Το μεγάλο ζήτημα της Πίστης
Δεν πιστεύω. Το γεγονός αυτό δεν αισθάνομαι, ότι με κάνει καλύτερο άνθρωπο ή πιο ευφυή ή ανώτερο σε σχέση με τους συνανθρώπους μου, που πιστεύουν. Για την ακρίβεια περισσότερο το αντιλαμβάνομαι ως αδυναμία μου, όσο μεγαλώνω, παρά ως ένα προσόν. Υπήρξαν στιγμές στη ζωή μου, που θα ήθελα πολύ να πιστεύω, θα ήθελα να απευθυνθώ σε κάτι ανώτερο, όχι με την έννοια του αιτήματος ή της δοσοληψίας με το Θείο, αλλά με την έννοια της αυτογνωσίας, ότι δεν μπορεί ο άνθρωπος να είναι το Ανώτερο Είδος, αυτή η γεμάτη ελαττώματα ύπαρξη απέχει πολύ από το Ανώτερο.
Για να πάρω τα πράγματα από την αρχή, όλα ξεκίνησαν στην παιδική μου ηλικία. Γεννήθηκα στην Ελλάδα γεγονός, που αυτόματα με έκανε να λογίζομαι ως Χριστιανός Ορθόδοξος. Λίγα χιλιόμετρα ανατολικότερα θα γεννιόμουν ως Μουσουλμάνος, λίγα χιλιόμετρα δυτικότερα θα ήμουν Ρωμαιοκαθολικός στο δόγμα. Από μόνο του αυτό το συμπτωματικό γεγονός με έκανε ιδιαίτερα σκεπτικιστή απέναντι στο Δόγμα και κατ’ επέκταση λανθασμένα απέναντι στην Θεϊκή οντότητα. Η τριβή μου με τα θρησκευτικά στη διάρκεια των σχολικών χρόνων, μού γεννούσε περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις. Όποτε συναντούσα στα βιβλία μου τον όρο «κατά τας γραφάς», ρωτούσα πεισματικά, «ναι αλλά ποιος έγραψε τας γραφάς» και οι αποκρίσεις ήταν ειρωνικές, απαξιωτικές, προσβλητικές αλλά ποτέ επεξηγηματικές. Είχα από μικρός καταλάβει, ότι όπου έμπαινε ο άνθρωπος ως διαμεσολαβητής των πιστών με το Θείο, τα πράγματα γινόντουσαν επικίνδυνα υποκειμενικά και χειριστικά.
Εκεί περίπου έκανα το πρώτο λάθος. Ασχολιόμουν πολύ με την επιφάνεια, με το ιερατείο, με το τελετουργικό, με τους ναούς, με τον πλούτο που έξω από κάθε λογική περιέβαλε μια διδασκαλία για αγάπη και ταπείνωση, ώστε τελικά αντί να αναζητώ τις απαντήσεις, εκμεταλλευόμουν το ότι εξυπνότερος ων έφερνα σε δύσκολη θέση τους θεοσεβούμενους συνομιλητές μου κι αυτό λογιζόταν ως μια κάποιου είδους νίκη. Στην πραγματικότητα ήταν ήττα δική μου, που έχανα χρόνο με θρησκόληπτους ανθρώπους, οι οποίοι υπάκουαν τυφλά σε ένα αρρωστημένο πρωτόκολλο.
Το πρώτο χτύπημα το δέχθηκα στην εφηβεία μου διαβάζοντας τη συνέντευξη ενός Αμερικανού κοσμοναύτη. Μιλούσε για την φυσική τελειότητα και αρμονία που αντίκρισε στη Γη από πολύ μακριά και το πόσο κοντά αισθάνθηκε κοντά στον Θεό. Αναλογίστηκα τις θετικές σπουδές, που έκανε στη ζωή του εκείνος ο άνθρωπος, την αφοσίωσή του στις επιστήμες, την τετράγωνη σκέψη που υπαγόρευε η επαγγελματική του εξειδίκευση κι ένιωσα ένα ιδιαίτερο δέος μπροστά στη θεολογική του συνείδηση. Αργότερα επειδή ήμουν ανέκαθεν λάτρης των βιογραφιών και των περιεκτικών – διαφορετικών συνεντεύξεων, παρατήρησα ολοένα και περισσότερους καταξιωμένους επιστήμονες βιολόγους, μαθηματικούς και κυρίως γιατρούς να δηλώνουν τη θερμή πίστη τους στον Θεό.
Επανέρχομαι συνεχώς στο θέμα της Πίστης, γιατί προφανώς σε αυτό το κείμενο δε θα απαντήσω εγώ ο αδαής, ο ελλιπής, ο ημιμαθής το ερώτημα περί της ύπαρξης του Θεού και της μορφής που έχει η Θεϊκή οντότητα. Στέκομαι μόνο στην αξία της Πίστης, στην αξία του να απευθύνεσαι κάπου «παραπάνω», όχι απαραίτητα για να ζητήσεις, αλλά για να συνομιλήσεις και για να δηλώσεις έτσι πως γνωρίζεις, ότι μπορεί να βρίσκεσαι στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, αλλά δεν είσαι ο ανώτερος, δεν είσαι το τέλειο.
Σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής μου, με τη μικρή μου κόρη ασαράντιστη ακόμα σε ένα κρεβάτι Μονάδας Αυξημένης Φροντίδας νοσοκομείου απευθύνθηκα ψηλά. «Παναγία μου κάνε να βγούμε καλά από δω μέσα και θα της δώσω το όνομά σου». Δεν ήταν μια προσπάθεια να κερδίσω κάτι, μια συναλλαγή, ήταν μια προσπάθεια να πιστέψω. Όλα πήγαν κατ’ ευχή και δεν ξέχασα, τήρησα την υπόσχεση. Σαν μια υπόσχεση σε έναν δικό μου άνθρωπο που δεν ζούσε πια, όχι σαν μια υπόσχεση και υποταγή στο Θείο. Ακόμα και η προσπάθειά μου αυτή για Πίστη με βοήθησε, σκεφτείτε να είχα φτάσει στην εγκατεστημένη Πίστη.
Πηγαίνω στην εκκλησία το Πάσχα περισσότερο προσηλωμένος στην Ορθόδοξη λαογραφία που αγαπώ και λιγότερο για άλλους λόγους. Προσπαθώ να μην κοιτάζω τους χρυσοποίκιλτους ιερείς, αλλά τους πιστούς που δεν κάνουν επίδειξη των καινούργιων τους ρούχων, μόνο κοιτάζουν ψηλά κάτι, που μόνο εκείνοι βλέπουν. Ανατριχιάζω ακούγοντας το «Ω γλυκύ μου έαρ» και η Πίστη μου σταματά εκεί. Επιστρέφω μετά στην καθημερινότητα σκεπτικιστής, πνεύμα και γλώσσα αντιλογίας και αμφιβολίας. Δεν νιώθω ότι πλεονεκτώ έναντι των πιστών, μάλλον υπολείπομαι. Είναι παράδοξο αλλά τα σημαντικότερα λόγια που ανακαλώ περί Πίστης ανήκουν σε έναν άθεο κι όχι σε ένα πιστό. Θυμάμαι τα λόγια του σπουδαίου άθεου εξελικτικού βιολόγου Ρίτσαρντ Ντώουκινς. «Δεν πιστεύω, αλλά θεωρώ χυδαίο να προσβάλλω την Πίστη οποιουδήποτε ανθρώπου.» Είναι όντως χυδαίο να προσβάλλεις οποιονδήποτε, όπου κι αν πιστεύει ή δεν πιστεύει. Η ενθεΐα και η αθεΐα δεν επιβάλλονται, ούτε διδάσκονται κατ’ εμέ. Πηγάζουν από την ψυχή μας και το μυαλό μας κάθε μέρα που περνάμε στον πλανήτη. Ας μην κάνουμε τόσο θόρυβο περί αυτών επιδεικνύοντάς τα στους γύρω μας. Ας τα κρατήσουμε για τον εαυτό μας. Η Πίστη είναι απολύτως προσωπική υπόθεση ανάμεσα σε εμάς και σ’ Αυτό(ν).