Είναι trash η ελληνική τηλεόραση ή η ελληνική κοινωνία;

Είναι trash η ελληνική τηλεόραση ή η ελληνική κοινωνία;
Ο Χρήστος Κιούσης μπροστά στην τηλεόρασή του, γράφει μερικές σκέψεις για την επιδημία του trash, του τίποτα και του πλαστικού.

Μακριά από το ονειρικό Βελιγράδι και την μπασκετική μαγεία του Euroleague Final 4, στο οποίο μας ταξιδεύει η καλύτερη μπασκετική αποστολή του Gazzetta, παραμείναμε πίσω μπροστά στις τηλεοράσεις, διψασμένοι για μπασκετικό περιεχόμενο και τυχεροί τουλάχιστον όντες με τη δυνατότητα να παρακολουθούμε και το ταυτόχρονο τενιστικό τουρνουά της Ρώμης, υποπίπτουμε στο αμάρτημα και τη βάσανο του zapping.

Αδέρφια έχει χαθεί η μπάλα! Αν δεν έχεις τη δυνατότητα να διαθέτεις συνδρομητική πλατφόρμα, που θα σου ανοίξει τις πύλες αθλητικού, κινηματογραφικού, μουσικού και άλλου περιεχομένου, απέχεις ελάχιστα από τη λοβοτομή! Δεν έχει νόημα να αναφερθώ σε τίτλους εκπομπών, ονόματα παρουσιαστών, ψευδώνυμα παικτών, αλλά ούτε και να περιγράψω το μανδύα, που ντύνει αυτά τα προγράμματα άλλοτε γαστρονομικό, άλλοτε αθλητικό, άλλοτε κοινωνικού πειράματος εγκλεισμού. Ο παρονομαστής είναι κοινός: «Να χαζέψουμε τι λένε, τι κάνουν, τι φοράνε, να χαζέψουμε γενικώς.» Ο κόσμος είναι πολύς, πάρα πολύς. Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτά τα «παιχνίδια», ο κόσμος που δηλώνει πρόθεση συμμετοχής σε τέτοια «παιχνίδια», ο κόσμος που ποικιλοτρόπως ζει από την ενασχόλησή του με αυτά τα «παιχνίδια».

 

Πολύ πρόσφατα συζητούσα με σπουδαστές του Τομέα Εφαρμοσμένων Τεχνών, δηλαδή γραφίστες, animators και φωτογράφους και τους μιλούσα για την ομιλία του δημιουργού της επιτυχημένης ιστοσελίδας – επιχείρησης skroutz.gr, την οποία παρακολούθησα στο πρόσφατο TEDx Thessaloniki. Ο άνθρωπος περιέγραψε, πως η ανάγκη του για την αγορά και συναρμολόγηση εξαρτημάτων υπολογιστή, για να βελτιστοποιήσει τη σχέση αξίας – τιμής, τού γέννησε την ιδέα, να στήσει μια τέτοια πλατφόρμα για επίδοξους καταναλωτές. Το επιχειρηματικό αποτέλεσμα το ξέρουμε και είναι άκρως επιτυχημένο.

Ένας από τους σπουδαστές αντέδρασε με πολύ ενδιαφέρον στην παραπάνω περιληπτική μου εξιστόρηση και μου είπε: «να κάτι τέτοιο ψάχνω κι εγώ, να δημιουργήσω μια εφαρμογή, να βρω μια τέτοια επιτυχημένη ιδέα». Του απάντησα «ωραία, άρα πρέπει μέσα από τα δικά σου βιώματα και την καθημερινότητα των γύρω σου να βρεις ποια ανάγκη υπάρχει που δεν εξυπηρετείται, ποια ανάγκη υπάρχει μέσα σου πρώτα απ’ όλα και να προσπαθήσεις, να την ικανοποιήσεις πρώτος και καλύτερα εσύ.» Μου απάντησε «ξέρω ποια ανάγκη έχω, να γίνω γνωστός».

Περίμενα πολλά πράγματα, να ακούσω ως ανάγκη ενός 20χρονου παιδιού εκτός από αυτό! Του απάντησα κάτι εξυπναδίστικο του τύπου ότι, «κι ένας διαταραγμένος με ούζι σε αμερικάνικο σχολείο γίνεται γνωστός, αλλά μάλλον δεν είναι αυτό το ορθό παράδειγμα». Του απάντησα αυτή την ανοησία, γιατί το μυαλό μου είχε παγώσει από τη διαπίστωση. Ο μέσος Έλληνας νέος πραγματικά ηρωοποιεί και ζηλεύει τον «γνωστό». Την κοπέλα με τους fake χιλιάδες ακολούθους στα κοινωνικά δίκτυα, το παλικάρι που γεμίζει το σώμα του τατουάζ, που δεν ξέρει καν, γιατί τα κάνει και τι σημαίνουν, τη λαοθάλασσα πλαστικών υπερμεγεθών βυζιών, μποτοξαρισμένων 25χρονων προσώπων, φουσκωμένων με αναβολικά μυών, σιλικοναρισμένων κώλων και παραγεμισμένων με υαλουρονικό χειλιών. Αν τσεκάρετε, ποιοι είναι οι ταχέως εμφανιζόμενοι «γνωστοί» της κοινωνίας μας, είναι ως επί το πλείστον τέτοιοι. Αγόρια και κορίτσια με μικρά μόνο ονόματα, μικρές στην υπερέκθεση αντιστάσεις, μεγάλες προσδοκίες και ρηχές ανθρώπινες υπάρξεις. Δε με νοιάζει αν φαίνομαι σνομπ, με στεναχώρια γράφω, όχι με απαξία ή θυμό. Το “πουλ μουρ – τζα φρα” παίρνει επιδημικές διαστάσεις, επειδή το έδαφος της ελληνικής κοινωνίας περιμένει το “απόλυτο τίποτα”, όπως περιμένουν τα ξερά χωράφια τη βροχή.

«Αφού όλη μέρα η τηλεόραση τέτοιους δείχνει», σαν να ακούω την ψηφιακή ομήγυρη να καταγγέλλει. Ναι κοιτάξτε να δείτε, αλήθεια είναι, ότι η τηλεόραση βρίθει τέτοιων προτύπων. Αν όμως στο μέσο ελληνικό σπίτι η τηλεόραση είναι μόνιμα ανοικτή σε τέτοιες εκπομπές, γιατί μόνο μπροστά σε αυτές παύει η μάχη του τηλεκοντρόλ και ενώνεται η μέση ελληνική οικογένεια, τότε τι γίνεται φίλοι μου;

Η θεωρία μου είναι απλή και βασίζεται στην αρχή του μιμητισμού. Αν εγώ ο πατέρας βλέπω μετά μανίας και εκθειάζω ή τέλος πάντων ασχολούμαι με τον κάθε Δώρο και την κάθε Αθηνά, τότε ο γιός μου και η κόρη μου θα θέλουν να γίνουν Δώρος και Αθηνά. Αν φάω κόλλημα με τον Τσιτσιπά και την Σάκκαρη, τότε ο γιός μου και η κόρη μου θα κοιτάνε τον Στέφανο και την Μαρία. Σαφώς λόγω χάσματος γενεών θα αναπτύξουν τα δικά τους πρότυπα και αγαπημένα πρόσωπα, σκεφτείτε όμως αν ο πατερούλης ή η μανούλα πριμοδοτούν κάποια συγκεκριμένα πρότυπα.

Ας αφήσουμε όμως το trash της τηλεόρασης κι ας ασχοληθούμε με το trash της κοινωνίας γενικότερα. Για το ότι αδυνατούμε να μιλήσουμε πέντε λεπτά σαν άνθρωποι για πολιτική, χωρίς να σφαχτούμε, για τον καθημερινό πλακωμό για το parking, για την ουρά στην τράπεζα, για το μακελειό στις εφημερίες των νοσοκομείων, για τη συμπεριφορά στη δημόσια υπηρεσία, για τα σκουπίδια όπου εκδράμουμε, για την οδική μας συμπεριφορά, δε φταίει η τηλεόραση, η βαθιά αμορφωσιά, που έγινε δεύτερη φύση μας, φταίει. Σε αυτήν έρχεται και κουμπώνει η τηλεοπτική πραγματικότητα. Οι άνθρωποι των εταιριών παραγωγής κάνουν μετρήσεις κι έρευνες αγοράς. Τους φαντάζομαι γύρω από τα παραλληλόγραμμα τραπέζια συνεδριάσεων να λένε, “συνάδελφοι, η Ελλάδα του 2018 είναι ο παράδεισός μας”.

Μετά ποιον να κατηγορήσω, τα κανάλια και τους επιχειρηματίες; Την Acun Media, την Fremantle και την Endemol; Γιατί; Για να μην κατηγορήσω τον εαυτό μου και πληγωθώ; Για να βλαστημάω την τηλεόραση και να την λέω trash; Αν αυτή είναι trash TV, πόσο trash περπατάει κάθε μέρα γύρω μας, πόσο trash υπαρχει μέσα μας;

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.