Πατέρα, με πήραν στην "Ε"

Eπιασα δουλειά στην Ελευθεροτυπία, χάρη στον Συρίγο, στις 16 Νοεμβρίου 1991. Πριν από 23 χρόνια, στο παλαιικό κτίριο της οδού Κολοκοτρώνη.
Το πρώτο μου κείμενο, δισέλιδο «άνοιγμα» στα αθλητικά, ήταν ένας αγώνας της Εθνικής μπάσκετ με τη Σουηδία στο ΣΕΦ, μαζί με το ρεπορτάζ για την σπασμένη μύτη του Παναγιώτη Φασούλα. Την επόμενη μέρα, ο ψηλός θα πήγαινε στη Θήβα για να παρουσιαστεί στο Πυροβολικό, με μαλλούρα και μάσκα στο πρόσωπο.
Φαντάρος αυτός, φαντάρος και εγώ, κατά κάποιον τρόπο. Νεοσύλλεκτος, στην αδέσμευτη δημοσιογραφία.
Ο Σεραφείμ Φυντανίδης καθόταν στο τιμόνι του πηδαλιούχου. Τον συνόδευε ήδη η αύρα του ζωντανού θρύλου, αφού συμβόλιζε όλα όσα ένας νεαρός δημοσιογράφος οραματιζόταν.
Ηταν διευθυντής μίας εφημερίδας στην οποία η λογοκρισία ήταν άγνωστη λέξη και η ελευθερία της έκφρασης αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα των συντακτών της. Η Ελευθεροτυπία που ιδρύθηκε από δημοσιογράφους αμέσως μετά τη μεταπολίτευση δεν είχε εξαρτήσεις ούτε συμμετείχε στη διαπλοκή. Απευθυνόταν στο ευαίσθητο αισθητήριο του ανήσυχου αναγνώστη και ξεπερνούσε τις κόκκινες γραμμές της μικροπολιτικής.
Τη διάβαζαν οι καλύτεροι Ελληνες και την έγραφαν οι καλύτεροι Ελληνες. Το πατροπαράδοτο σύνθημά της, «στηρίζουμε την αλλαγή αλλά ελέγχουμε την εξουσία», δεν ήταν κενό περιεχομένου, ούτε προκαλούσε καγχασμούς.
Η Ελευθεροτυπία του Φυντανίδη ήταν μία πραγματική εφημερίδα των συντακτών. Όχι σαν το σημερινό πειρατικό κακέκτυπο που ξεδιάντροπα φέρει αυτόν τον τίτλο ούτε σαν τη σημερινή Ελευθεροτυπία που φυτοζωεί. Ηταν, πάνω απ’όλα, η εφημερίδα των αναγνωστών.
Προερχόμουν από μία δύσκολη τετραετία στην Απογευματινή (1987-91), μειράκιο ακόμη, είχα πάρει και μία πρώτη γεύση από τους βυζαντινισμούς της ΕΡΤ, οπότε δεν τα είχα ξανασυναντήσει αυτά. Φοβόμουν ότι ο μύθος που συνόδευε την Ελευθεροτυπία ήταν αυτό ακριβώς, μύθος.
Δεν ήταν. Είκοσι χρόνια γεμάτα, κανένας δεν μου είπε τι να γράψω και τι να αποφύγω. Κανένα αφεντικό δεν μου έβαλε χέρι όταν γινόμουν υπερβολικά αιχμηρός. Κανένας δεν μου ζήτησε να τηρήσω ωράριο ή να χτυπήσω κάρτα.
Η Ελευθεροτυπία της εποχής του Φυντανίδη στηριζόταν στην υπευθυνότητα των συντακτών της και έσφυζε από ζωή. Ηταν η πρώτη, και τελευταία νομίζω, εφημερίδα γνώμης.
Αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις συνυπήρχαν στην ίδια σελίδα και φαρμακερά πρωτοσέλιδα κέντριζαν το μαλακό υπογάστριο μεγαλόσχημων που υπολόγιζαν σε πουπουλένια χάδια. Το σχόλιο της εφημερίδας είχε το ειδικό βάρος πολιτικής παρέμβασης και οι κυβερνήσεις την έτρεμαν.
Ας μη νομιστεί ότι υπερβάλλω ή ότι εξωραϊζω το παρελθόν. Είναι αλήθεια όλα αυτά που σας γράφω, όσο αλήθεια είναι και η παρακμή που ακολούθησε. Στα τελευταία της χρόνια, η Ελευθεροτυπία έγινε «δημόσιο» και μοιραία κατέρρευσε, χωρίς να είναι άμοιρος ευθυνών για την κατρακύλα ο μακαρίτης Σεραφείμ.
Ωστόσο, τα πρώτα 30 χρόνια της κυκλοφορίας της εφημερίδας, μέχρι τον θάνατο του Κίτσου Τεγόπουλου αν πρέπει να χαράξω μία ορατή γραμμή, ήταν η χρυσή εποχή του γραπτού Τύπου στην Ελλάδα.
Τον Σεραφείμ Φυντανίδη τον συνάντησα ελάχιστες φορές, μολονότι η πόρτα του γραφείου του ήταν ορθάνοιχτη και περνούσα καθημερινά απ’έξω. Αν θυμάμαι καλά, φάγαμε και μία φορά μαζί, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίντνεϊ. Ηταν πολύ φιλικός και ανθρώπινος, το είδος του ανθρώπου που αυθόρμητα εμπνέει εμπιστοσύνη.
Ο Φυντανίδης έφυγε νωρίς, όπως και ο Συρίγος. Μαζί τους πέθανε και η Ελευθεροτυπία.
Οι γονείς μου δεν γνώριζαν ότι είχα πιάσει δουλειά στην θρυλική εφημερίδα. Τους το είχα κρατήσει για έκπληξη. Επέστρεψα στο σπίτι αργά το βράδυ εκείνης της Δευτέρας και άφησα το φύλλο ανοιχτό, στο δισέλιδο που έφερε το όνομά μου.
«Ρεπορτάζ, Νίκος Παπαδογιάννης». Η υπερηφάνεια μου ήταν ανείπωτη. Θυμάμαι να λέω στον συγχωρεμένο πατέρα μου, ότι θα κάνω κάθε μέρα πάρτυ από τη χαρά μου.
Εκείνη την εποχή, την εποχή του Σεραφείμ Φυντανίδη, όλοι οι Ελληνες δημοσιογράφοι ήθελαν να εργαστούν στην Ελευθεροτυπία, έστω και δωρεάν. Η καταιγίδα ήταν ακόμη πολύ μακριά.