως αναρωτηθούν τι θέση έχει ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης σε μια αθλητική ιστοσελίδα. Την... απλή εξήγηση δίνει ο διευθυντής του gazzetta.gr Βασίλης Παπαθεοδώρου:

Ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης είναι ο μόνος Έλληνας που δίνει το παρών επί 21 χρόνια στις απονομές των Όσκαρ. Το gazzetta.gr είναι το portal που εμπιστεύονται οι περισσότεροι Έλληνες για την ενημέρωσή τους. Ήταν λοιπόν, σχεδόν καρμικό να σμίξουν οι δρόμοι μας.

Θα αναρωτηθείτε, δικαίως: Και τι θα γράφει σε ένα site με αθλητικές ειδήσεις; Όπως θα έχετε διαπιστώσει, εδώ και ενάμισι χρόνο, το gazzetta.gr δεν είναι ένα site που έχει μόνο αθλητικές ειδήσεις, αλλά ό,τι τραβάει η όρεξη ενός αναγνώστη. Κι ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης - ένας από τους ελάχιστους κριτικούς κινηματογράφους που δεν είναι της ψευτοκουλτούρας - για αυτό είναι εδώ. Για να γράφει για ό,τι του αρέσει και ό,τι αρέσει και σε εσάς. Για ταινίες, για σινεμά, για όσκαρ, χρυσές σφαίρες. Και για μπάλα άμα λάχει! Δεν ξέρει, λέτε;

Ακολουθεί αληθινός διάλογος, την επομένη του Άντερλεχτ-Ολυμπιακός:

 
  • Ο Μήτρογλου δεν θα έπαιρνε το όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου χθες;

  • Όχι.

  • Γιατί όχι;

  • Γιατί του πρώτου ανδρικού ρόλου ανήκει στον Ρομπέρτο. Τόσες φορές κατέβασε τα ρολά! Ο Μήτρογλου θα έπαιρνε β' ανδρικού ρόλου σε αυτό το παιχνίδι.

  • Γκλουπ...

Αρκετά όμως με τα trailer. Ώρα να ξεκινήσει η... οσκαρική μας ταινία. Ο λόγος στον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη...

Η ΠΡΕΜΙΕΡΑ του Παναγιώτη Τιμογιαννάκη

«Η παρέα/ στην οδό Αχαρνών/για μια τσάρκα/ των 80 δραχμών/ και στην πόρτα/ το κόκκινο το φως»

Ειλικρινά, δεν ξέρω γιατί κυριακάτικα μού ξύπνησε τόσο έντονα αυτός ο στίχος ενός παλιού τραγουδιού του υιού Καλδάρα, του Κώστα, το οποίο αναφέρεται στην Γαβριέλα. Την πιο μυθική και ιερή πουτάνα της Αθήνας.

Το τραγουδάκι είναι μελαγχολικό και με μελαγχόλησε και μένα. Και ξέρετε πως μου αναπήδησε;

Εβλεπα ειδήσεις στην ιταλική τηλεόραση με ρεπορτάζ από την τοποθέτηση, Κυριακή πρωί, της σωρού του Τζουλιάνο Τζέμα σε δημόσιο προσκύνημα. Με τιμές σχεδόν Προέδρου. Ιταλικές σημαίες, δεξιά κι αριστερά από το φέρετρο, κι ο κόσμος είχε ξεκινήσει να σχηματίζει ουρές για να προσκυνήσει τον «Ρίνγκο»

Ναι, τον «Ρίνγκο». Ο Τζουλιάνο Τζέμα, ο ηθοποιός θρύλος των σπαγγέτι γουέστερν έπαιρνε το δρόμο που δεν έχει επιστροφή , το εισιτήριο solo andata , non ritorno, έχοντας φύγει τέσσερις μέρες πριν σε τροχαίο, στα περίχωρα της Ρώμης.

Όταν έγραψα στον «Ελεύθερο Τύπο», στην εφημερίδα που συνεργάζομαι, το πρώτο κείμενο για το τραγικό περιστατικό, και κυρίως όταν το κείμενο αναρτήθηκε στο διαδίκτυο, στο facebook, στην Kulturosupa και δεν ξέρω που αλλού, τα μηνύματα που πήρα ήταν κυρίως «συνοικιακά»

Κείμενα αναμνήσεων από γειτονιές των Πατησίων, της Αχαρνών, του Βύρωνα αλλά και του Πειραιά, όλοι είχαν κάποια εμπειρία, κάποια ανάμνηση να δηλώσουν, κάπως πενθούσε ο καθένας με τον τρόπο του τον «Ρίνγκο». Τον Τζουλιάνο Τζέμα ή Μοντγκόμερυ Γουντ, μια κι όταν βγήκε το «γουέστερν σπαγγέτι» των Ιταλών, ως μια «ερζάτς» πλάκα στα καθαρόαιμα αμερικάνικα του είδους που εκείνο τον καιρό στην δεκαετία 60 πέρναγαν παρακμή, άλλαζαν και τα ονόματα των ηθοποιών επί το αμερικανικότερον που λέμε. Ο Τζουλιάνο Τζέμα είχε γίνει Μοντγκόμερυ Γουντ και στην Ελλάδα είχε μείνει με αυτό το όνομα, είχε γίνει έτσι γνωστός.

Στα συλλυπητήρια μηνύματα των αναγνωστών για τον θρυλικό «Ρίνγκο» αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι οι περισσότεροι μου ανέφεραν και τα ονόματα των κινηματογράφων στα οποία είχαν δει τις ταινίες του. Ποτέ άλλοτε σε ανάλογο κείμενο για κάποιον που φεύγει, και για πολύ πιο δημοφιλείς από τον Τζουλιάν ο Τζέμα-Μοντγκόμερυ Γουντ-Ρίνγκο, δεν μου ανέφεραν , δεν θυμάμαι δηλαδή , να μου ανέφεραν κινηματογράφους.

Και δεν περιορίζονταν στους κινηματογράφους. Ανέφεραν και μία λέξη ακόμα, είτε ως άμεσο ουσιαστικό είτε ως προσδιοριστικό επίθετο. Ποια λέξη; Την ΚΥΡΙΑΚΗ.

«Κυριακάτικες αναμνήσεις», «κυριακάτικες εξόδους», «κυριακάτικα μεσημέρια», «κυριακάτικα απογεύματα». Με αυτά ήταν συνδυασμένος ο Ρίνγκο, με αυτά αποτυπώθηκε σε καρδιές και μνήμες, εκεί μπορεί να εντοπίσει κανείς το πώς δημιουργήθηκε ο μύθος των ιταλικών σπαγγέτι, ένας μύθος που άγγιξε κυρίως χώρες μεσογειακές, την Ελλάδα που το υποδέχτηκε, την Ιταλία που το γέννησε, την Ισπανία που έγινε κι ανάδοχος του (μια και πολλά από αυτά τα φιλμ ήταν σε συμπαραγωγή με Ισπανία) αλλά και τη Γερμανία διότι εκεί ζούσαν πολλοί μετανάστες.

Τη συνοικία έθρεψε ο μύθος κι από αυτήν αναδείχτηκε αφού σε αυτήν απευθύνθηκε. Τα λαικά σινεμά των γειτονιών της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, πρόσφεραν αυτό το όνειρο με το παλληκαράκι που είναι μάγκας και κάνει και χοντράδες και ρίχνει και μπουνιές, όχι κυριλάτες εποχής Τζον Φορντ και νοσταλγίας της Δύσης αλλά με ένα «μπρούτο» τεντυμποισμό του 60, σε μια πλάκα διαρκή.

Αυτή την Κυριακή που περίμενε το εργατόπαιδο να βγει και να στοιχηματίσει, την ίδια Κυριακή που το πρόγραμμα περιλάμβανε και την μπουρδελότσαρκα εξού κι η Γαβριέλα που τόσο τη θυμήθηκα καθώς έβλεπα τις εικόνες της δικής του ετοιμασίας για την αναχώρηση του στα ιταλικά κανάλια, και θυμήθηκα και το δικό της άδοξο τέλος, που είχε βρεθεί δολοφονημένο στο διαμέρισμα της στην Αθήνα σε ηλικία προχωρημένη, μα και κάτι ακόμα, το ποδόσφαιρο. Αυτό ήταν το πρόγραμμα της Κυριακής ενός παιδιού στα χρόνια εκείνα, η μπάλα, το καουμπόικο, το μπουρδέλο.

Κι ανήμερα την Κυριακή, καθώς βιαζόμουν να τελειώσω για να πάμε με τον ανηψιό μου στο Ολυμπιακός- Βέροια κι είδα ξαφνικά αυτή την εικόνα του Ρίνγκο, δεν ξέρω… Πριν προλάβω να το ελέγξω ,σαν πίδακας πετάγονταν οι εικόνες, ο Πειραιάς, οι γειτονιές, οι άγνωστοι φίλοι της Αθήνας που συμμετείχαν στο πένθος για τον Ρίνγκο, όλοι νοσταλγούσαν – και γι αυτό πενθούσαν, αυτό πενθούσαν: Τις Κυριακές μιάς συγκεκριμένης εφηβείας.

Αν ήταν Σάββατο, θα είχα σκεφτεί άλλο πράγμα. Θα είχα σκεφτεί το «Νάταν η ζωή μας σαββατόβραδο» του Μίκη Θεοδωράκη και του Τάσου Λειβαδίτη.

Ήταν, όμως, Κυριακή και μάλιστα Κυριακή μεσημέρι. Ωρα που άνοιγαν τα σινεμά με τα καουμπόικα, ώρα που ξεκινάνε τα πρώτα ματς, ώρα που έβγαιναν για το πρώτο «δοκιμαστικό» των ημερών τους.

Αισθάνθηκα ότι το χρώσταγα σε όλους αυτούς, στον Ρίνγκο, στη Γαβριέλα, στα συνοικιακά σινεμά, στο «σπαγγέτι», στις ομάδες και στα γήπεδα. Και τους το αφιερώνω, αντί στεφάνου, που λένε, στη μνήμη του Τζουλιάνο Τζέμα.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΙΜΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ

(μέλος της European Film Academy)*

Παναγιώτης Τιμογιαννάκης
Παναγιώτης Τιμογιαννάκης

Το "χειρότερο" μου είναι να μου ζητούν βιογραφικό. Όχι τίποτε άλλο, μα όταν πρόκειται να μιλήσω για μένα, κυριεύομαι από αμηχανία. Φοβάμαι ότι αν πω κάτι που θα θεωρηθεί "παραπανίσιο" κινδυνεύω να παρεξηγηθώ ως επηρμένος. Κι αν πω λιγότερα, υπάρχει κίνδυνος να παρέλειψα κάτι πολύ σημαντικό για τους άλλους.
Ωστόσο, αυτό εξακολουθεί να με προκαλεί σαν Μοίρα

Και φυσικά οφείλω να ανταποκριθώ. Κάνοντας όμως μιά "υπέρβαση". Την υπέρβαση του νέου μέσου που λέγεται διαδίκτυο κι είναι ο αιώνας που ξημερώνει. Αυτός που με φέρνει κοντά σας ύστερα από 35 χρόνια στο σινεμά, στην κριτική, στη δημοσιογραφία, στο ρεπορτάζ στην αρθρογραφία. Μη με ρωτήσετε για Οσκαρ, για membership σε Ακαδημίες Κινηματογραφικές, όλα ισχύουν, ό, τι έχετε ακούσει κι ό, τι σας διαφεύγει.

Ας συστηθούμε εδώ από το νέο μέσον, που είναι αυτό της διακίνησης ιδεών. Το οποίο συμπληρώνει την υπάρχουσα ταυτότητα ενώ παράλληλα φιλοτεχνει και μιά άλλη, βασισμένη στην παλιά. Κάτι σαν liftingσε ταυτότητα, κάτι σαν τον αστεισμό που είχε κάνει ο παλιός performer της αμερικανικής τηλεόρασης Τζόνι Κάρσον στην απονομή των Οσκαρ του 1979: "Χαίρομαι επειδή απόψε βλέπω πολλά νέα πρόσωπα, κυρίως πάνω σε παλιά πρόσωπα"

Και για να μη μας πουν κάποια στιγμή αυτό που λέει ο Βασίλης Αυλωνίτης στη Χριστίνα Καλογερίκου στο "Αμαξάκι" "με συγχωρείτε αλλά φοβάμαι πως το ρολόι σας πηγαίνει μισό αιώνα πίσω"

Και με μας τι γυρεύεις; Α, όσο οι ποδοσφαιρικοί δεν μπορούν να αποφασίσουν οριστικά αν ο Μήτρογλου ήταν ο σταρ του ματς Αντερλεχτ - Ολυμπιακός κι .όχι ο Ρομπέρτο, άλλο τόσο κι οι κινηματογραφικοί εξακολουθούν να παρεξηγούνται άν έπρεπε να έχει πάρει το Οσκαρ το 1999 η Κέιτ Μπλάνσετ κι όχι η Γκουίνεθ Πάλτροου.

Επειδή λοιπόν,τα πάντα ρει, ένα μόνο έχω να πω: Ευχαριστώ για την τιμή!

35 χρόνια; Θέλετε ηλικία; Μα οι νέοι δεν έχουν