Νέα επίθεση σε μετανάστη (pics)
Το νευρώδες, μηχανικό βάδισμά του εκπέμπει εκείνο το είδος της λεπτής αλλά ευδιάκριτης ανησυχίας. Κάτι σοβαρό έχει συμβεί. Ανεβαίνουμε μαζί στον έβδομο όροφο του νοσοκομείου και λίγα λεπτά αργότερα στέκομαι μπροστά σε έναν άγνωστο άντρα, καθηλωμένο στο κρεβάτι. Έχει σπασμένο σαγόνι, πρησμένα μάτια και δεκάδες μώλωπες σε όλο του το κορμί. Είναι ο αδερφός του Βαντί Μαλίκ, ο Σαφράζ, ο οποίος την περασμένη Παρασκευή το βράδυ λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του όταν μια ομάδα πέντε μαυροντυμένων νεαρών τον μετάφερε δια τη βίας στο σχολικό συγκρότημα της Γκράβας, στα Άνω Πατήσια, μπροστά στο Αθλητικό Κέντρο «Αντώνης Τρίτσης» του ΟΝΑ και αφού τον χτύπησε για 10 λεπτά με σιδερογροθιές, τον εγκατέλειψε αιμόφυρτο.
Ο Σαφράζ είναι 34 ετών, παντρεμένος με ένα παιδί. Η οικογένειά του ζει στο Πακιστάν –ευελπιστεί ότι μια μέρα θα τους φέρει στην Ελλάδα. Ήρθε στη χώρα πριν από 4,5 χρόνια, αναζητώντας τον αδερφό του. Σήμερα δουλεύει σε μια ψαροταβέρνα στην Καλλιθέα –καθαρίζει ψάρια, κουβαλά κιβώτια, μπαλώνει «τρύπες» στο μαγαζί, πότε πότε, όταν υπάρχει δουλειά, κάνει και κανά μεροκάματο με τον αδερφό του στην οικοδομή. Από αυτά τα χρήματα ζει η οικογένειά του στο Πακιστάν. Ο Βαντί μου αποκαλύπτει ότι δεν έχουν πει τίποτα στην κορή του Σαφράζ για την επίθεση. «Όμως είναι έξυπνη, έχει καταλάβει ότι κάτι συμβαίνει. Κάθε φορά που μιλάω με τη γυναίκα του αδερφού μου, το παιδί ζητά να μιλήσει με τον μπαμπά του. Τις πρώτες φορές, άλλαζα τη φωνή μου στο τηλέφωνο και έκανα ότι ήμουν ο Σαφράζ για να μην καταλάβει κάτι. Όμως, δεν μπορούσαμε να την ξεγελάσουμε. Έλεγε “Εσύ είσαι ο θείος Βαντί, δεν είσαι ο μπαμπάς μου”».
Ρωτώ το Σαφράζ αν μπορεί να μιλήσει και να μου διηγηθεί τι συνέβη. Δυσκολεύεται –οι πόνοι στο σαγόνι είναι αφόρητοι. Ψιθυρίζοντας μου λέει: «Επέστρεφα από τη δουλειά όπως κάθε βράδυ. Πήρα αρχικά το λεωφορείο από την Καλλιθέα για το Σύνταγμα και από εκεί το τρόλεϊ για να πάω στην Κυψέλη όπου μένω. Στο Σύνταγμα, περίμενε στη στάση αρκετός κόσμος –ανάμεσά τους κι ένα νεαρός όπου τον είχα ξαναδεί τις προηγούμενες μέρες. Κατέβηκα μια στάση έπειτα από την πλατεία Αμερικής –το ίδιο κι εκείνος. Με το που έφυγε το τρόλεϊ μου έπιασε την κουβέντα. Με ρώτησε από που είμαι, αν δουλεύω κάπου και που. Του απάντησα πως είμαι από το Πακιστάν και ότι δουλεύω στην Καλλιθέα –δε φανταζόμουν ότι ήθελε να μου κάνει κακό. Φαινόταν φιλικός. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά όταν μετά με ρώτησε αν μου έχουν επιτεθεί ποτέ στην Καλλιθέα. Τον ρώτησα “γιατί να μου έχουν επιτεθεί;” και εκείνος μου απάντησε “Υπάρχουν αρκετοί χρυσαυγίτες εκεί”. Μετά με ρώτησε που μένω. Απάντησα εδώ πιο πάνω και συνέχισα να βαδίζω. Κοντοστάθηκε για λίγο και άρχισε να μιλά στο τηλέφωνο για περίπου 30 δευτερόλεπτα. Έπειτα άνοιξε το βήμα του και με πρόλαβε ξανά. Με έπιασε από πίσω αγκαλιά και άρχισε ξανά να μου λέει διάφορα πράγματα, ώσπου ξαφνικά εμφανίστηκαν άλλοι τέσσερις νεαροί άντρες. Φορούσαν μαύρες μπλούζες και ήταν γεροδεμένοι». Ρωτώ τον Σαφράζ αν είδε στις μπλούζες διακριτικά. «Δεν θυμάμαι κάτι, όλα έγιναν πολύ γρήγορα», ψελλίζει.
«Αυτός που μου μιλούσε στη διαδρομή ήρθε από πίσω και μου έπιασε τα χέρια, ένας άλλος μου έκλεισε το στόμα και με έσυραν στα στενά από την οδό Σκιάθου. Ήταν βράδυ και δεν κυκλοφορούσε κανείς. Περπατούσαμε για ώρα μέχρι που φτάσαμε στο Αθλητικό Κέντρο (σ.σ εννοεί στο «Αντώνης Τρίτσης»). Δε συναντήσαμε άνθρωπο. Εκεί με έβαλαν μέσα με το ζόρι από κάτι κάγκελα, ήταν σκοτάδι δεν έβλεπα τίποτα. Βρέθηκα με την πλάτη σε έναν τοίχο και άρχισαν να με χτυπούν με σιδερογροθιές. Έπεσα πίσω και χτύπησα το κεφάλι μου, έτρεχε ποτάμι στο αίμα. Από τα χτυπήματα πρήστηκαν τα μάτια μου, μετά τα πρώτα πέντε λεπτά δεν έβλεπα σχεδόν τίποτα. Με είχαν κάτω και με κλωτσούσαν, φώναζα “βοήθεια”αλλά δεν ερχόταν κανείς. Πίστευα πως θα πεθάνω. Σκεφτόμουν μονάχα την κόρη μου. Δεν θα την έβλεπα ποτέ ξανά. Συνέχιζαν να με χτυπούν για ώρα, μέχρι που κάποια στιγμή πέρασε κάποιος με ένα σκύλο. Έφυγαν γρήγορα από τα κάγκελα, ενώ εγώ ήμουν στο έδαφος –ένιωθα το αίμα να τρέχει. Δεν έβλεπα, μόνο άκουγα το σκύλο να γαυγίζει και τον άγνωστοάντρα να μου λέει να περιμένω και πως θα φέρει βοήθεια. Λίγη ώρα μετά, ήρθε η αστυνομία. Ένα περιπολικό. Και μετά το ασθενοφόρο, δεν θυμάμαι τίποτα άλλο».
Κάθε φορά που ο Σαφράζ ολοκληρώνει μια πρόταση, μια έκφραση πόνου σχηματίζεται στο πρόσωπό του. Ο Βαντί μου ζητά να τον αφήσουμε να ξεκουραστεί για λίγο. Βγαίνοντας από το δωμάτιο, ζητώ από τον αδερφό του να μου υποδείξει το σημείο που έγινε η επίθεση. Μου δίνει οδηγίες και λίγη ώρα αργότερα κατευθύνομαι προς το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας. Φτάνοντας, στο αδιέξοδο της οδού Ραΐση παρατηρώ ότι στο σημείο που σημειώθηκε η επίθεση έχει τα γραφεία της γνωστή εταιρεία τηλεοπτικών παραγωγών –στον περιβάλλοντα χώρο υπάρχουν αρκετές κάμερες ασφαλείας. Είναι εξόχως πιθανό να έχουν καταγράψει το περιστατικό, δεδομένου ότι λειτουργούν σε 24ωρη βάση. Αναζητώ, χωρίς επιτυχία, το φύλακα μήπως και γνωρίζει κάτι για το περιστατικό. Έπειτα κατηφορίζω τον πεζόδρομο και πιάνω την κουβέντα με το προσωπικό μιας πιτσαρίας στη διασταύρωση με την οδό Ταϋγέτου. Κανείς δεν έχει ακούσει κάτι. «Πότε συνέβη αυτό;», με ρωτούν. «Την περασμένη Παρασκευή κάποιοι ήμασταν στο μαγαζί μέχρι τις τρεις τα ξημερώματα. Δεν αντιλήφθηκαμε κάτι. Εκτός αν έγινε πιο ψηλά στον πεζόδρομο». Η απόσταση από το μαγαζί ως το σημείο της επίθεσης είναι αρκετά μέτρα.
Επιστρέφω στο σημείο και ψάχνω για ίχνη αίματος –υπάρχουν ξεραμένες κηλίδες μέσα στο σχολείο. Έπειτα γυρεύω το κενό στα κάγκελα για το οποίο μου μίλησε ο Σαφράζ –η Αλεξία (σ.σ η φωτογράφος Αλεξία Τσαγκάρη) παρατηρεί ένα σημείο στην περίφραξη όπου δυο λεπτά κάγκελα έχουν οξυγονοκολληθεί προσφάτως . Ακριβώς απέναντι από τις κάμερες ασφαλείας. Τηλεφωνώ στο Βαντί –την επομένη της επίθεσης πήγε και ο ίδιος στο σημείο, αναζητώντας κάποιον μάρτυρα. Συνομίλησε, όπως μου λέει, με τον φύλακα της εταιρείας τηλεοπτικών παραγωγών, ο οποίος δεν γνώριζε κάτι. Τον ρωτώ αν η αστυνομία έχει αναζητήσει το βιντεοσκοπημένο υλικό από τις κάμερες δεδομένου ότι σε αδικήματα ρατσιστικής βίας, εφόσον επιβεβαιωθούν, είναι υποχρεωμένη από τον νόμο να δράσει αυτεπάγγελτα. «Ήρθαν σήμερα (σ.σ χθες) το πρωί δύο αστυνομικοί στο νοσοκομείο να πάρουν κατάθεση στο Σαφράζ, όμως δεν τους πρόλαβα γιατί βγαίνοντας από το μετρό στον Ευαγγελισμό έπεσα πάνω σε επιχείρηση του Αλλοδαπών και παρότι είχα κανονικά τα χαρτιά μου, με πήραν μαζί τους. Μάλιστα με πήραν τηλέφωνο οι δύο αστυνομικοί από το νοσοκομείο, γιατί με περίμεναν, και μόλις τους είπα που ήμουν μου ζήτησαν τον επικεφαλής να του μιλήσουν. Μετά εκείνος τσαντίστηκε γιατί νόμιζε ότι τους πήρα εγώ και παρότι είχα κανονικά χαρτιά με κράτησε με το ζόρι, κι ας του έλεγα ότι έχω τον αδερφό μου στο νοσοκομείο. “Να μάθεις να παίρνεις τηλέφωνο”, μου έλεγε. Μόλις με πήγαν στα κεντρικά και είδαν τα χαρτιά μου, μου είπαν “Εσένα γιατί σε έφεραν εδώ;”. Το θέμα είναι ότι οι αστυνομικοί από το τμήμα ρατσιστικής βίας έφυγαν από το νοσοκομείο και δεν τους πρόλαβα».
Στο μεταξύ, τα προβλήματα του Βαντί και του Σαφράζ δε σταματούν εδώ. Έχοντας δεχθεί ισχυρά χτυπήματα στο κεφάλι, το πρόσωπο, τη μύτη και μετρώντας συντριπτικά κατάγματα στην κάτω γνάθο, ο Σαφράζ χρειάζεται άμεσα να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, στην οποία όμως δεν μπορεί να ανταπεξέλθει οικονομικά καθώς δε διαθέτει ασφάλιση. Σε παρόμοιες υποθέσεις στο παρελθόν το νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» είχε δείξει ευαισθησία, περιθάλπτοντας θύματα επιθέσεων, ενώ όπως μου λέει ο πρόεδρος της πακιστανικής κοινότητας στην Ελλάδα, Τζαβέντ Ασλάμ «Έχω την πεποίθηση ότι θα βρεθεί άμεσα λύση. Εμείς από την πλευρά μας έχουμε κινήσει τις απαραίτητες νομικές ενέργειες και θα σταθούμε στο πλευρό του μέχρι να δικαιωθεί».
Στο δωμάτιο του νοσοκομείου, μια νοσηλεύτρια τοποθετεί προσεκτικά έναν ορό στο χέρι του Σαφράζ Μαλίκ. Εκείνος αμίλητος κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Έχει να φάει πέντε ημέρες, μιλά λίγο και κάθε τόσο δάκρυα κυλούν στα μάτια του. «Δεν έκανα κάτι, είμαι ήσυχος άνθρωπος», μου λέει. Δεν έχω λόγια να γλυκάνω τον πόνο του. Είμαι μέρος μιας κοινωνίας που συνήθισε το κυνηγητό και τη βία, αποδέχθηκε τη θηριωδία της αγέλης και είναι καταδικασμένη να ζει τα βράδια με τον υποκριτικό θρήνο της.