Νίκος Καββαδίας: Ο ταξιδευτής
Ο Νίκος Καββαδίας είναι ο ποιητής που εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο τη φυγή, την απόδραση από την καταπιεστική ελληνική πραγματικότητα. Δεν το έκανε όμως για να ικανοποιήσει κάποιον εγωισμό, κάποια επηρμένη φιλοδοξία ή μια αναπόφευκτη ματαιοδοξία. Ο λόγος του είναι γεμάτος ανθρωπιά δίχως επιτήδευση και προσποιητό ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο. Τα ταξίδια που έκανε ως ναυτικός, η ζωή στη θάλασσα και η γνωριμία με άλλους πολιτισμούς, τον “υποχρέωσαν” να βάλει τον άνθρωπο μοναδικό προορισμό της αναζήτησης του. Ναι, στα ποιήματα του αναδεικνύει τη συστολή και το παρασκήνιο της ανθρώπινης ζωής. Εκεί που οι ρυτίδες και τα ξέφτια της δεν κρύβονται. Το βάρος της νοσταλγίας και της παραιτημένης ελπίδας που όμως επιβιώνει στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Ο Καββαδίας είναι ο αδικημένος της λογοτεχνικής γενιάς του 30', ο “Μαραμπού”. Είναι συνοδοιπόρος και “αθάνατος” μέσα από τον Θάνο Μικρούτσικο και τον “Σταυρό του Νότου”. Πάντα όμως μοναχικός ταξιδευτής. Πάντα...
Εκεί, σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας. Ο Νίκος (Κόλιας) Καββαδίας, δευτερότοκος γιος του μεγαλεμπόρου Χαρίλαου Καββαδία και της Δωροθέας το γένος Αγγελάτου που καταγόταν την Κεφαλλονιά. Είχε μια μεγαλύτερη αδερφή (Ευγενία-Τζένια) και δύο μικρότερους αδερφούς (Δημήτρη-Μίκια και Αργύρη). Ο πατέρας του διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών-εξαγωγών, με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό. Τρία χρόνια μετά, το 1914, εξαιτίας της επανάστασης στο Σετσουάν, η οικογένεια Καββαδία εγκαταλείπει τη χώρα και με τον υπερσιβηρικό φτάνει μέσω Τουρκίας στην Ελλάδα για να εγκατασταθεί στο Αργοστόλι. Περνώντας από την Αθήνα θα καταλύσουν στο ξενοδοχείο “Διάνα” και θα γραφτούν στο νηπιαγωγείο της σχολής της Ελένης Μαζαράκη “Παρθεναγωγείον αι Μούσαι”.
Ο πατέρας του επιστρέφει στη Ρωσία, τα ίχνη του χάνονται λόγω της “Οκτωβριανής Επανάστασης”, φυλακίζεται αλλά τελικά διαφεύγει ακολουθώντας τα υπολείμματα του αντιμπολσεβίκου στρατηγού Βράνκελ. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1920, οικονομικά κατεστραμμένος και ψυχικά απροσάρμοστος. Αργότερα θα ανοίξει συνεταιρικά ένα μικρό εμπορικό κατάστημα στο Πασαλιμάνι, όπου συγκεντρώνονταν ρώσοι εμιγκρέδες. Ο Καββαδίας, στη “Βάρδια”, θα γράψει: “Ο πατέρας μου... ο λαθρέμπορος του Λάο Γιαν, ο χαρτοπαίκτης του Τιεν Τσιν, ο μπακάλης του Πασαλιμανιού στα στερνά του, ο πιο ανελέητος άνθρωπος που γνώρισα”.
“Πέτρος Βαλχάλλας”
Το 1921 η οικογένεια μετακομίζει στον Πειραιά. Αρχικά στην οδό Φραγκιαδών (Φρεαττύδα) κι έπειτα στην οδό Βούλγαρη 118 (Πασαλιμάνι), όπου ο Νίκος θα τελειώσει το Δημοτικό στη σχολή “Saint Paul”με συμμαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και τον π. Γιώργη Πηρουνάκη, και το Γυμνάσιο στο παρθεναγωγείο των αδελφών Μπάρδη. Στο Γυμνάσιο συμμαθητής του ήταν και ο γιος του Παύλου Νιρβάνα, Κώστας Αποστολίδης, ο οποίος θα τον φέρει σε επαφή με τον πατέρα του που θα του συμπεριφερθεί σαν ισότιμος φίλος και θα τον ενθαρρύνει στα πρώτα του βήματα. Αργότερα θα υιοθετήσει το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας. Το 1922 εκδίδει το μαθητικό τετράσελιδο φυλλάδιο “Σχολικός Σάτυρος” με έμμετρα κείμενα γραμμένα από τον ίδιο. Συνεργάζεται με τη “Διάπλαση των παίδων” χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο “ο μικρός ποιητής”. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1927, δημοσιεύει τους πρώτους του στίχους στο περιοδικό της “Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας” με το πλαστό όνομα “Πέτρος Βαλχάλλας”. Θα κρατήσει αυτή την υπογραφή ως το 1930.
Το 1928 τελειώνει το Γυμνάσιο και δίνει εξετάσεις για την Ιατρική Σχολή. Την ίδια χρονιά, όμως, αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του, γεγονός που τον υποχρεώνει να αναλάβει τις οικονομικές ευθύνες της οικογένειας. Θα εργαστεί στο ναυτικό γραφείο Ζωγράφου που πρακτόρευε και τα βαπόρια των θείων του Γιαννουλάτων, αδελφών της μητέρας του, συνεχίζοντας τη συνεργασία του με λογοτεχνικά περιοδικά. Γνωρίζεται με τους πνευματικούς ανθρώπους του Πειραιά και δημοσιεύει συνεργασίες στον “Διανοούμενο”, στον “Ρυθμό” και στο “Πειραϊκό Βήμα”.
Η “γέννηση” του “Μαραμπού”
Τον Οκτώβριο του 1929 πεθαίνει ο πατέρας του. Μπαρκάρει ναύτης στο φορτηγό πλοίο “Άγιος Νικόλαος”. Από το 1930 ως το 1936 ξεκινά μια περίοδος διαρκών ταξιδιών. Ο κόσμος της θάλασσας γίνεται η κύρια πηγή έμπνευσης του. Ταξιδεύει με το ατμόπλοιο “Πολικός” και στη συνέχεια με τα φορτηγά “Νίκη”, “Ιόνιον”, “Αντζουλέτα” και “Χαράλαμπος”. Το 1932 δημοσιεύεται το πρώτο του πεζογράφημα και τον επόμενο χρόνο, το 1933, η οικογένεια θα εγκατασταθεί στην οδό Κιμώλου 18 στην Κυψέλη. Το ίδιο έτος εκδίδεται σε 245 αντίτυπα από τις εκδόσεις “Κύκλος” η ποιητική συλλογή “Μαραμπού”. Και εδώ θα πρέπει να σταθούμε. Όχι μόνο επειδή είναι το λογοτεχνικό ντεμπούτο του, αλλά κυρίως γιατί δίνει το στίγμα του Καββαδία. Η απουσία επιθετικού προσδιορισμού στο πρόσωπο του δεν είναι τυχαία. Τα πρώτα συγκεντρωμένα ποιήματα αποκαλύπτουν τους σηματοδότες της ζωής του. Τα σταθερά σημεία που όρισαν και διαμόρφωσαν το περιεχόμενο αυτής της ζωής: “Θάλασσα”, “φυγή”, “γυναίκες”, βάρδια”, “πλοία”. Οι λέξεις-οδοδείκτες πάνω στις οποίες “ταξίδεψαν” οι σκέψεις του Καββαδία. Προχωρώντας στην υπέρβαση θα λέγαμε ότι αποτελούν τον ήλιο του, γιατί αυτές του έδιναν δύναμη να εξομολογείται, να απολογείται, να αφηγείται, να εμπνέεται...
Από τον τίτλο δείχνει τις προθέσεις του. Το “Μαραμπού” είναι γένος μεγάλων τροπικών πτηνών που ανήκει στην τάξη πελαργόμορφα και στην οικογένεια πελαργίδες. Το πρώτο ποίημα της συλλογής δημιουργείται πάνω στο Μαραμπού. Ο Καββαδίας θέλει να εκφράσει το παράπονο και τη θλίψη της νοσταλγίας. Το βάρος τη μνήμης και των αναμνήσεων που πληγώνουν συναισθηματικά. Να σαρκάσει τον εαυτό του. Όλα αυτά τα μοιράζεται ο Καββαδίας μαζί του. Στο τέλος θα δει τον εαυτό του σε αυτό και τις επιθυμίες να ταξιδεύουν μαζί του. Στα υπόλοιπα ποιήματα γινόμαστε θεατές στιγμιοτύπων της ζωής του στα ταξίδια στη θάλασσα. Η γνωριμία του με καπετάνιους, θερμαστές, γυναίκες σε πορνεία. Ο Καββαδίας δεν ξεχνά φίλους και τους αφιερώνει κάποια ποιήματα. Αναφέρεται στην οικογένεια του, στις προσευχές των ναυτικών. Στα περισσότερα ποιήματα ο λόγος είναι έμμετρος με ομοιοκαταληξία. Ο λυρισμός συνοδεύει την εκφραστική δεινότητα του Καββαδία που μετουσιώνει τον ρεαλισμό σε έναν ιδιαίτερο εξπρεσιονισμό. Ο Καββαδίας δεν παραμορφώνει την πραγματικότητα, αλλά της προσθέτει το δικό του συναισθηματικό φορτίο για την κάνει πιο οικεία σε μας. Ο δύσκολος στους επαίνους Φώτος πολίτης θα γράψει “ο νέος αυτός ποιητής έχει πραγματικήν ανθρωπιά μέσα του”.
Τα... στεριανά διηγήματα
Ο Καββαδίας ήθελε να γίνει πλοίαρχος, όμως οι συνεχείς περιπλανήσεις δεν του επιτρέπουν να πραγματοποιήσει το όνειρο του. Έτσι, επιλέγει να ακολουθήσει άλλη οδό. Φυσικά χωρίς να αλλάξει προσανατολισμό. Το 1939 θα πάρει δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητή Β' τάξεως, ειδικότητα με την οποία θα ναυτολογείται σε όλα του τα ταξίδια μετά το 1945. Η οικογένεια του μετακομίζει στην οδό Αγίου Μελετίου 10, όπου θα συγκατοικήσουν όλοι για 23 χρόνια.
Την περίοδο 1940-45 στρατεύεται και πολεμάει στην Αλβανία. Αρχικά, υπηρετεί ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω ειδικότητας που είχε, ασυρματιστής, χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Συνεργάζεται με το περιοδικό “Η λόγχη” που κυκλοφορούσαν οι συμπολεμιστές του στο χωριό Κούδεσι. Οι πολεμικές του εμπειρίες θα μεταφερθούν στα αφηγήματα “Στο άλογο μου” (1941) και “Του πολέμου” (1969).
Δεύτερη στάση στο έργο του Καββαδία. Πρόκειται για δύο διηγήματα... στεριανά. Αμφότερα έχουν να κάνουν με αλβανικό έπος. Τα βιωματικά στοιχεία έντονα μια και ήταν από τους τελευταίους που γύρισαν από το μέτωπο με τα πόδια. Τα ζώα, και ειδικά τα μουλάρια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον πόλεμο. Η θάλασσα, πάντως, δεν λείπει. Μέσα από λέξεις αλλά και εικόνες που σχηματίζει την έχει κοντά του. Η μοναχική πορεία στη νύχτα θυμίζει τα μεγάλα ναυτικά ταξίδια. Το πολεμικό σκηνικό οδηγεί τον ποιητή. Ο χωρισμός σε αντίπαλα στρατόπεδα γίνεται ο κεντρικός άξονας της αφήγησης. Σύντομη, αλλά πολυεπίπεδη. Ο στρατιώτης Καββαδίας βρίσκει τυχαία έναν αντίπαλο και ζητά τη βοήθεια του διότι έχει χαθεί. Με το μουλάρι του κουβαλά υγειονομικό υλικό. Στην αρχή, δυσπιστία. Μια φωτογραφία όμως αλλάζει τη διάθεση. Ο γέρος έχει περισσότερη ανάγκη την αρωγή του στρατιώτη. Ο γιος του είναι τραυματισμένος. Το φορτίου του άλλου είναι δελεαστικό και κατεδαφίζει σβήνει τις διαχωριστικές γραμμές που έχουν βάλει οι πολιτικοί. Η λογική εξαφανίζεται και το συναίσθημα ανοίγει δρόμο για την αλληλοβοήθεια. Επιβιώνουν και τα δύο μέρη, ωστόσο κρατάνε τη διαφορετικότητα τους. Η πίστη είναι αυτή που τους διαφοροποιεί. Για τον γέρο, τα εικονίσματα δίνουν δύναμη. Για τον Καββαδία, ο άνθρωπος φιλοξενεί τον Θεό. Όχι οι εικόνες. Εκεί μπλέκεται ο μύθος με την αλήθεια. Το δεύτερο αφήγημα είναι ένα γράμμα. Στο άλογο του. Παραδέχεται πως είναι πιο δύσκολο. Δίνει ανθρώπινη υπόσταση στο ζώο. Του προσφέρει απέραντη στοργή. Βγάζει την ευαισθησία του. Άνθρωποι και άλογα ήταν ένα στον πόλεμο. Αναπολεί ιδιαίτερες στιγμές με το άλογο του στις οποίες χωρά και ο θάνατος.
“Πούσι” και “Βάρδια”
Με την κατάρρευση του μετώπου θα επιστρέψει στην Αθήνα. Στη διάρκεια της Κατοχής συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ ναυτικών στην αρχή κι έπειτα του ΕΑΜ λογοτεχνών. Το 1947 κυκλοφορεί το “Πούσι” από τις εκδόσεις του φίλου του Α. Καραβία. Τρίτη στάση στο έργο του. Η δεύτερη ποιητική συλλογή κοσμείται από ξυλογραφίες επτά χαρακτών φίλων του ποιητή. Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, αν και κατά τ' άλλα θετικός, θα τον κατηγορήσει από τη “Νέα Εστία” για “έλλειψη ήθους”, γιατί στα ποιήματα του, αν και πολλά γράφτηκαν στη διάρκεια της Κατοχής, δεν υπάρχει “μια νύξη, κάποια θύμηση της τραγωδίας της φυλής του, πουθενά”. Ο Δημήτρης Αθηνάκης σε κριτική-παρουσίαση της συλλογής στην “Καθημερινή” μας τονίζει ότι στο “Πούσι” φιλοξενούνται μερικά από τα αριστουργηματικά ποιήματα του Καββαδία. “Kuro Siwo”, “Καραντί”, “Εσμεράλδα”, “Federico Garcia Lorca”, “Σταυρός του Νότου”. Εύστοχα παρατηρεί ότι είναι “ποιήματα-παραμύθια ενός αληθινού κόσμου που συνέβαινε μακριά από τον γνωστό δικό μας και ταυτόχρονα με αυτόν”.
Το 1953 θα πάρει δίπλωμα ασυρματιστή Α'. Ταξιδεύει με τα ατμόπλοια “Ιωνία”, “Κορινθία”, με το φορτηγό “Πρωτεύς” και πάλι με το “Κορινθία”. Τον επόμενο χρόνο θα κυκλοφορήσει η “Βάρδια”.Τέταρτη στάση στο έργο του Ν.Κ. Η Μαίρη Μικέ, αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας, αναφέρει για τη “Βάρδια”: “Ο καθοριστικός και καθοδηγητικός ρόλος της μνήμης, οι αντιθέσεις ανάμεσα στη ζωή και το όνειρο, τη φαντασίωση και την πραγματικότητα, η πολλαπλότητα των προσώπων –περισσότερο σκίτσων παρά χαρακτήρων– η αναγνώριση του έρωτα και του θανάτου ως κυρίαρχων θεμάτων στη Βάρδια, η ιδιόμορφη κι ελεύθερη γλώσσα των ναυτικών, ο έκδηλος και ειλικρινής ανθρωπισμός του, η ασθματική καταγραφή των εντυπώσεων ή αλλιώς η παραληρηματική γραφή, είναι ζητήματα που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο επανέρχονται στα κριτικά κείμενα που υποδέχτηκαν τη Βάρδια”.Η “Βάρδια” είναι το ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση της ποίησης του.
“Έψαλε πέλαγο”
Το 1957, στο Κόμπε της Ιαπωνίας, αυτοκτονεί μέσα στην καμπίνα του ο μικρότερος αδελφός του, πρώτος πλοίαρχος σε φορτηγά πλοία, γεγονός που συγκλονίζει τον ποιητή βυθίζοντας τον στη σιωπή. Θα ξαναγράψει ποίημα μόλις το 1967! Το 1961 θα κυκλοφορήσουν οι συλλογές “Μαραμπού” και “Πούσι” σε κοινή έκδοση από τον “Γαλαξία” της Ελένης Βλάχου. Το 1964 θα μετακομίσει με τη μητέρα του και την αδελφή του στην οδό Γέλωνος 4 στους Αμπελόκηπους. Τον επόμενο χρόνο (1965), τον Μάιο πεθαίνει η μητέρα του. Μετακομίζει με την αδελφή του στην οδό Δεινοκράτους 5 στο Κολωνάκι. Το 1968 θα επισκεφτεί την αδελφή του στην Κεφαλλονιά μετά από 35 χρόνια απουσίας. Εκεί γράφει το πεζό “Λι”, ενώ στις 3 Ιανουαρίου 1969 θα γράψει το μικρό πεζό “Του πολέμου”. Το 1973, οι συλλογές “Μαραμπού” και “Πούσι” επανεκδίδονται από τον “Κέδρο”. Τον Δεκέμβριο του 1974 υπογράφει την αντιμοναρχική διακήρυξη ενόψει του σχετικού δημοψηφίσματος (8 Δεκεμβρίου). Η υγεία του έχει κλονιστεί. Τη Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου πεθαίνει στην αθηναϊκή κλινική “Άγιοι Απόστολοι” από εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεν προλάβει να δει τυπωμένη την ποιητική συλλογή “Τραβέρσο”. Θα κυκλοφορήσει δύο μήνες μετά τον θάνατο του, με προμετωπίδα του Γιάννη Μόραλη (εκδ. Κέδρος). Ο Κώστας Σταμάτης, στο περιοδικό “Συμπόσιο”, τχ. 1-2/1962, σ.17, θα γράψει μεταξύ άλλων: “Θαλασσινός τραγουδιστής με τη γεύση της πίκρας και του παράπονου που χαρακτηρίζει τον Έλληνα ταξιδευτή, ο ποιητής έψαλε πέλαγο κι ανοιχτωσιές, ανθρώπους και πράγματα, ιστορίες και μύθους, όλα όμως τα άσματα που έχουν τον ήχο της αλήθειας και κλείνουν το ωμό, το ρεαλιστικό μήνυμα”.
Ο Σταυρός του Νότου
Το εμβληματικό έργο του Θάνου Μικρούτσικου, είναι ό,τι και “Ο Μεγάλος Ερωτικός” του Μάνου Χατζιδάκι ή το “Άξιον Εστί” του Μίκη Θεοδωράκη. Δεν είναι ότι μας σύστησε -και εξακολουθεί να το κάνει- έναν σπουδαίο ποιητή, αλλά μας μετέφερε το μήνυμα του. Ήτοι τη “φυγή”. Σαν να πιάνει το νήμα από κει που το άφησαν οι Καβάφης, Καζαντζάκης. Ο γνωστός μουσικοσυνθέτης, στο πλαίσιο αφιερώματος του περιοδικού “Ως3”, τον Μάρτιο του 2010, έγραψε τα εξής για το αρυτίδωτο, άφθαρτο έργο:
“Τον Σταυρό του Νότου, τον ηχογράφησα πριν από 33 χρόνια και από τότε μέχρι σήμερα έχει πουλήσει πάνω από 1.000.000 αντίτυπα. Και το λέω ενδεικτικά για να σας δείξω πόσο αφορά τη μία γενιά μετά την άλλη μέχρι σήμερα. Θεωρώ ότι επέλεξε τη θάλασσα ως πεδίο πάνω στο οποίο θα πει αυτά που θέλει να πει. Η πραγματικότητα που βίωνε τότε ο Καββαδίας, που βίωσα εγώ ή που βιώνετε εσείς σήμερα είναι μια μίζερη πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που πετσοκόβει τα όνειρά μας, που δεν αφήνει τη φαντασία μας να οργιάσει, μια πραγματικότητα που σε πάει σε μια κοινωνία ανταγωνιστική, σε μια κοινωνία που ενώ στον καθένα από σας κλείνει το μάτι σε όλους μαζί, στο εμείς δηλαδή, μας καταπιέζει αφόρητα. Λέει, λοιπόν, ο Καββαδίας «αυτή είναι η κοινωνία, φύγε από αυτήν, ταξίδεψε». Αυτή την έννοια τού ταξιδιού μακριά από τη μίζερη πραγματικότητα έπιασαν οι νεότερες γενιές ακριβώς ως βασικό στοιχείο τής φιλοσοφίας τού Καββαδία.
Όταν μελοποιώ, μελοποιώ τον λόγο με τρόπο τέτοιο που να υποκλίνομαι στο ποίημα, το οποίο απαιτεί. Το ποίημα απαιτεί. Το κείμενο απαιτεί κι εγώ προσπαθώ να βρω εκείνα τα σημεία που πραγματικά αποκαλύπτουν αυτά τα κρυμμένα. Νομίζω ότι αν κάτι προσέφερε η μουσική μου στα ποιήματα τού Καββαδία είναι ακριβώς η αποκάλυψη αυτών των στοιχείων.
Θα σας πω έναν στίχο: «Χόρεψε πάνω στο φτερό τού καρχαρία». Φανταστείτε έναν νέο ή μία νέα να χορεύει πάνω στον καρχαρία. Ο καρχαρίας, δεν ξέρω αν ξέρετε, είναι το πιο παλιό ζώο που υπάρχει πάνω στον πλανήτη. Έχει ηλικία περίπου 4 εκατομμυρίων ετών, από την εποχή των δεινοσαύρων. Άρα είναι το ανθεκτικότερο ζώο και στις άγριες μορφές του είναι το σκληρότερο. Είναι δυνατόν ποτέ κανένας, εάν το δούμε ρεαλιστικά, να δαμάσει αυτό το ζώο και να χορέψει πάνω του; Λέει, λοιπόν, ο Νίκος Καββαδίας «κατάκτησε το αδύνατο». Η ζωή μας, ξέρετε, δικαιώνεται εάν κάθε φορά ξεπερνάμε τα προδιαγεγραμμένα μας όρια. Κατακτάμε το αδύνατο εάν σπάσουμε το τσόφλι τού αβγού. Κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσει ο καθένας μας ότι αυτά που έμαθε, αυτά που θέλει να κάνει έχουν έναν κύκλο πέρα από τον οποίο δεν μπορεί να πάει. Εάν αυτό το αποδεχτούμε ως τρόπο ζωής, στο τέλος θα καμπουριάσουμε όταν περάσουν τα χρόνια. Αν όμως αυτά τα όρια μπορούμε να τα σπρώξουμε, να τα ξεπεράσουμε, να τα σπάσουμε, τότε μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας όνειρο. Αυτό ακριβώς είναι η ποίηση τού Καββαδία.
Δεν θέλει να σε κοροϊδέψει ο Καββαδίας. Δεν σου λέει φύγε και αύριο όλα θα είναι καλά. Σου λέει μεν φύγε από αυτή τη μίζερη πραγματικότητα, αλλά έχε υπ' όψιν σου ότι έχεις πολλά μπροστά σου να ξεπεράσεις. Αλλά και πόσα πρόσωπα συναντάς εκεί! Γι' αυτό ο Καββαδίας από το «Πούσι» και μετά, έχει φύγει από το «εγώ».Λέει συνέχεια «εσύ». Δεν καλεί τον άλλο από μια μιζέρια να πάει σε μια άλλη μιζέρια. Δεν ονομάζει το «άλλο».
Σου λέει φύγε από αυτό. Το επόμενο χτίστο εσύ...”
Πηγές
-Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
-“Βιβλιοθήκη-Καταφύγιο θηραμάτων”, εφ. “Ελευθεροτυπία”, Νοέμβριος 2010
-Μηνιαίο περιοδικό “Ως3”, αφιέρωμα στον Νίκο Καββαδία. Πρώτη παρουσίαση, Μάρτιος 2010