Καμένη πατρίδα, καμένες συνειδήσεις

Βασίλης Τσίγκας Βασίλης Τσίγκας
Καμένη πατρίδα, καμένες συνειδήσεις
Άνθρωποι τσουβαλιάζονται σε καρότσες σε live σύνδεση και άλλοι ζητούν στα σχόλια τον θάνατό τους. Ένα διαδικτυακό Κολοσσαίο, σε μια χώρα που καίγεται και χάνει πλήρως τις κοινωνικές της αντοχές.

Τα στρέμματα, τα σπίτια και οι περιουσίες καίγονται, οι ζωές και οι ψυχές μας μαυρίζουν και μέσα στο σκοτεινό σκηνικό ξεπηδούν φλόγες μισανθρωπιάς. Ο κόσμος γίνεται στάχτη και μαζί του εξαφανίζονται τα ελάχιστα βλαστάρια κοινωνικής συνοχής έχουν απομείνει σε μια κοινωνία που συντηρητικοποιείται πιο γρήγορα απ’ όσο αντέχει.

Και τι θα μείνει στο τέλος; Καμένη γη, καμένες συνειδήσεις, που ψάχνουν φταίχτες για το κακό το ριζικό τους, που νιώθουν ανήμποροι και αφημένοι στην μοίρα τους. Πόσο παράδοξο να νιώθουμε τόσο ανασφαλείς, όταν ακούμε απ’ όλους του ιθύνοντες πως η «ασφάλειά σας είναι το πρώτο μέλημά μας»;

Ο φόβος είναι ο πρώτος κρίκος στην αλυσίδα του μίσους. Κι αυτό το τελευταίο πλέον έχει ποτίσει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, που ψάχνει εχθρούς σε θεούς και δαίμονες, σε ανθρώπους αθώους ή και ενόχους. Δίχως όμως αποδείξεις, απλά γιατί υπάρχουν. Τους τσουβαλιάζει σε καρότσες φορτηγών σε ζωντανή μετάδοση για να ζητούν στα σχόλια σφαίρες, φλόγες και θάνατο.

Ένα διαδικτυακό Κολοσσαίο, όπου άνθρωποι απαιτούν τον θάνατο ανθρώπων. Χωρίς αιδώ, μόνο με μίσος, ρίχνουν στη βορά ψυχές και θέλουν να τις δουν να καίγονται. Και όταν πράγματι απανθρακώνονται παιδάκια, πανηγυρίζουν γιατί νιώθουν… Βασικά δεν ξέρω τι νιώθουν. Δικαίωση; Ευχαρίστηση; Δεν μπορώ να το καταλάβω.

Αυτό όμως που αντιλαμβάνομαι, είναι πως η κοινωνίας μας πλησιάζει ένα σημείο μη επιστροφής. Ένα όριο έλλειψης ενσυναίσθησης που κοντεύουμε να υπερβούμε και μετά τι;

Όσο οι πολίτες νιώθουν παρατημένοι από ένα ανήμπορο να τους προστατεύσει κράτος, όσο αντιλαμβάνονται πως ο καθένας λειτουργεί για τον εαυτό του, τόσο θα βλέπουμε σε live stream αδιανόητες εικόνες. Και πολύ φοβάμαι πως ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα.

Όταν κάποιος παρακολουθεί την περιουσία του, τη ζωή του ολόκληρη να καίγεται, τότε σκέφτεται πως δεν έχει τίποτα άλλο να χάσει, τότε ψάχνει μόνο εκδίκηση.

Το κράτος μας είναι πλήρως ανίκανο να διαχειριστεί την οποιαδήποτε κρίση προκύπτει. Δεν δημιούργησε ποτέ κανενός είδος προληπτικό μηχανισμό, γιατί δεν ήταν ποτέ αυτή η προτεραιότητά του. Και ούτε πρόκειται ποτέ να γίνει. Στάχτη και μπούρμπερη να γίνει κυριολεκτικά όλη η χώρα, κανονικούς προληπτικούς μηχανισμούς δασικής προστασίας δεν θα αποκτήσουμε. Πολύ απλά γιατί το κράτος τους θεωρεί πολυτέλεια. Δεν έχει αλλάξει τόσα χρόνια αυτή η λογική που κάθε καλοκαίρι καίγονται τα πάντα γύρω μας, δεν θα αλλάξει ούτε φέτος ούτε του χρόνου.

Αυτό όμως που αλλάζει, αυτό που φουντώνει είναι η «διαχείριση». Όχι η επίσημη επικοινωνιακή, αλλά η λαϊκή, αυτή στο δρόμο, από τους ανθρώπους που υποφέρουν και χάνουν κάθε καλοκαίρι το βιός τους. Υπάρχουν αυτοί που βλέπουν τις καταστροφές ως ευκαιρία για κέρδος (υπάρχουν καταγγελίες για κτηνοτρόφους που κλειδώνουν τα ζωντανά τους και τα αφήνουν να καούν για να πάρουν μεγαλύτερη αποζημίωση), οι περισσότεροι όμως ακούν ατάκες όπως «εντάξει, θα αποζημιωθείτε, πώς κάνετε έτσι;».

Οι πολίτες της περιφέρειας νιώθουν πως το κράτος ενδιαφέρεται μόνο για την Αθήνα, γιατί τα κανάλια θυμούνται να ρίξουν έκτακτα μόνο όταν οι φλόγες καίνε την Πάρνηθα και τον Παρνασσό. Οι πυροσβέστες ψάχνουν νερό να σβήσουν τις φωτιές και δεν βρίσκουν γιατί κανένας δεν ξέρει αν είναι αρμοδιότητα των Περιφερειών, των Δήμων, της Κυβέρνησης. Ένα χάος και στην μέση άνθρωποι που χάνουν τα πάντα και ξεσπούν. Σε ό,τι και όποιον βλέπουν μπροστά τους.

Είναι πολλά τα χρόνια που το ίδιο γαϊτανάκι μας περιτριγυρίζει. Η απόγνωση απλώνεται σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας και πλέον ξεσπά σιγά σιγά. Θα φτάσουμε σε ένα σημείο, όταν θα βρούμε την σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι. Και αν έχουν αλλοιωθεί τελείως τα στεγανά της ανθρωπιάς μας, τότε αλίμονό μας.

Βασίλης Τσίγκας
Βασίλης Τσίγκας

O Βασίλης Τσίγκας σπούδασε Επικοινωνία, Μέσα και Πολιτισμό στην Πάντειο και ξεκίνησε το δημοσιογραφικό του ταξίδι από τις πρώτες εποχές του ελληνικού internet, με τις νέες τεχνολογίες να συνοδεύουν πάντα το ρεπορτάζ. Μέλος του Gazzetta από το 2014, έχει ασχοληθεί με πολλά διαφορετικά πράγματα και η παραγωγή video είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι αυτών. Λατρεύει το τένις και το NFL και του αρέσει να ανακαλύπτει τις όμορφες ιστορίες των σπορ.