«Θα το καταστρέψουν το Industry»

«Θα το καταστρέψουν το Industry»
O Παναγιώτης Τιμογιαννάκης γράφει στο gazzetta.gr για τις δύο καλύτερες ως τώρα ταινίες (Prisoners και Rush) και αναλύει την τακτική των μεγάλων στούντιο του Χόλιγουντ.

Πολλοί φίλοι με ρωτούν για το «Prisoners» κι είναι λογικό. Το συνιστώ σε όλους με την πρόσθετη διευκρινιστική πληροφορία ότι είναι το καλύτερο αμερικάνικο της μέχρι στιγμής νέας σαιζόν μετά τα «Rush» και ξαφνιάζονται διπλά. Αφενός επειδή συνειδητοποιούν ότι τους έχουν λιγοστέψει τα αμερικάνικα κι αφετέρου που θα βρουν το «Rush», αν θα παίζεται δηλαδή ακόμα σε κάποια αίθουσα.

Διότι τα έργα καταναλώνονται γρήγορα κι άντε μετά να τα βρεις. Μιλάμε για αίθουσα κι όχι για downloading, όχι για κανένα άλλο λόγο ως προς το τελευταίο αλλά για το μεγαλείο της μεγάλης οθόνης.

Το «Rush» είναι εκείνο με τη Formula 1. Που βασίζεται στον ανταγωνισμό του Νίκι Λάουντα με τον Τζέιμς Χαντ κι αυτή είναι η εξυπνάδα του σκηνοθέτη Ρον Χάουαρντ να κάνει ένα έργο πάνω στον ανταγωνισμό δύο συγκεκριμένων «ηρώων» , πάνω στην ανθρώπινη «κόντρα» δηλαδή και να τραβήξει το ενδιαφέρον του κόσμου εκείνου που δεν κατέχει το άθλημα, δεν σκαμπάζει από Formula 1, δεν έχει ιδέα ποιος ήταν ο Χαντ, ποιος ο Λάουντα. Όχι, ως προς το τελευταίο, κάνω λάθος. Το Νίκι Λάουντα τον ξέρουν ακόμα και ως επίκληση ονόματος προκειμένου να αποφύγουν, κατά το κατέβασμα των καντηλιών, μανάδες και αδελφές.. Την πληρώνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις ο «Νίκι Λάουντα»

 

Τον Χάντ όμως δεν τον ήξεραν παρά μόνο οι fan.

Ε, αυτά τα δύο, λίγα δεν είναι για μια κινηματογραφία κραταιά σαν την αμερικάνικη;

Ας ξεχάσουμε εκείνα που ξέραμε. Η αμερικάνικη κινηματογραφία μετακομίζει σιγά σιγά και μεθοδικά προς την τηλεόραση κι αυτή τη στιγμή φτιάχνουν μια τηλεόραση που είναι ό, τι ήταν το παλιό σινεμά

Κατά πόσο έχουν αυτά να κάνουν με την οικονομική κατάσταση που μας πηγαίνει στο διάολο και στρέφουν τον κόσμο προς την κατ’ οίκον ψυχαγωγία, είναι ένα θέμα, είναι μια αλλαγή στρατηγικής.

Με την οικονομική κρίση ο κόσμος θα μένει στο σπίτι και για να μην ξεσηκωθεί καμιά ώρα και δεν τον προλαβαίνουν καθώς θα τα σπάει ό, τι βρίσκει μπροστά του, χρειάζεται ένα καλό πρόγραμμα για την «κατ’ οίκον κράτηση» προκειμένου να νιώθει ευχαριστημένος.

Αυτά τα συνειδητοποιώ τώρα, που βλέπω να μαλώνουν οι Ρεπουμπλικάνοι με τους Δημοκρατικούς αλλά και το τι γίνεται και στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο- το «εδώ» δεν το συζητάμε.

Είχε, όμως, ξεκινήσει καιρό αυτή η ιστορία.

Τα στούντιο του Χόλυγουντ στις τελευταίες τρεις περίπου δεκαετίες είχαν περάσει, το ένα κατόπιν του άλλου, στα corporations, στις πολυεθνικές. Δεν ήταν τα στούντιο του παλιού στουντιάρχη που όσο κι αν ήταν τύραννος, εντούτοις αγαπούσε το σινεμά, ζούσε για το σινεμά κι όσους βασάνιζε τους βασάνιζε για το κινηματογραφικό όφελος, όπως βέβαια το αντιλαμβανόταν ο ίδιος.

Όταν πέρασαν τα στούντιο στα χέρια των πολυεθνικών, τη διεύθυνση τους ή τη διοίκηση τους, την ανέλαβαν τα διάφορα golden boys, που είχαν να λογοδοτούν στις πολυεθνικές. Πάνω σε τι; Μα στα κέρδη.

Αρα, ζητούμενο ήταν να βγάζει η επιχείρηση λεφτά.

Εκαναν λοιπόν τρεις συγκεκριμένες κινήσεις.

ΠΡΩΤΗ ΚΙΝΗΣΗ. Επειδή, σύμφωνα με τους συνδικαλιστικούς κανόνες και τα εργασιακά κεκτημένα στην Αμερική, οι αμοιβές έφτασαν στα ύψη, ένα στούντιο, σύμφωνα με το νόμο, πρέπει να χρησιμοποιεί απειράριθμο προσωπικό. Υποχρεούται. Που σημαίνει ότι με το «καλημέρα σας», μια ταινία ξεκινά με προυπολογισμό 60 εκατομμυρίων δολαρίων. Πριν περάσουμε στα έξοδα παραγωγής της εκάστοτε ταινίας. Οπότε, για να βγάλει τα έξοδα της, τι εισπράξεις θα πρέπει να κάνει; Αποφάσισαν λοιπόν τα στούντιο να ιδρύσουν θυγατρικές μικρές εταιρείες, οι οποίες, σύμφωνα με το νόμο, υπάγονται σε άλλους κανόνες, τους κανόνες των μικρών εταιριών. Οι μικρές εταιρείες μπορούν να χρησιμοποιούν κι ελάχιστο προσωπικό κι οι αμοιβές εκεί είναι σύμφωνα με τους κανόνες περί «μικρών». Ετσι, με τη «βοήθεια» κριτικών αλλά και Φεστιβάλ, κατασκεύασαν το λεγόμενο «ανεξάρτητο» που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια λύση εξυπηρέτησης του συστήματος. Με λίγα λεφτά κάνεις ταινία, εμπιστεύεσαι το κάθε ψώνιο να κάνει την ψωνάρα του, κι εκεί μέσα θα φανούν ποιοι είναι πραγματικά ανήσυχα πνεύματα και ποιοι ψώνια. Με αυτό τον τρόπο χρηματοδότησης όμως ζημιά δεν έχεις. Κι έτσι έφτιαξαν και την «μπίζνα» των μικρών καλλιτεχνικών αιθουσών που σιγά σιγά φτιάχνουν και τα δικά τους Cineplex και τα ονομάζουν «artplex».

ΚΙΝΗΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ. Την τηλεόραση, από πρώην ανταγωνιστή, την μετέβαλαν σε τωρινό σύμμαχο. Όλα τα στούντιο μπήκαν στην τηλεόραση, έφτιαξαν ακόμα και κανάλια δικά τους όπως το Fox- κι όχι μόνο!- και τα καλά σενάρια με τους καλούς ρόλους για τους καλούς ηθοποιούς τα στέλνουν εκεί. Η τηλεόραση στην Αμερική αυτή τη στιγμή είναι γεμάτη από Αλ Πατσίνο, Μέρυλ Στριπ, Τζέσικα Λανγκ, Κέβιν Σπέισι , Μάικλ Ντάγκλας κλπ μέχρι κι ο Σπίλμπεργκ κι ο Σκορσέζε κι ο Σόντενμπεργκ κι ο Μάμετ και το Σύμπαν ολόκληρο ενσωματώνεται στην τηλεόραση. Κι οι εταιρείες κονομάνε, οι ηθοποιοί βρίσκουν καλούς ρόλους που στο σινεμά δεν τους βρίσκουν ενώ τους παίζουν με αμοιβές κάθε άλλο παρά αστρονομικές τις οποίες θα έπαιρναν αν το έργο γυριζόταν με κανόνες και συνθήκες μεγάλου στούντιο.

ΚΙΝΗΣΗ ΤΡΙΤΗ. Κι ως κύρια παραγωγή, το στούντιο τι βγάζει; Μα τα blockbusters. Με τα dolby και τα 3D, αναζητεί τη συνταγή της επιτυχίας κι όταν την βρίσκει της αλλάζει την πίστη στα sequels μέχρι να εξαντληθεί, το σινεμά μετατρέπεται σε θεματικό πάρκο, κατασκευάζουν και θεματικά πάρκα από την θεματική επιτυχία ενός blockbuster, στήνεται εκεί μια ακόμα μπίζνα, αυτή των θεματικών πάρκων που απλώνονται παντού κι αρχίζει η … θεωρία του χάους.

Το 1997 , στο Λος Αντζελες, βγαίνοντας από την προβολή της ταινίας «Air Force One» με τον Χάρισον Φορντ (που εμένα μου είχε αρέσει ως αεροπορικό, προεδρικό παραμύθι), ένας φίλος, μεγάλης ηλικίας, παράγοντας του παλιού Χόλυγουντ, μου είπε με σκεπτικισμό κατά την έξοδο: «Θα το καταστρέψουν το Industry»

Τότε ακόμα δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε.

Παναγιώτης Τιμογιαννάκης
Παναγιώτης Τιμογιαννάκης

Το "χειρότερο" μου είναι να μου ζητούν βιογραφικό. Όχι τίποτε άλλο, μα όταν πρόκειται να μιλήσω για μένα, κυριεύομαι από αμηχανία. Φοβάμαι ότι αν πω κάτι που θα θεωρηθεί "παραπανίσιο" κινδυνεύω να παρεξηγηθώ ως επηρμένος. Κι αν πω λιγότερα, υπάρχει κίνδυνος να παρέλειψα κάτι πολύ σημαντικό για τους άλλους.
Ωστόσο, αυτό εξακολουθεί να με προκαλεί σαν Μοίρα

Και φυσικά οφείλω να ανταποκριθώ. Κάνοντας όμως μιά "υπέρβαση". Την υπέρβαση του νέου μέσου που λέγεται διαδίκτυο κι είναι ο αιώνας που ξημερώνει. Αυτός που με φέρνει κοντά σας ύστερα από 35 χρόνια στο σινεμά, στην κριτική, στη δημοσιογραφία, στο ρεπορτάζ στην αρθρογραφία. Μη με ρωτήσετε για Οσκαρ, για membership σε Ακαδημίες Κινηματογραφικές, όλα ισχύουν, ό, τι έχετε ακούσει κι ό, τι σας διαφεύγει.

Ας συστηθούμε εδώ από το νέο μέσον, που είναι αυτό της διακίνησης ιδεών. Το οποίο συμπληρώνει την υπάρχουσα ταυτότητα ενώ παράλληλα φιλοτεχνει και μιά άλλη, βασισμένη στην παλιά. Κάτι σαν liftingσε ταυτότητα, κάτι σαν τον αστεισμό που είχε κάνει ο παλιός performer της αμερικανικής τηλεόρασης Τζόνι Κάρσον στην απονομή των Οσκαρ του 1979: "Χαίρομαι επειδή απόψε βλέπω πολλά νέα πρόσωπα, κυρίως πάνω σε παλιά πρόσωπα"

Και για να μη μας πουν κάποια στιγμή αυτό που λέει ο Βασίλης Αυλωνίτης στη Χριστίνα Καλογερίκου στο "Αμαξάκι" "με συγχωρείτε αλλά φοβάμαι πως το ρολόι σας πηγαίνει μισό αιώνα πίσω"

Και με μας τι γυρεύεις; Α, όσο οι ποδοσφαιρικοί δεν μπορούν να αποφασίσουν οριστικά αν ο Μήτρογλου ήταν ο σταρ του ματς Αντερλεχτ - Ολυμπιακός κι .όχι ο Ρομπέρτο, άλλο τόσο κι οι κινηματογραφικοί εξακολουθούν να παρεξηγούνται άν έπρεπε να έχει πάρει το Οσκαρ το 1999 η Κέιτ Μπλάνσετ κι όχι η Γκουίνεθ Πάλτροου.

Επειδή λοιπόν,τα πάντα ρει, ένα μόνο έχω να πω: Ευχαριστώ για την τιμή!

35 χρόνια; Θέλετε ηλικία; Μα οι νέοι δεν έχουν