Η «γλυκιά» τοπική κοινωνία και ο κανόνας του «έλα μωρέ τώρα»
Είναι ο κοινός παρονομαστής σε κάθε είδηση που διαβάζουμε στο αστυνομικό και στο κοινωνικό ρεπορτάζ. Πίσω από περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, κληρονομικών διαφορών που φτάνουν μέχρι πράξεις βίας, κυνηγητά προσφύγων και μεταναστών, κακοποιήσεις ζώων, ακόμα και δολοφονικών επιθέσεων, η κάμερα και το μικρόφωνο θα αναζητήσουν το υπόβαθρο στην είδηση και κατόπιν εορτής πολλά στόματα θα ανοίξουν. Άλλοτε για να αιτιολογήσουν χαρτί και καλαμάρι, «πως φτάσαμε ως εδώ» κι άλλοτε για να δηλώσει απολύτως αιφνιδιασμένη, η ελληνική τοπική κοινωνία δύσκολα μπορεί να συγκαλύψει τη συνενοχή της.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια μικρή γειτονιά της Δάφνης την εποχή που ακόμα οι νοικοκυραίοι κάθονταν στα 2-3 σκαλοπατάκια της εισόδου τους πίνοντας καφέ και το κυριότερο παρατηρώντας και σχολιάζοντας. Είναι εθνικό μας σπορ ο σχολιασμός και η ανάγκη για γνώση, του τι γίνεται πισω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα του απέναντι. Οι γειτόνισσες ήξεραν λεπτομερώς ποιο παιδάκι έτρωγε το φαγητό του, ποιο έτρωγε ξύλο, ποιο ανδρόγυνο έκανε σεξ ή ποια σύζυγος έτρωγε σφαλιάρες, ποιοι γάμοι ήταν ευτυχισμένοι και ποιοι για φούντο, ποιος ηλικιωμένος ήταν θύμα «φιλοξενίας» για να του αρμέγουν τη σύνταξη, ποιος αδερφός είχε ψυχολογικά προβλήματα και πυροβολούσε γατιά με το αεροβόλο. Όλα τα ευχάριστα η τοπική κοινωνία της γειτονιάς τα σχολίαζε με ζήλεια για όλα τα δυσάρεστα και μερικές φορές εγκληματικά δυσάρεστα η γειτονιά έλεγε, «έλα μωρέ τώρα, που να μπλέκεις». Αν τηρούνταν οι κανόνες καλής γειτνίασης, αν δηλαδή δεν πάρκαρε ο ένας μπροστά στο σπίτι του άλλου σε ένα εθιμικό δίκαιο του κώλου, ας γινόταν ό,τι ήθελε πίσω από τα σφραγισμένα παντζούρια.
Βρέθηκα τις προάλλες για έναν καφέ με τον Γιώργο Μαυρίδη στο tattoligans στην Θεσσαλονίκη κι έβλεπα την Τσίχλα, το μικρό σκυλάκι που υπέστη συστηματικό φριχτό βασανισμό από «ανθρώπους» σε μια επαρχιακή πόλη. Ο Γιώργος, που άλλοι μπορεί να τον γουστάρουν κι άλλοι όχι, πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Υιοθέτησε την Τσίχλα, πλήρωσε από την τσέπη του για να την κρατήσει στη ζωή, τα κατάφερε τόσο καλά που το τρίποδο πλασματάκι με το κομμένο αυτί και τον λιωμένο οισοφάγο τριβόταν όλη την ώρα παιχνιδιάρικα στα πόδια μου χωρίς να φοβάται τον ξένο άνθρωπο. Στον καφέ μας ο Γιώργος μου έλεγε, «θα τον βρω ρε φίλε που θα πάει, θα τους φέρω ανάποδα αλλά θα τον βρω τον καριόλη. Και ξέρεις γιατί; Γιατί είναι μαθηματικά σίγουρο και επιστημονικά τεκμηριωμένο, ότι αυτός ο καριόλης, αν μείνει ατιμώρητος, θα το ξανακάνει εύκολα και σε ζώο και σε άνθρωπο.»
Ο Γιώργος προφανώς δεν είναι ο κανόνας του «έλα μωρέ τώρα» που βασιλεύει γύρω μας, για πολλούς μάλιστα είναι ένας περίεργος που έχει φάει μια «πετριά» και χώνει τη μύτη του (μουσούδα του) εκεί που δεν έχει καμιά δουλειά. Γιατί μη μου πείτε ότι στη μικρή επαρχιακή πόλη που συνέβη ο βασανισμός της Τσίχλας, κανείς δεν πήρε χαμπάρι τίποτα, γιατί δυσκολεύομαι πολύ να το πιστέψω. Είτε στο στενό είτε στο ευρύτερο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον μια τόσο βαριά ψυχοπαθολογική περίπτωση δεν μπορεί να περάσει αθέατη, περνάει όμως ατιμώρητη γιατί απλά αυτό επέλεξε η γλυκιά τοπική κοινωνία.
Επειδή είναι πιο κραυγαλέο κι εύκολο το παράδειγμα της Τσίχλας αναφερομαι σε αυτό αντί άλλων παραδειγμάτων νέων γυναικών που άφησαν τα νεογέννητα μωρά τους σε σκουπίδια ή εισόδους πολυκατοικιών, αντί της μικρής που βρήκε φριχτό θάνατο σε ένα ημιυπόγειο πολυκατοικίας από τον πατέρα της, αντί του κατ’ εξακολούθησιν βιαστή της Κρήτης για τον οποίο όλοι είχαν να πουν κάτι μετά, αντί του παπά στη Μάνη και την ανίερη σχέση του με μάνα και παιδί που η τοπική κοινωνία «δεν έβλεπε», αντί της συστηματικής κακοποίησης ζώων από παιδάκια των οποίων οι γονείς αντί να ντραπούν βαθιά για αυτό που δημιούργησαν απαντούν, «έλα μωρέ τώρα».
Όταν αθροίζονται οι πολλές μικρές τοπικές κοινωνίες, διαμορφώνουν τη μεγάλη εικόνα, την ελληνική κοινωνία που αναμασά το «έλα μωρέ τώρα» μπροστά σε οτιδήποτε συμβαίνει στη χώρα μας από τις εκλογές και την πολιτική σκηνή, μέχρι τον αθλητικό βίο και τη διαπλοκή οικονομικών επιχειρηματικών συμφερόντων. Αν επαναστατήσουμε (σιγά μη σκιστούν τα καλσόν) θα έχει να κάνει με την τσέπη μας, τη στέγη μας, την ομάδα μας. Πιο δύσκολα θα κουνηθεί φύλλο για τα παιδιά μας, τις γυναίκες μας, τους γείτονές μας. Πιο δύσκολα θα κινητοποιηθούμε για τον απέναντι και να με συγχωρείτε που δεν παίρνω πολύ τοις μετρητοίς τους διαδικτυακούς εράνους σε facebook groups, όπου αλληλοσυγχαιρούμε ο ένας τον άλλον για την ελληνική εφεύρεση του «φιλότιμου». Πίσω από τον Παναγιώτη-Ραφαήλ υπάρχει η απόλυτη ένδεια της κοινωνίας μας σε τράπεζες αίματος, τράπεζες αιμοπεταλίων, δωρητές οργάνων, υπάρχει η Κιβωτός του Κόσμου που παρακαλάει για αποθέματα τροφίμων και το Χαμόγελο του Παιδιού που υποκαθιστά τις κοινωνικές υπηρεσίες που το Κράτος μας δεν έχτισε ποτέ. Όμως «έλα μωρέ τώρα, ποιος ξέρει ποιοι κονομάνε από κει.»
Δραστήρια η τοπική κοινωνία δε θα παραλείψει να ξεσηκωθεί ενάντια στους «λάθρους» πρόσφυγες και μετανάστες, όταν αυτοί πλησιάσουν τα σχολεία μας και τις γειτονιές μας. Μη διαταραχτεί ο ελληνικός τρόπος ζωής, αυτοί τρώνε σκύλους (εμείς μόνο τους σκοτώνουμε), κακοποιούν τις γυναίκες τους (ποτέ εμείς), επιμολύνουν τα παιδιά μας (τα αμόλυντα). Δραστήρια η τοπική κοινωνία δε θα παραλείψει να στείλει φασίστες στη δημοτική αρχή και στο κοινοβούλιο και στο τέλος «αφού δεν τους βουλιάζουμε στο Αιγαίο όπως οι Τούρκοι, ας στιβαχτούν στη Σάμο και στη Λέσβο μπας και ξεκουμπιστούν μόνοι τους» Και οι κάτοικοι της Σάμου, της Χίου, της Λέσβου; «Έλα μωρέ τώρα...»