Σινέ «Νοσταλγία»: Ανέκδοτα περιστατικά του παλιού ελληνικού κινηματογράφου
ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord
Ο γλόμπος του Σακελλάριου και ο ζημιάρης καφετζής του Φίνου...
Η ταινία «Οι γερμανοί ξανάρχονται», η οποία γυρίστηκε από την Finos Film 4 μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση της χώρας από τον γερμανικό ζυγό, το 1948, αποτελεί σημείο-σταθμό στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Τόσο για τα ιστορικά γεγονότα και τον τρόπο που τα περιγράφει, όσο και για τις εξαιρετικές ερμηνείες κορυφαίων ηθοποιών, όπως του Βασίλη Λογοθετίδη, του Χρήστου Τσαγανέα (ποιος θα ξεχάσει τον εκπληκτικό μονόλογό του «Άνθρωποι, άνθρωποι»), του Μίμη Φωτόπουλου και πολλών άλλων. Η ταινία γυρίστηκε σε μια αυλή της Πλάκας, η οποία σήμερα ανήκει στον Μίμη Πλέσσα, ενώ παρά την πικρή και τραγική ιστορία που περιγράφει, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της συνέβησαν πολλά ευτράπελα, κάποια από αυτά θλιβερά, κάποια άλλα χιουμοριστικά. Σήμερα θα μείνουμε σε ένα ευχάριστο συμβάν, που ωστόσο τη στιγμή που συνέβη προκάλεσε...αναταραχή. Το συμβάν περιγράφει ο ίδιος ο Αλέκος Σακελλάριος, σκηνοθέτης της ταινίας («Μυθικά Πρόσωπα της Σύγχρονης Ελλάδας», Εκδόσεις Δημοκρατικός Τύπος): «΄Ηταν το μακρινό και δύσκολο 1948, όταν γυρίζαμε στο μικρό στούντιο της Φίνος Φιλμ, στην οδό Στουρνάρα, το φιλμ “Οι γερμανοί ξανάρχονται”, με τον Λογοθετίδη, τον Φωτόπουλο, τον Τσαγανέα, κ.α. Επρόκειτο να γυρίσουμε την τελευταία σκηνή του έργου, όταν οι γερμανοί εισβάλλουν στο ψυχιατρείο, όπου κρύβονται αρκετοί αντιστασιακοί. Τους είπε ο Φιλοποίμην Φίνος ότι η σκηνή πρέπει να γυριστεί μια κι έξω, γιατί δεν είχαν άλλο φιλμ, εκτός του ότι είχαν αγοράσει από το δημοπρατήριο και έναν λευκό γλόμπο για το ταβάνι. Έπρεπε λοιπόν κάποιος να πυροβολήσει τον γλόμπο από απόσταση 5 μέτρων, για να γίνει σκοτάδι και να μπουκάρουν οι γερμανοί, ενώ ο Τσαγανέας θα έλεγε το γνωστό “Ανθρωποι, άνθρωποι αιμοχαρείς, αιμοδιψείς και αιμοβόροι κ.λπ.”. Ποιος θα μπορούσε να σημαδέψει τον γλόμπο; “Ο αστυφύλακας που μας φυλάει απ’ έξω είναι πρωταθλητής της σκοποβολής”, είπε ένας οπερατέρ. “Φέρτε τον” είπε ο Φίνος. ‘Ηρθε. “Μπορείς να τον σημαδέψεις και να τον σπάσεις;” τον ρώτησε. “Μα τι λέτε; Εγώ τρυπάω δεκάρα από τα 300 μέτρα, με το πιστόλι!”. “Εντάξει πάμε”. Aρχίζει το γύρισμα, γνέφουν στον αστυφύλακα να πυροβολήσει. Πυροβολεί, αλλά αντί να σπάσει τον γλόμπο, σπάει το τζάμι του στούντιο! Καταστροφή! Στοπ! “Συγγνώμη κύριε Φίνο, συγγνώμη κύριε Σακελλάριε”, ψέλλισε ο αστυφύλακας. “Ψυχραιμία” είπε ο Φίνος. “Ας πιούμε έναν καφέ να ηρεμήσουμε και θα δούμε τι θα κάνουμε. Έχουμε πια, ελάχιστο φιλμ”. Φωνάζουν τον καφετζή για να παραγγείλουν καφέδες. “Tι πάθατε;” ρωτάει εκείνος. “Να αυτός ο δήθεν πρωταθλητής της σκοποβολής δεν μπορεί να πυροβολήσει και να σπάσει αυτόν τον γλόμπο”. “Tι λέτε καλέ;” λέει ο καφετζής. Αρπάει το πιστόλι και “μπαμ” κάνει θρύψαλα τον γλόμπο. Νέα καταστροφή. Πάει το φιλμ, πάει και ο γλόμπος. Κάναμε 15 μέρες να βρούμε φιλμ και γλόμπο για να τελειώσουμε την ταινία!!». Η ταινία «Οι γερμανοί ξανάρχονται» στην πρώτη της προβολή έκοψε 136.033 εισιτήρια, διόλου ευκαταφρόνητο νούμερο για την εποχή εκείνη. Μάλιστα, ήταν η πρώτη ταινία που γυρίστηκε με σύγχρονες τεχνικές λήψεις, κάτι που δεν κατάφερναν ακόμα και μεγάλες, διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές της εποχής.
Η παρεξήγηση Φίνου με Καρέζη και η «Τζένη Φίλμ»
Μπορεί ο Φιλοποίμην Φίνος να θεωρείται – και να είναι πέρα από κάθε αμφιβολία – ο «Πατριάρχης» του ελληνικού κινηματογράφου, με οικουμενική αποδοχή από τους ανθρώπους της Τέχνης, ωστόσο ο ίδιος δεν ήταν καθόλου εύκολος άνθρωπος και οι σχέσεις του ακόμα και με αγαπημένους φίλους και συνεργάτες του πολλές φορές διαταράσσονταν. Μια από τις φορές που είχε συμβεί αυτό ήταν και το 1962, όταν ο Φίνος είχε παρεξηγηθεί με τον Σακελλάριο και την Καρέζη επειδή ο ίδιος δεν ήθελε να γυρίσει ταινία με πρωταγωνίστρια την σπουδαία αυτή ελληνίδα ηθοποιό, ταινία που είχε ήδη σεναριακά ετοιμάσει ο Σακελλάριος. Μετά την άρνηση του Φίνου, Σακελλάριος και Καρέζη αποφασίζουν να γυρίσουν μόνοι τους την ταινία αυτή, η οποία ήταν η γνωστή «Η νύφη το’ σκασε». Έτσι, μαζεύουν χρήματα και ξεκινούν τα γυρίσματα. Μάλιστα στους τίτλους της εμφανίζεται ως εταιρεία παραγωγής η Τζένη Φιλμ, εταιρεία που ίδρυσαν για λίγο Σακελλάριος-Καρέζη.
Ο Φίνος δεν περίμενε τέτοια αντίδραση και αιφνιδιάστηκε. Ωστόσο, αφού σκέφθηκε καλύτερα, αποφάσισε να στηρίξει την ταινία αυτή και τους δύο συνεργάτες του. Έτσι, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οι σχέσεις αποκαταστάθηκαν και ο Φίνος μπήκε στην παραγωγή ως επίσημος συμπαραγωγός και διανομέας της. Μάλιστα με αυτή την αφορμή, η Καρέζη ξαναγύρισε στη Finos Film. Εκτός των άλλων, στην ταινία εμφανίζεται σε μεγάλη πλέον ηλικία ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής επιθεώρησης όλων των εποχών, ο Πέτρος Κυριακός, ο θρυλικός "Πετράν". Μαζί με την Καρέζη και τον Κυριακό, στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Θανάσης Βέγγος, Νίκος Ρίζος, Κούλης Στολίγκας, Πάρις Αλεξάντερ, Γιάννης Γκιωνάκης, Γιάννης Μαλούχος, Αλέκος Τζανετάκος κ.α. Σύμφωνα με το σενάριο, μια κοπέλα το σκάει ντυμένη νύφη και πάει να βρει τον αγαπημένο της, ο οποίος είναι φαντάρος. Από την άλλη, κι εκείνος το σκάει από το στρατόπεδο και τρέχει να βρει την αγαπημένη του για να προλάβει τον γάμο της με τον αντίζηλό του. Κατά τη διάρκεια της ταινίας έρχονται πολλές φορές κοντά στο να συναντηθούν, ωστόσο την τελευταία στιγμή κάτι συμβαίνει κι αυτό δεν γίνεται. Εξαιρετικός -και εδώ-, ο Θανάσης Βέγγος, στο ρόλο του πλανόδιου εμπόρου ρούχων, που χωρίς να το θέλει μπλέκεται στην υπόθεση, προκαλώντας άφθονες κωμικές καταστάσεις. Στην ταινία πρωταγωνιστεί όπως είπαμε και ο Πάρις Αλεξάντερ, ο οποίος υποδύεται τον αγαπημένο της Καρέζη. Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι ότι οι δυο τους εμφανίζονται μαζί, σε κοινή σκηνή, μόνο...στο τέλος της ταινίας, δημιουργώντας ένα αξιοσημείωτο και σπάνιο γεγονός στον ελληνικό κινηματογράφο, όπου το ζευγάρι των δύο πρωταγωνιστών ανταλλάσει απλά 2-3 ατάκες κι αυτές στο τέλος του έργου. Στην ταινία αυτή κάνει μια ακόμα κινηματογραφική εμφάνιση ο ίδιος ο Αλέκος Σακελλάριος, στο ρόλο ενός γλεντζέ που προσκαλεί τον Πέτρο Κυριακό και την κομπανία του σε γλέντι. Η μουσική ήταν του Μίμη Πλέσσα. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 19 Νοεμβρίου του 1962, έκοψε 35.677 εισιτήρια και ήρθε στην 19η θέση ανάμεσα σε 82 ταινίες. Ο πρωτότυπος τίτλος της ήταν «Με παίρνετε μαζί σας παρακαλώ;», ωστόσο δεν κρίθηκε ιδιαίτερα εμπορικός, οπότε πριν βγει στις αίθουσες άλλαξε στον τίτλο που σήμερα ξέρουμε όλοι. To 2009 ήταν υποψήφια για remake από μεγάλη εταιρεία παραγωγής, η οποία όμως δεν προχώρησε, όπως μας πληροφορεί η Finos Film.
Ακόμα και οι οραματιστές, ακόμα και οι παθιασμένοι με τη δουλειά τους άνθρωποι μπορεί να κάνουν λάθη. Και μεγάλα λάθη. Ένα από αυτά τα λάθη θα μπορούσε να μην είχε αφήσει να φανεί στον ελληνικό κινηματογράφο το απαράμιλλο ταλέντο του Βασίλη Αυλωνίτη, ενός ηθοποιού-μύθου, που με το πολύπλευρο ταλέντο του στην κωμωδία άφησε παρακαταθήκη σπουδαίες και μοναδικές ερμηνείες σε τόσες και τόσες ελληνικές ταινίες. Κι όμως, οι πρώτες εμφανίσεις του Αυλωνίτη στον κινηματογράφο δεν ήταν επιτυχημένες, γι’ αυτό και ο Φίνος δεν τον υπολόγιζε καν ως ηθοποιό. Όταν μάλιστα το 1955 έφτασε η ώρα για να γυριστεί η θρυλική ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» και ο Σακελλάριος προτείνει ως πρωταγωνιστή τον Αυλωνίτη, ο Φίνος αρνείται κατηγορηματικά να το δεχθεί. Ούτε καν το συζητάει. Ο Σακελλάριος όμως επιμένει πολύ έντονα, «χτυπάει χέρι στο τραπέζι» και αναγκάζει τον Φίνο να υποχωρήσει, από τη στιγμή που ο συμπαθής Αλέκος φθάνει στο σημείο να πει ότι θα καλύψει την τυχόν οικονομική ζημιά του Φίνου εάν η ταινία δεν πάει καλά και η αιτία είναι ο Αυλωνίτης. Τη συνέχεια την ξέρουμε όλοι. Η ταινία έσπασε ταμεία, έγινε σήκουελ, γυρίστηκε και η συνέχειά της, ενώ η καριέρα του Αυλωνίτη απογειώθηκε, με τον Φίνο να αντιλαμβάνεται το λάθος του και να επανορθώνει, κρατώντας τον Αυλωνίτη δίπλα του για αρκετά χρόνια. Ο Βασίλης Αυλωνίτης γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1904 στο Θησείο και ήταν παιδί μιας πολύ φτωχής οικογένειας, που έπρεπε από πολύ μικρό να δουλέψει για να ζήσει. Η πρώτη του δουλειά ήταν σε βιοτεχνία κατασκευής τσαντών, ενώ ακολούθησαν πολλές δουλειές του ποδαριού, όπως αχθοφόρος, εργάτης, κατασκευαστής πορτοφολιών. Σημείο σταθμός στην ζωή του ήταν η δουλειά του ως βοηθός σκηνογράφου στο θέατρο «Έντεν», στη γειτονιά του. Το χιούμορ του δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο και ένα βράδυ ο θεατρικός επιχειρηματίας, θέλοντας να πειράξει τον Αυλωνίτη τον σπρώχνει για πλάκα στη σκηνή, εν ώρα παράστασης! Ο ίδιος δεν θα τα χάσει, αλλά θα αρχίσει να κάνει αστεία και να αυτοσχεδιάζει, αποσπώντας το χειροκρότημα των θεατών. Και κάπως έτσι γεννήθηκε ο ηθοποιός Βασίλης Αυλωνίτης. Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στη σκηνή έλαβε χώρα το 1924, όταν ο κορυφαίος κωμικός εμφανίστηκε στην παράσταση «Ερωτικές γκάφες» του θιάσου της Ελένης Ζαφειρίου, ενώ ακολούθησε η οπερέτα του Χατζηαποστόλου «Το κορίτσι της γειτονιάς». Μάλιστα, το 1928 στράφηκε προς την επιθεώρηση επικεφαλής δικού του θιάσου! Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1931 παραλίγο να τον σκοτώσει σφαίρα από θερμόαιμο οπαδό ομάδας φιλελευθέρων, «Βενιζελικών», που εισέβαλε στο θέατρο που έπαιζε τότε στην επιθεώρηση «Κατεργάρα» και άρχισε να πυροβολεί θεωρώντας ότι σατιριζόταν ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Από την εισβολή αυτή τραυματίσθηκαν κάποιοι θεατές, ενώ σκοτώθηκε ο τεχνικός του θεάτρου. Στη συνέχεια από τις ανακρίσεις που ακολούθησαν θεωρήθηκε ότι υπαίτια ήταν η σάτιρα και όχι οι δράστες. Τότε εκδόθηκε και ο γνωστός νόμος «περί τύπου» που περιελάμβανε και το θέατρο στην επακόλουθη λογοκρισία. Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο για τον Αυλωνίτη ήταν το γεγονός ότι ο ίδιος είχε δει ελάχιστες από τις ταινίες του! Μάλιστα σχολίασε γι' αυτό σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Δημήτρη Λυμπερόπουλο, τα εξής: «Δημητράκη, θα τις δω στον άλλο κόσμο, όπου, δεν μπορεί, κάποιος εβραίος ή Έλληνας θα έχει στήσει σινεμά». Η τελευταία του συμμετοχή στον κινηματογράφο ήταν το 1970, στην ταινία «Η αριστοκράτισσα κι ο αλήτης». Λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση αυτής της ταινίας, στις 10 Μαρτίου του 1970, πέθανε από καρδιακή προσβολή. Συνολικά πρωταγωνίστησε ή εμφανίστηκε σε μικρότερους ρόλους σε 75 ταινίες. Ο Βασίλης Αυλωνίτης δεν παντρεύτηκε ποτέ...
Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας